Steven Wilson @ Ottakringer Brauerei (Βιέννη), 04/04/15

Ο mastermind του prog σε μια ειλικρινή μουσική παράσταση

Από τον Παντελή Κουρέλη, 07/04/2015 @ 12:41
Στις τουλάχιστον περίεργες συνθήκες που βιώνουμε στον χώρο της μουσικής βιομηχανίας (με ό,τι αυτός ο όρος περιλαμβάνει), πολλοί μουσικοί διστάζουν να κυκλοφορήσουν νέες δουλειές. Σε αντίθεση με το γενικότερο κλίμα, ο Steven Wilson με το ανήσυχο μουσικό πνεύμα του παρουσιάζει πολύ συχνά για τα σημερινά δεδομένα καινούργια μουσικά έργα, πιστός ακόμα σε ένα όραμα μιας άλλης εποχής. Μην θέλοντας να επαναπαυθεί στο όποιο παρελθόν του, σουλατσάρει ανάμεσα σε διάφορα είδη μουσικής, δημιουργεί και συμμετέχει σε ποικιλία συγκροτημάτων, συνεργάζεται με ακόμα περισσότερους μουσικούς και πηδά από ιδιότητα σε ιδιότητα, είτε παίζοντας μουσική, είτε κάνοντας παραγωγές, είτε μίξεις.

Τα τελευταία χρόνια φαίνεται ότι έχει βάλει για λίγο σε δεύτερη μοίρα τα υπόλοιπα project του και δίνει όλη του την ενέργεια στο προσωπικό του σχήμα, βγάζοντας δίσκους και περιοδεύοντας για να τους παρουσιάσει. Ο προηγούμενος προσωπικός δίσκος του, "The Raven That Refused To Sing (And Other Stories)", ήταν ο πρώτος που ηχογραφήθηκε με «μόνιμους» μουσικούς, με τους οποίους μάλιστα αργότερα ο Wilson βγήκε και στον δρόμο. Ορμώμενος προφανώς από το εξαιρετικό αποτέλεσμα που υπήρξε τόσο στο στούντιο, όσο και στην περιοδεία, διατηρεί τον ίδιο κορμό μουσικών και για το νέο του έργο, "Hand.Cannot.Erase.", με τα αποτελέσματα να αναλύονται εδώ.

Στα πλαίσια της προώθησης του συγκεκριμένου δίσκου, ο Wilson πραγματοποιεί μια εκτενή περιοδεία, η οποία περιλαμβάνει τόσο ευρωπαϊκό, όσο και αμερικανικό σκέλος (δυστυχώς όμως, όχι ελληνικό...) και λαμβάνει χώρα κατά κύριο λόγο σε seated venues. Τα seated venues έχουν συνήθως το πλεονέκτημα του καλού σχεδιασμού, που οδηγεί σε καλύτερο ηχητικό αποτέλεσμα, όμως χάνουν εν μέρει σε αμεσότητα. Εμείς αποφασίσαμε να τον απολαύσουμε σε ένα venue όρθιων και συγκεκριμένα σε μια ...ζυθοποιία στη Βιέννη. Η Ottakringer Brauerei είναι εργοστάσιο παρασκευής μιας δημοφιλούς αυστριακής μπύρας, το οποίο βρίσκεται μέσα στη Βιέννη και διαθέτει μια αίθουσα, χωρητικότητας περίπου 800 ατόμων (με το εισιτήριο να κοστίζει 29 ευρώ), στην οποία μπορούν να γίνονται μουσικές εκδηλώσεις. Μετά την είσοδο χρειάζεται μια μικρή περιπλάνηση ανάμεσα σε τραπέζια, τελάρα από μπύρες και διάφορα επίπεδα προκειμένου να φτάσουμε τελικά στην αίθουσα που γίνεται η συναυλία.

Με μισή ώρα καθυστέρηση σε σχέση με την αναγραφόμενη ώρα έναρξης, προφανώς για να μπορέσει όλος ο κόσμος να αφήσει τα μπουφάν του στη γκαρνταρόμπα και να εισέλθει στον χώρο της συναυλίας, ξεκινά να παίζει στο τεράστιο video wall ένα εισαγωγικό βίντεο που είναι στο πνεύμα του νέου δίσκου και δείχνει κομμουνιστικού τύπου διαμερίσματα από την Δυτική όμως Ευρώπη, χωρίς μπαλκόνια αλλά μόνο με παράθυρα, που είναι σαν κουτιά και μέσα στα οποία ζούνε (ή ακριβέστερα επιβιώνουν) άνθρωποι. Ένας τέτοιος άνθρωπος ήταν και η Joyce Vincent, η οποία αποτέλεσε την έμπνευση για το "Hand.Cannot.Erase.". Η συγκεκριμένη γυναίκα πέθανε μέσα στο διαμέρισμά της και βρέθηκε μετά από τρία ολόκληρα χρόνια, μιας και τότε μόνο την αναζήτησαν οι δικοί της άνθρωποι.

