Johnny Labelle

May Your Dreams Come True

Inner Ear (2023)
Μία pop υπναγωγία βυθισμένη σε ποτάμια από synths και βιολιά
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Ακούμε για όμορφες φωνές, για διεκπεραιωτικές φωνές, και μετά ακούμε και για crooners, που φέρνουν στο μυαλό έναν αρχετυπικό Frank Sinatra να τραγουδάει απαλές μπαλάντες με βαθιά και τρυφερή φωνή. Ο Johnny Lebelle δικαίως ανήκει σε αυτήν την κατηγορία, και φέρνει στο μυαλό τον Elvis Presley, ή σε σημεία τον Nick Cave, μένοντας ως επί το πλείστον στις πιο χαμηλές συχνότητες, χωρίς να βάζει φαλτσέτο και να κάνει συναισθηματικά κρεσέντα όπως ο Chris Isaak ή ο Orville Peck, παρ’ όλο που αδιαμφισβήτητα μπορεί.

Στο "May Your Dreams Come True" δεν βρίσκουμε κάτι ιδιαίτερα διαφορετικό από τα προηγούμενα δύο άλμπουμ του, το ντεμπούτο "Cold Fruit" του 2019, και τον διάδοχό του "XVIII" το επόμενο μόλις έτος, εκτός ίσως από την απουσία μικρών ιντερλούδιων και τον περιορισμό των πιο jazzy στοιχείων. Βέβαια, υπάρχει το πιανιστικό "A New Hope" με το walking bass και το έκρυθμο drumming, όμως τα σαξόφωνα έχουν αντικατασταθεί από synths και κιθάρες χαμένες στην ηχώ, σε μία πιο dream pop στροφή. Στο "I’ve Been Losing" ακούγεται σαν να εμφορείται από το πνεύμα των London Grammar, ενώ στα υπόλοιπα μου θύμιζε αρκετά, και σε ήχο και σε διάθεση, τον δίσκο "Hypnagogia" του Dan Mason, που επίσης κινείται σε αυτό το αιθέριο επίπεδο σύμπραξης της dream pop με το crooning.

Η ενορχήστρωση αυτή τη φορά χτίζεται πάνω στον ζεστό και γνώριμο για το είδος ήχο του βιολιού, τα εύσημα για το οποίο αποδίδονται στην Καλλιόπη Μητροπούλου. Η μουσική παίρνει όπως πάντα έναν δευτερεύοντα, υποστηρικτικό ρόλο, ώστε να βγει μπροστά η ιδιαίτερη χροιά του Johnny Labelle. Παρ’ όλα αυτά, δεν πρόκειται για αδιάφορες συνθέσεις που απλώς υπάρχουν εκεί, αλλά ξεχωριστές και δουλεμένες ιδέες. Μέσα στην σχετική τους ομοιογένεια, τόσο το στυλ που χρησιμοποιεί ο Labelle όσο και στο ρυθμό, τις δυναμικές, και το ηχητικό εύρος, καταφέρνουν να ακούγονται αρκούντως διαφοροποιημένα, ώστε ο δίσκος να αποκτά βάθος και προσωπικότητα. Εξάλλου, στα τριάντα λεπτά διάρκειάς του, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν προλαβαίνει να κουράσει. Το "Head First", με το ταχύ και χορευτικό κιθαριστικό lead, είναι προορισμένο για single, και μαζί με το αργόσυρτο και ιδιότροπο "Your Money’s No Good Here" αποτελούν τις δύο συνθέσεις που περισσότερο ξεχωρίζουν, τόσο μεταξύ τους όσο σε σχέση με τα υπόλοιπα. Γίνονται έτσι, απρόσμενα, η καρδιά του δίσκου, παρ’ όλο που είναι και τα μικρότερα σε διάρκεια.

Σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, και με την ενδιάμεση κινούμενη άμμο της πανδημίας, ο Johnny Labelle συνεχίζει στο ίδιο μονοπάτι, και χτίζει πλέον μία καλαίσθητη, και άμεσα αναγνωρίσιμη δισκογραφία. Πάντα με σημαντικούς συνεργάτες (αυτή τη φορά βρίσκονται στο πλευρό του ο πολυοργανίστας Fred Afraid, και ο ντράμερ Ηλίας Λιβιεράτος), ωστόσο έχοντας ο ίδιος αναλάβει όλα τα υπόλοιπα πόστα σε σύνθεση και στίχους - εκτός από το "Player Queen" σε στίχους του Yeats, κατά την προσφιλή του συνήθεια να μελοποιεί ποίηση, που μου κάνει συνειρμούς με το "Nature Boy" του Nat King Cole.

Ο Labelle υπογράφει έναν ακόμη δίσκο στα ίδια στάνταρ που είχε θέσει ως τώρα. Μπορώ να φανταστώ την αβεβαιότητα της Covid-19 να εισρέει στη θεματική του δίσκου περί ματαίωσης, άγχους, απομάκρυνσης από τους στόχους που θέτουμε. Το γεγονός ότι μέσα από αυτήν - ή οποιαδήποτε άλλη - δύσκολη περίοδο άνθισε ένας τέτοιος όμορφος και θαλπωρικός δίσκος, λοιπόν, πρέπει να του το πιστώσουμε.

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET