Avkrvst

The Approbation

InsideOut Music (2023)
Δυστυχώς, οι Avkrvst θα πρέπει να προσπαθήσουν περισσότερο για να κερδίσουν την αποδοχή μας
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

«Πρώτη φορά μπάντα κοπιάρει τόσο ξεδιάντροπα», μου έγραψε σε συνομιλία μας ο Νίκος Καταπίδης για το ντεμπούτο των Νορβηγών Avrkvst, του σχήματος που κάποτε ονειρεύτηκαν οι δύο φίλοι, Martin Utby και Simon Bergseth. Όχι πως κάτι δεν είχαμε καταλάβει από το single "The Pale Moon" που είχαν κυκλοφορήσει την τελευταία μέρα του Μαρτίου. Από τις πρώτες νότες μοιάζει σαν να ζούμε σε έναν παράλληλο κόσμο όπου οι Opeth δεν έγραψαν ποτέ το "Heritage", και συνέχισαν στο ύφος του "Watershed". Οι ίδιοι, βέβαια, σπεύδουν να αναφέρουν στις ανακοινώσεις τους ότι αντλούν έμπνευση από τους αγαπημένους τους ήρωες, μεταξύ άλλων και Porcupine Tree, Anekdoten, Mew, και King Crimson. Το κατά πόσον, όμως, πρόκειται για έμπνευση ή συρραφή μελωδιών, είναι συζητήσιμο.

Και φυσικά το παρατεταμένο lead σφύριγμα της κιθάρας αλα "Blackwater Park", τα αέρινα αρπίσματα και οι συγχορδίες σε κλασική, το κοφτό και στα όρια του alternative riffing του "Fear Of A Blank Planet", η εκτενής χρήση mellotron και η μετρημένη προσθήκη δυσαρμονίας με βαρύθυμες ρυθμικές αλλαγές ενός "Until All The Ghosts Are Gοne" θα μπορούσαν να θεωρηθούν αφετηριακά ερεθίσματα, αν υπήρχε κάποιο διαφορετικό σημείο κατάληξης, έστω και κοντινό. Όμως, εδώ είναι που οι Avkrvst φλερτάρουν με την παρεξήγηση: δεν υπάρχει καμία δημιουργική πορεία. Η ταυτότητα του συγκροτήματος μοιάζει να ξεκινάει και να ολοκληρώνεται στα ίδια τα στοιχεία που την ενέπνευσαν, σχηματίζοντας έναν κύκλο, ή μάλλον ένα 0.

Είναι καλογραμμένο; Σαφώς, κυλάει νεράκι, θα μπορούσε να παίζει στο background και σίγουρα θα κέρδιζε ένα κούνημα ποδιού ή/και κεφαλής. Πώς μπορώ να αρνηθώ τους ήχους με τους οποίους μεγάλωσα στην prog; Είναι τέτοια η οικειότητα με τους ήχους, τις δυναμικές, τα εφέ, τις μελωδίες, που σχεδόν μοιάζει με ομοιοπαθητική, μιας και αντιδρώ σε μία ουσία που δεν είναι εκεί. Το déjà vu που προκαλεί αυτός ο δίσκος αγγίζει τα όρια του ιλίγγου. Μέχρι και το εξώφυλλο με παραπέμπει στο ντεμπούτο των In Mourning, ενώ στη μέση του ομώνυμου μας κάνει μία σύντομη επίσκεψη το "Dance Of Eternity", και γύρω από αυτήν την ψηφίδα χτίζεται το υπόλοιπο κομμάτι.

«[…] Στο πεδίο της τέχνης, ολοένα και περισσότερο επικρατεί αυτό που λέγεται κολάζ, και που φαίνεται καθαρά σε όλη του την κίνηση που την ονομάσανε πομποδώς ποστμοντερισμό» έλεγε σε μία συνέντευξή του ο Καστοριάδης, μιλώντας για τον meta σχολιασμό προηγούμενων ρευμάτων στην τέχνη. Πράγματι, το progressive rock και metal θα μπορούσε να είναι ένα τέτοιο post καλλιτεχνικό ρεύμα, αφού αυτό που πρεσβεύει είναι μία αποδόμηση της φόρμας, ένα παιχνίδι με τα ρεύματα και τα είδη, και μία διαρκής αναπλαισίωση των ήχων, που προκύπτει από την διαρκή πρόσμιξη τους. Όμως έγινε κι αυτό φόρμα, στομώνοντας τον πειραματικό και αποδομιστικό χαρακτήρα του prog, και από αντιεμπορευματική κίνηση κατέληξε να είναι διαφημιζόμενο feature (από τα εικοσάλεπτα έπη που δεν μπορούσαν να κερδίσουν air-play στο ραδιόφωνο, φτάσαμε στις μακροσκελείς συνθέσεις ως prog-trademark).

Και παρ’ όλο που διαφωνώ με την γενική κριτική του Καστοριάδη, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω μαζί του όταν ακούω τους Avkrvst, που παίρνουν κάθε διάθεση παιχνιδιού και εξερεύνησης, και την υποβιβάζουν σε απλή φόρμουλα. Στην ερώτηση τι είναι prog, οι Νορβηγοί απαντούν «αυτοί εδώ οι δίσκοι». Το κολάζ δεν επιχειρεί να αναπλαισιώσει και να αναδείξει τις κρυφές πλευρές των ειδών, αλλά να δημιουργήσει μία μαύρη prog τρύπα από την οποία το ιδίωμα όχι μόνο δεν θα μπορεί να ξεφύγει, αλλά δεν θα θέλει κιόλας.

Όσο έγραφαν τον δίσκο, στόχος τους ήταν η ειλικρίνεια και η αυθεντικότητα. Ειλικρινές είναι, και κρίνεται θετικά αυτό το ζεστό συναίσθημα του οπαδού που αποφασίζει να πατήσει πάνω στις αγάπες του για να φτιάξει κάτι δικό του, κρύβει και έναν ενθουσιασμό που δεν μπορείς να κριτικάρεις - κάτι σαν fanfic. Αυθεντικό, όμως, δεν είναι. Κι αν έχουμε ήδη μιλήσει για συγκροτήματα τον τελευταίο καιρό που αντιγράφουν τα ινδάλματά τους (βλ. Witch Ripper, Psychonaut), οι Avkrvst μοιάζει να θέλουν να φτάσουν τη νοοτροπία της αντιγραφής στα λογικά της όρια, και να μην ξεστρατήσουν ούτε στο ελάχιστο, σαν κάθε νότα και μουσική φράση να είναι από μόνη της ένα reference, μία ωδή στην Μπενγιαμενική διακειμενικότητα, όπου το έργο αποκτά σημασία απλώς και μόνο επειδή εμείς ως κοινό αναγνωρίζουμε σε τι αναφέρεται, κι από μόνο του δεν λέει τίποτα. Εμμένουν στο περιεχόμενο, αδιαφορώντας την διαδικασία που το παρήγαγε. Καταλήγουν έτσι με ένα ωραίο δίσκο, ο οποίος ανοίγει το στόμα του και μιλάει με φωνές άλλων. Ας μιλήσω κι εγώ, με τη σειρά μου, τότε, με τη φωνή του Καστοριάδη, που καταλήγει: «Φαίνεται εμφανώς μία εξάνλτηση των δημιουργικών ικανοτήτων της εποχής, και στο πεδίο της τέχνης...»

  • SHARE
  • TWEET