Angra

Omni

earMUSIC (2018)
Από τον Σπύρο Κούκα, 20/02/2018
Παρόμοιου ύφους με τον προκάτοχό του αλλά ανώτερο συνθετικά, φαντάζει το πιο ενδιαφέρον άλμπουμ τους εδώ και καιρό
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Η γνωστότερη, μαζί με τους Sepultura, βραζιλιάνικη metal μπάντα, επιστρέφει φέτος δισκογραφικά με το ένατο κατά σειρά ολοκληρωμένο της άλμπουμ, μια τριετία ύστερα από το χλιαρό "Secret Garden". Εκείνο, αποτελώντας την δεύτερη επανεκκίνηση του σχήματος, παρουσίαζε τις αλλαγές που συντελέστηκαν στα ενδότερα του, με τον Fabio Lione να αναλαμβάνει το δύσκολο έργο του τραγουδιστή επί μονίμου πια βάσεως, τον Bruno Valverde να αντικαθιστά τον Ricardo Confessori στα τύμπανα και το συνθετικό ύφος να προσεγγίζει όλο και περισσότερο τα πιο τυποποιημένα power/prog δεδομένα. Πλέον, και με μια ακόμη σημαντική απουσία (εκείνη του Kiko Loureiro, τον οποίο ακούμε μόνο στο solo του "War Horns" στον νέο δίσκο, λόγω των υποχρεώσεων του με τους Megadeth) να θολώνει το συνολικό τοπίο, η μπάντα καλείται να αποδείξει πως μπορεί να σταθεί στο ποιοτικό ύψος που εδραίωσε το όνομα της παλαιότερα και που, εξαιτίας των εξωγενών προβλημάτων που αντιμετώπισε στο πρόσφατο παρελθόν, δεν είχε προσεγγισθεί σε καμία από τις περισσότερες κυκλοφορίες της την τελευταία δεκαετία.

Δεν θα το κρύψω, όσο κι αν αγαπώ τους Angra των προηγούμενων εποχών, τόσο της πρώτης, συναρπαστικής τους περιόδου με τον Andre Matos, όσο κι εκείνης με τον Edu Falaschi που μας προσέφερε έναν αριστουργηματικό δίσκο όπως το "Temple Of Shadows", τα τελευταία πολλά χρόνια (ουσιαστικά από το καλό, αλλά υπολειπόμενο του προκατόχου του "Aurora Consurgens" κι έπειτα) η συνθετική της έμπνευση είχε αρχίσει να φθίνει. Ακόμη και δίσκοι όπως τα "Fireworks" και "Rebirth", που αντικειμενικά είχαν ψεγάδια (αλλά και πολύ περισσότερες στιγμές μαγείας μέσα τους) άρχισαν να μοιάζουν ως μακρινή ανάμνηση, καθώς τα προβλήματα με τη φωνή του Edu Falaschi και το management είχαν αρχίσει να πληθαίνουν. Μάλιστα, όντας προσωπικά απογοητευμένος από το "Secret Garden" και τη μερική αλλαγή μουσικής ταυτότητας που επιχειρούταν σε εκείνο, δεν είχα ιδιαίτερες προσδοκίες από το "Omni" ώστε να διαφοροποιήσει την κατάσταση, κι αυτός είναι πιθανότατα ένας από τους κύριους λόγους που εξεπλάγην ευχάριστα με τα όσα τελικά άκουσα σε αυτό.

Περνώντας στα του δίσκου, το λατινικά τιτλοφορούμενο (υπό τη σημασία των «πάντων») "Omni" ουσιαστικά αποτελεί στιχουργικά ένα concept άλμπουμ με θεματική που λαμβάνει χώρα στο (όχι και τόσο μακρινό) 2046 κι αναφέρεται στις προοπτικές της τεχνητής νοημοσύνης και τις πιθανές επιπτώσεις της στην ανθρώπινη αντίληψη, νόηση και λειτουργία. Μουσικά, πάλι, ο δίσκος ξεκινά με δύο γρήγορα κομμάτια ("Light Of Transcendence", "Travelers Of Time") σε καθαρά power metal φόρμες, όχι μακριά από το πώς εκκινούσε το "Secret Garden" ή ακόμη και το "Temple Of Shadows" (βλέπε "Spread Your Fire" - "Angels And Demons"). Στο "Black Widow's Web" συμμετέχουν ως guest η Alissa White-Gluz (Arch Enemy) και η Sandy Leah Lima και αποτελεί την πιο διαφοροποιημένη υφολογικά και προσβάσιμη στιγμή του άλμπουμ, ενώ το "Insania" είναι πολύ πιο συμφωνικό και πολύπλευρο, με εξαιρετικό drumming από τον Bruno Valverde αλλά αδικούμενο από το, μάλλον απλοϊκό, ρεφρέν του.