Μετά από ένα δεκάλεπτο εναλλαγής εικόνων στο video wall, και αφού αρκετές φορές ακούγονται επευφημίες και ρυθμικά χειροκροτήματα καλώντας τους καλλιτέχνες στην σκηνή, εμφανίζεται εν μέσω επιφωνημάτων ο Adam Holzmann, ο οποίος παίρνει θέση ανάμεσα στα πολλά πλήκτρα του και ξεκινά να παίζει την εισαγωγή του δίσκου, το "First Regret". Πριν το τέλος του κομματιού, άρχισαν να ανεβαίνουν στη σκηνή και τα άλλα μέλη με προεξέχοντα τον ίδιο τον Wilson, ακολουθούμενο από τον Marco Minnemann, τον Nick Beggs και τον Guthrie Govan - ένας κι ένας όλοι τους.

Steven Wilson

Το "3 Years Older" άνοιξε ουσιαστικά την βραδιά και το νέο αριστούργημα του Wilson άρχισε να ξεδιπλώνεται μπροστά μας. Ο ήχος δεν είναι ακριβώς αψεγάδιαστος, απόρροια προφανώς του ότι το venue δεν κατασκευάστηκε για να φιλοξενεί συναυλίες, είναι όμως όσο δυνατός χρειάζεται και αρκετά καθαρός. Η δε απόδοση των μουσικών, είναι τρομερή. Δυνατά μέρη ακολουθούνται από πιο ήρεμα, ο Wilson αλλάζει κιθάρες και γενικώς η παράσταση ξεκινάει καλοκουρδισμένα με αυτό το Rushίζον κομμάτι.

Ο Wilson μας χαιρετά και φαίνεται ότι έχει όρεξη να πει κουβέντες, πράγμα που θα επαληθευθεί στη συνέχεια της βραδιάς. Ακολουθεί το poppy ομότιτλο τραγούδι, το "Hand.Cannot.Erase.", που αποδίδεται και μας δίνεται η εντύπωση ότι απλώς ήπιαμε ένα πολύ νόστιμο σφηνάκι - δεν μπορούμε να φανταστούμε ότι κράτησε τόσο λίγο και θέλουμε αμέσως κι άλλο. Στο video wall ξεκινά η προβολή του βίντεο κλιπ του "Perfect Life", το οποίο με τα απίθανα, ψιλά, δεύτερα φωνητικά του Beggs αποδίδεται καθηλωτικά.

Έπειτα ο Wilson ξεκινά να προλογίζει το, όπως δήλωσε, αγαπημένο του κομμάτι στον δίσκο, το "Routine". Αναφέρει ότι, ενώ στην στούντιο έκδοση του κομματιού τραγουδούν τρεις τραγουδιστές, σήμερα είναι μόνος του και ότι ο μόνος τρόπος για να μπορέσει να αποδοθεί το κομμάτι είναι να υπάρχουν προηχογραφημένα τα βασικά γυναικεία φωνητικά, με τον ίδιο και τον Beggs να αναλαμβάνουν τα υπόλοιπα. Η εναλλακτική είναι να μην παιχτεί καθόλου το κομμάτι, όμως, επειδή τυχαίνει να είναι το αγαπημένο του, μας παρακαλεί να τον συγχωρήσουμε για τα προηχογραφημένα, εκφράζοντας την ελπίδα να μην χαλάσουν την διασκέδασή μας. Δεν την χάλασαν καθόλου, σας πληροφορώ, με το συγκεκριμένο κομμάτι να αποτελεί highlight.

Με το κοινό όρθιο υπάρχει μεγαλύτερη ελευθερία έκφρασης συναισθημάτων, όπως λέει και ο ίδιος ο Wilson, αναφέροντας ότι στις προηγούμενες συναυλίες της περιοδείας αναγκαζόταν να παροτρύνει τον κόσμο να εκφράσει τον ενθουσιασμό του, κάτι που ευτυχώς δεν χρειάζεται εδώ, μιας και το πολυσυλλεκτικό κοινό είναι αρκούντως εκφραστικό.

