Orville Peck

Bronco

Columbia / Sub Pop (2022)
There ain't no cowboys left, τους πάτησε το τρένο
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Σε μία κοινωνία που δεν βαριέται να ξαφνιάζεται με την αποδόμηση όσων θεωρεί σταθερά κι ιερά, η κατάρρευση των πατροπαράδοτων εικόνων μπορεί να είναι πλήγμα. Κι αν η κατάρρευση είναι ένα πράγμα, η μεταστροφή και η παράλλαξη των ίδιων πατροπαράδοτων συμβόλων, είναι ένα άλλο, ακόμη πιο δύσκολο στη διαχείρισή του ζήτημα, και φτάνει στα όρια του σοκ. Έτσι, ένα έργο τέχνης που μπαίνει στο χορό της αποδόμησης καταφέρνει να τραβήξει πάνω του αρκετή προσοχή ώστε να εξασφαλίσει τα δεκαπέντε του λεπτά δημοσιότητας, κινδυνεύοντας, όμως, έτσι να περιοριστεί ο διάλογος σε ένα απλό ζήτημα πρόκλησης, και να μην προχωρήσουμε στο πώς η πλευρά αυτής της ταυτότητας αλληλοεπιδρά με την τέχνη που καταπιάνεται.

Ναι, ο Orville Peck είναι ένας queer μουσικός που έχει πάρει την εικόνα της μάτσο και τραχιάς άγριας Δύσης και την έχει οικειοποιηθεί, και μας την επιστρέφει με το θεατρικό στοιχείο φερμένο στα λογικά του άκρα. Διότι κακά τα ψέματα, το στοιχείο του θεάματος υπάρχει έτσι κι αλλιώς ανάμεσα στα μεγάλα καπέλα, τις γυαλιστερές μπότες, την πολύχρωμη πόζα, και τις χρυσές μπούκλες, δηλαδή σήματα κατατεθέν της μουσικής country και της κουλτούρας του ροντέο. Όμως, πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα από το απλοϊκό σχήμα "γκέι καουμπόη τραγουδά κάντρυ", πρέπει να μιλήσουμε και για την ίδια τη μουσική, και γιατί έχει καλλιτεχνική σημασία.

Η μουσική του Orville Peck θα μπορούσε να σταθεί αυτόφωτη, χωρίς τα δεκανίκια της αστραφτερής περσόνας του. Είχα την τύχη να εισαχθώ στη μουσική του με το "Hope To Die", στο οποίο όχι μόνο συνδυάζει τα βαρύτονα φωνητικά του Βασιλιά Έλβις, την απαλή και εύθραυστη φυσιογνωμία του Roy Orbinson, και την καλώς νοούμενη βλαχιά της country, αλλά εμπεριέχει και έναν εξωπραγματικό φόρο τιμής στο «…and I» από το πασίγνωστο άσμα της Dolly Parton "I Will Always Love You", που μας έμαθε η Whitney Houston, και τις οποίες αμφότερες έχει ως πρότυπο ο μασκοφόρος καουμπόη. Η αμερικανική κουλτούρα χρόνων που συμπυκνώνουν τα προαναφερθέντα ονόματα βρίσκει το δρόμο της στον ήχο του Orville Peck, χωρίς να ακούγεται προϊόν τσαπατσούλικης συγκόλλησης.

Ακούγοντας το "Trample Out The Days", για παράδειγμα, δεν μπορεί κανένα να μην παρασυρθεί όχι μόνο από την κρυστάλλινη φωνή του Orville που κυριαρχεί σε κάθε τραγούδι, αλλά και από τη ρυθμική μελωδία της κιθάρας που παίζει τα αρπίσματά της με εκείνη τη μυστηριακή αύρα ενός "A Fistful Of Dollars". Αντίστοιχα, ο καλπασμός του "Daytona Sand", ή ο ξέφρενος ρυθμός του "Any Turn", μας πιάνουν από εκεί που μας έχει αφήσει το εντυπωσιακά κιτς εξώφυλλο, και μας ξεναγούν στις θλίψεις και τις χαρές μίας χαωτικής και χαωμένης Αμερικής. Τα σόλο στην κιθάρα είναι λακωνικά, με μία νοσταλγία που μόνο το slide μπορεί να προσφέρει, και γεμίζουν τα κενά της λιτής ενορχήστρωσης. Κομμάτια όπως το "Out of Time", που είναι ευχάριστά χωρίς να συγκινούν, κερδίζουν μόνο και μόνο από τη ζεστή και προσεγμένη λεπτομέρεια των slides.