Το "Bottom Of My Soul", όπως και η έτερη μπαλάντα "Always More" δεν προσφέρουν κάποια ιδιαίτερη κορύφωση αλλά είναι δύο καλοδουλεμένες συνθέσεις με εξαιρετικές ενορχηστρώσεις, ενώ το "War Horns" αυξάνει και πάλι τις ταχύτητες κατά τα ευρωπαϊκής κοπής power metal πρότυπα. Βέβαια, εκεί που το υλικό αξιώνει πραγματικά την προσοχή μας είναι στα "Caveman", "Silence Inside" και (λιγότερο στο) "Magic Mirror", με το πρώτο να επαναφέρει τους γνώριμους tribal ρυθμούς και το εκλεπτυσμένο prog/power songwriting, το δεύτερο να φαντάζει σαν να ξεπήδησε μέσα από το "Temple Of Shadows" και το τελευταίο να παρουσιάζει μια από τις καλύτερες ερμηνείες του Lione μέχρι τώρα για τους Angra. Έτσι, και με το ορχηστρικό "Infinite Nothing" να επιτελεί μια σύνοψη των μουσικών θεμάτων που ακούστηκαν κατά τη διάρκεια του δίσκου και να φέρνει όμορφες μνήμες στους παλαιότερους φίλους της μπάντας, ο δίσκος κλείνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αφήνοντας μια αίσθηση ικανοποίησης μέχρι και στους πλέον δύσπιστους (σαν και του λόγου μου) ακροατές.

Ακόμη, λοιπόν, κι αν οι Angra στα κορυφαία δημιουργικά τους χρόνια συγκαταλέγονταν στα πιο χαρισματικά σχήματα της γενιάς τους, όντας πολλά παραπάνω από την άρτια αλλά αμιγώς «στεγανοποιημένη» power metal μπάντα που είναι πλέον, το γεγονός της επαναφοράς τους σε πραγματικά εμπνευσμένες δουλειές δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο. Πόσο μάλλον όταν αυτή συμβαίνει ουσιαστικά εν τη απουσία του Kiko Loureiro, αφήνοντας τον Rafael Bittencourt ως το μοναδικό εναπομείναν αυθεντικό μέλος στο τωρινό line-up. Μοναδικό ερωτηματικό, η συνεχιζόμενη παρουσία του τελευταίου και φωνητικά, που αν κι εμφανίζεται βελτιωμένη σε σχέση με το "Secret Garden", δεν προσφέρει κάτι επιπλέον στο υλικό (αλλά δεν προβληματίζει κιόλας).

Αντικειμενικά, αν και το "Omni" δεν παρουσιάζει κάτι υφολογικά διαφοροποιημένο από τον προκάτοχο του, είναι το σαφώς ανώτερο συνθετικό του επίπεδο που το κάνει να φαντάζει ως το πιο ενδιαφέρον άλμπουμ των Angra εδώ και πολύ καιρό. Κρίνοντας, μάλιστα, από τη δημιουργική πορεία της μπάντας στους δύο προηγούμενους κύκλους της, το δεύτερο άλμπουμ κάθε περιόδου ("Holy Land", "Temple Of Shadows") μοιάζει να είναι κάθε φορά και το κορυφαίο αυτής, γεγονός που για την ώρα ισχύει εύκολα και για τον νέο δίσκο. Και, δεδομένων των εδώ και καιρό χαμηλότερων προσδοκιών, αυτή τη στιγμή φτάνει και περισσεύει.

  • SHARE
  • TWEET