Steven Wilson

Στη συνέχεια υπάρχει μια καλοδεχούμενη παρέκκλιση από την σειρά των κομματιών του νέου δίσκου, με το έναυσμα για το "Index" από το "Grace For Drowning" να γίνεται με όλα τα μέλη του συγκροτήματος να σηκώνουν το δεξί τους χέρι και να μιμούνται το χτύπημα δακτύλων με το οποίο ξεκινάει το κομμάτι, το οποίο αποδίδεται κοφτά, λυσσασμένα και με έναν Wilson να χειρονομεί διαρκώς. Με το καρέ μαλλί του και το κοκάλινο γυαλί του, αυτός ο τύπος δεν παραπέμπει σε καμία των περιπτώσεων στο progressive rock είδωλο που είναι στην πραγματικότητα. Το συνοδευτικό video είναι παρόμοιας αισθητικής με το ηχητικό μέρος.

Ακολουθεί το δικό μας αγαπημένο ζευγάρι κομματιών από το "Hand.Cannot.Erase.", το μαγικό δίπολο "Home Invasion" / "Regret #9". Στο μεν πρώτο ο Wilson εναλλάσσεται μεταξύ κιθάρας και μπάσου, παίζοντας lead γραμμές και στα δύο και ενώ το κοφτό riff ξυρίζει και η κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που δημιουργούν τα πλήκτρα του Holzmann στο συγκεκριμένο κομμάτι περνά ατόφια στη διάθεσή μας. Το δεύτερο μέρος, το "Regret #9", αποτελεί ουσιαστικά έναν καμβά στον οποίο κεντάνε αρχικά ο Holzmann και ύστερα ο παικταράς Guthrie Govan, ο οποίος αποδίδει το solo του άκρως συναισθηματικά θυμίζοντας το τελείωμα του εκπληκτικού "Drive Home" από τον προηγούμενο δίσκο.

Δεύτερη παρεμβολή στη ροή των κομματιών του νέου δίσκου αποτελεί αρχικά ένα κομμάτι που ο Wilson συμπεριέλαβε στην παράσταση επειδή η θεματολογία του ταιριάζει με αυτή του "Hand.Cannot.Erase.", μιας και μιλά για μία μάνα που καλεί πίσω το νεκρό παιδί της. Πρόκειται για το "Lazarus" των Porcupine Tree (σημ.: ο Wilson δεν τους ανέφερε, μίλησε για ένα κομμάτι «from my back catalogue»), το οποίο συνοδευόμενο από vintage αισθητικής βίντεο όπου εμφανίζονται στιγμές από την παιδική ηλικία του πρωταγωνιστή, σκορπίζει τον αναμενόμενο ενθουσιασμό. Η παρεμβολή συνεχίζεται με ένα τραγούδι από τον πρώτο δίσκο του Wilson, "Insurgentes", που μάλιστα υποκρίθηκε ότι δεν θυμόταν αν βγήκε το 2008 ή το 2009. Αναφερόμενος στα παιδικά του ακούσματα από τη δεκαετία του '80 και αστειευόμενος ότι είναι πια γέρος, προλόγισε το "Harmony Korine" ως επηρεασμένο από τους Cocteau Twins, τους My Bloody Valentine και το shoegaze κίνημα. Στην πραγματικότητα η μουσική μοιάζει με τυπικό Wilson, αλλά έστω ότι το συγκεκριμένο κομμάτι έχει μια εσάνς από αυτά που είπε.

Steven Wilson

Είχε έρθει η ώρα για το δεύτερο highlight από τα τραγούδια του δίσκου, το επικό "Ancestral", που είναι άλλο ένα τραγούδι που μοιάζει με σφηνάκι. Ο κόσμος ανταποκρίνεται στο έπακρο, ειδικότερα στα σκληρότερα μέρη που βρίσκονται προς το τέλος (αυτά για τα οποία κάποιοι πολύ χαρήκαμε που επιτέλους ο Wilson εξοστράκισε ως επί το πλείστον από τη σημερινή μουσική του), εξυψώνοντας την απόδοση του συγκεκριμένου κομματιού με την συμμετοχή του. Το κλείσιμο του δίσκου, αλλά και του main set, γίνεται με το ήρεμο και μελωδικό "Happy Returns". Μετά από αυτό, όλοι πλην του Holzmann αποχωρούν από την σκηνή, αφήνοντας τον Adam να κλείσει το set με την απόδοση του outro "Ascendant Here On...", μετά το τέλος του οποίου αποχώρησε και αυτός και ένα λευκό ημιδιάφανο πανί καλύπτει την σκηνή πέφτοντας από τα φώτα μέχρι το πάτωμα.