Κι αν η μουσική κι τα εφέ, με όλα τα Yippee ki yi yay, τις φυσαρμόνικες, και τα μαστίγια κάνει ό,τι μπορεί για να μας βάλει στο mood ενός ηλιοκαμένου φαραγγιού, η ψυχή της country επιζεί στους στίχους. Ο Orville Peck διατηρεί την ευαισθησία και το συναίσθημα χωρίς να γίνεται μελό, πετυχαίνοντας μια χρυσή ισορροπία ανάμεσα στα γεμάτα ενέργεια κομμάτια, και συναισθηματικά ξεσπάσματα, όπως το "Iris Rose" με τις γλυκόπικρες τρομπέτες του, το φορτισμένο "C’Mon Baby Cry", και το "All I Can Say" που κλείνει την αυλαία με το ντουέτο του Peck με την κιθαρίστρια Bria Salmena. Aυτή η συνειδητή ευαισθησία και η φροντίδα που μοιράζεται ο Orville Peck μέσα από τη μουσική του, αποτελoύν πνοή φρέσκου αέρα για ένα ταλαιπωρημένο είδος που έγινε συνώνυμο τα τελευταία αρκετά χρόνια με τον συντηρητισμό των ρέντνεκς, τα τριαξονικά, και τα ροντέο στο πίσω μέρος των καζίνο. Λέγανε κάποτε για τη φιγούρα του μαυροφορεμένου Johhny Cash ότι τραγουδούσε για το περιθώριο και τους φτωχούς, κι ήταν μια αλήθεια που η country είχε ξεχάσει στο mainstream κομμάτι της. O Orville Peck, χωρίς να έχει εξ αρχής την πρόθεση να γίνει κάποιο σύμβολο της ΛΟΑΤΚΙΑ κοινότητας, αποτελεί πλέον ένα χάδι για όσα νιώθουν να πνίγονται μέσα στις ζωές τους.

Η παρουσία του Orville Peck μοιάζει να ενσαρκώνει την εικόνα του gay καουμπόη που υπήρχε πιο έντονα στο συλλογικό συνειδητό της mainstream κουλτούρας απ’ όσο μπορεί να συνειδητοποιούσαμε, είτε με την εντύπωση που έκανε το "Brokeback Mountain" πριν δεκαπέντε χρόνια, είτε με τη διαδικτυακή επιτυχία του επιβραδυμένου "Jolene" της Doly Parton που έκανε τον κόσμο να φαντάζεται έναν θλιμμένο gay καουμπόη να εκλιπαρεί για τον έρωτά του. Τι κι αν το Orville Peck δεν είναι παρά το ψευδώνυμο ενός Καναδού μεγαλωμένου στη Νότια Αφρική; Δεν προσπαθεί να αφηγηθεί μία ιστορία της Αμερικάνικης Δύσης με περισσότερα ψέματα απ’ ό,τι τα spaghetti westerns, που απεικόνισαν το πραγματικό πιο αυθεντικά απ’ ό,τι το ίδιο θα μπορούσε ποτέ να κάνει. Το μικρό πόνι μεγάλωσε, έγινε ένα άγριο άλογο, ένας Bronco που ρίχνεται μανιασμένα στο ροντέο, και μας ισοπεδώνει τινάζοντας τη χαίτη του… ή τα κρόσια της μάσκας του.

  • SHARE
  • TWEET