Χωρίς κάποιο κενό, από τα ηχεία αρχίζει να ακούγεται ένα κομμάτι-γέφυρα ανάμεσα στο set και στο πρώτο encore. Οι επευφημίες του κοινού είναι έντονες (αλλά όχι καθοριστικές για την επάνοδο των μουσικών στη σκηνή), ο Wilson και ο Govan κάθονται σε σκαμνιά, ο πρώτος παίρνει την ακουστική του κιθάρα και ξεκινούν το "The Watchmaker", ένα από τα καλύτερα κομμάτια του προηγούμενου δίσκου, βγαλμένο από υγρά πινκφλοϋδικά όνειρα progressive-άδων οπαδών. Η έλλειψη των πνευστών, η συμμετοχή των οποίων υποκαθίσταται από τα πλήκτρα, απομακρύνει κάτι από το μεγαλείο του συγκεκριμένου κομματιού, αλλά αυτό που μένει είναι και πάλι φανταστικό. Στη συνέχεια έχουμε άλλο ένα τραγούδι από το «back catalogue» του Steven και συγκεκριμένα το ατμοσφαιρικό "Sleep Together", από το παρόμοιας θεματολογίας "Fear Of A Blank Planet". Από το intro ακόμα το τραγούδι αυτό σε γραπώνει και με το τελείωμά του, στο οποίο ο Minnemann δίνει τα ρέστα του, σε αφήνει αποσβολωμένο.

Νέα χειροκροτήματα και επιφωνήματα φέρνουν και πάλι τους μουσικούς επί σκηνής. Στο video wall ξεκινάει η προβολή του βίντεο κλιπ του "The Raven That Refused To Sing" και μετά από λίγο ξεκινάει και η μπάντα. Μεγαλειώδες τραγούδι, άρτιο καλλιτεχνικά βίντεο, τρομερά φωνητικά και ένα τελείωμα με τις οργασμικές διπλές κιθάρες να θυμίζουν post-rock σε μεγάλο βαθμό. Δυστυχώς, φτάνουμε στο τέλος. Οι μουσικοί υποκλίνονται, οι τέσσερεις αποχωρούν και ο Steven μένει για έναν τελευταίο χαιρετισμό, αποχωρώντας κι αυτός εν μέσω αποθέωσης. Την αξίζει.

Steven Wilson

Αυτό που απολαύσαμε είναι έναν μουσικό που δεν έχει σταματήσει να εξελίσσεται, να παράγει νέα εμπνευσμένα έργα, να καταθέτει την ψυχή του επί σκηνής, συνοδευόμενος από παρομοίως καλούς μουσικούς με τον ίδιο. Απολαύσαμε κάτι που «συμβαίνει τώρα» και το οποίο μακάρι να ερχόταν και στην χώρα μας, για να μπορέσουν πολλοί ακόμα να απολαύσουν αυτό το άρτιο οπτικοακουστικό θέαμα που προσφέρει ο Steven Wilson και οι μουσικάρες που τον συνοδεύουν. Προσυπογράφουμε λοιπόν την κατακλείδα του προηγούμενου review συναυλίας του Steven, στο Royal Albert Hall του Λονδίνου το 2013 και δηλώνουμε ότι με την φόρμα στην οποία βρίσκεται ο Wilson τα τελευταία χρόνια, κανείς δεν νοσταλγεί τους Porcupine Tree.
SETLIST

Video Intro
First Regret
3 Years Older
Hand Cannot Erase
Perfect Life
Routine
Index
Home Invasion
Regret #9
Lazarus (Porcupine Tree)
Harmony Korine
Ancestral
Happy Returns
Ascendant Here On...

Encore:
The Watchmaker
Sleep Together (Porcupine Tree)

Encore 2:
The Raven That Refused To Sing

Κείμενο / φωτογραφίες: Παντελής Κουρέλης


  • SHARE
  • TWEET