Primordial, Mael Mordha, Dead Congregation @ Underworld, 13/04/08

Από τον Γιώργο Ζαρκαδούλα, 16/04/2008 @ 02:44
"...Awaiting My time as a champion before the war/ Apprehensive and tense, Secrecy shrouds the opponent graceful As She rises to the shadows...".

Δε μου έχει συμβεί πολλές φορές να αισθάνομαι σαν την Μέτα Τσικρικά ή τον Σωτήρη Δανέζη σε live, δηλαδή σαν πολεμικός ανταποκριτής που έχω αποσταλεί για κάλυψη συναυλίας, η οποία να μετατραπεί σε πραγματικά χαρακώματα που κόβουν την ανάσα από τον κίνδυνο, την ένταση και την συγκίνηση της στιγμής. Αυτό ακριβώς αισθάνθηκα κάπου στα μισά της βραδιάς την περασμένη Κυριακή, όταν παραβρέθηκα στο Underworld Club για να παρακολουθήσω με αγωνία, υπερηφάνεια και, τελικά, δέος τους επικούς Mael Mordha και τους τρισμέγιστους συμπατριώτες τους, Primordial.

Η ατμόσφαιρα δεν πρόδιδε ούτε στο ελάχιστο αυτό που θα ακολουθούσε σε λίγα λεπτά κι εμείς, ελαφρώς υποψιασμένοι, κατηφορίσαμε τα σκαλιά του Underworld Club και βρεθήκαμε στο σκοτεινό υπόγειο των επτά θανάσιμων αμαρτημάτων, που διόλου δε θύμιζε πεδίο μάχης - τουναντίον, μερικοί φίλοι-σύμμαχοι της ιρλανδικής συνομοταξίας είχαν σπεύσει από νωρίς στο χώρο για να βρεθούν με καλούς φίλους για κουβεντούλα και χωρίς να το ξέρουν ακόμα, να παρακολουθήσουν μια από τις καλύτερες συναυλίες της χρονιάς, κατ' εμέ, καταμεσής της άνοιξης του 2008. Στο στενάχωρο stage αχνοφαινόταν το πανώ των Primordial, καθώς εμπρός του υψωνόταν εκείνο των Dead Congregation, που κατά τα φαινόμενα θα άνοιγαν και αυτό το επικό live.

«So it shall be written, so it shall be done»: κατά τις εννέα και είκοσι, οι deathmetallers Dead Congregation ανέβηκαν στη σκηνή και οι πύλες από τα έγκατα της αβυσσιακής Κόλασης άνοιξαν μεμιάς. Ο ήχος αρχικά ήταν μέτριος και από τα ηχεία, εν πρώτοις, ακουγόταν ένα ανελέητο βουητό, το οποίο σταδιακά άρχισε να αποκτά μάζα και παρ' όλα αυτά, να αφήνει αδιάφορο τον κόσμο που βρισκόταν εκείνη την στιγμή εκεί, ο οποίος άρχισε να κάνει έκδηλη την αδιαφορία του αυτή με το να συζητά, να χασκογελά και να σχολιάζει αρνητικά αυτό που άκουγε - αν μπορούσε να ακούσει και κάτι δηλαδή από όλη αυτή την ηχητική βαβούρα.

Κάπου στα μισά του δεύτερου κομματιού βελτιώθηκαν λίγο τα πράγματα και το ανελέητο κοπάνημα της μπάντας, οι δίκασες και τα άκρως απαραίτητα solos απέδωσαν όσο το δυνατόν καλύτερα την αβυσσαλεότητα των Dead Congregation, οι οποίοι κατάφεραν να τραβήξουν την προσοχή και τα βλέμματα κάποιων, μιας και τα αυτιά βρίσκονταν ήδη ανάμεσα στα λάφυρά τους, θέλοντας και μη, ενώ για άλλους η ανυπομονησία να έρθουν σε επαφή με το folk στοιχείο, το βάπτισμα του πυρός και να γίνουν μάρτυρες της αρχέγονης μύησης γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη.

Τρίτο, τέταρτο, πέμπτο κομμάτι και οι συστάσεις θεωρήθηκαν περιττές από τη μπάντα, ενώ το ταξίδι χωρίς γυρισμό για τα highlands είχε δρομολογηθεί πια και ήταν πολύ αργά για δακρύβρεχτους αποχαιρετισμούς και δισταγμούς. Τα τέσσερα παλικάρια έφτυναν κανονικά αγνό death metal με μια σύγχρονη οπτική και έδωσαν σε όλους την εντύπωση πως έβαλαν τα δυνατά τους, θέλοντας να μας μετατρέψουν σε μύστες του ακατέργαστου deathcore. Δεν ξέρω όμως κατά πόσο αυτό επετεύχθη, όπως επίσης και αν ήταν το ιδανικό ξεκίνημα για ένα πολεμοχαρές, επικό live - εσείς που το ζήσατε θα είστε οι τελικοί κριτές. Εγώ πάντως έχω τις ενστάσεις μου, όπως και την απορία για την τύχη των Agnes Vein εκείνο το βράδυ.

Αφού τελείωσαν το λακωνικό set τους (σημειώστε πως δεν ακούστηκε λέξη από τα χείλη του τραγουδιστή τους προς το κοινό) έπειτα από τριάντα λεπτά, ένα εκκλησιαστικό «χαιρετισμικό» ιντερλούδιο κατέκλυσε τον χώρο και οι ετοιμασίες για την απαρχή του πολέμου και του ατελείωτου «χορού» ξεκίνησαν ευθύς αμέσως. «Άντρες, στα όπλα σας», σκέφτηκα και πήρα μια βαθιά ανάσα. Οι λιγοστοί οπαδοί των Mael Mordha έκαναν την ύστατη προσπάθεια να βρεθούν στις μπροστινές σειρές, μιας και ο κόσμος ήταν αρκετός πια και ο χώρος του κλαμπ έμοιαζε γεμάτος όπου κι αν κοιτούσε ανθρώπινο μάτι. Μπορεί να μην ήταν και πάρα πολλοί οι φίλοι του γκρουπ πριν το live, είμαι σίγουρη πάντως πως θα τους αναζητήσουν σχεδόν όλοι όσοι βρίσκονταν στην κατάμεστη αίθουσα εκείνο το βράδυ, καθώς η επιβλητική περιβολή, ο άρτιος ήχος και η καλοστημένη σύνθεσή τους δεν άφησαν και πολλά περιθώρια για το αντίθετο. Αυτό ακριβώς ονομάζεται επιτυχία για το support γκρουπ σε κάθε live: να «κλέψει» με κάποιο τρόπο λίγη από την δόξα και τους οπαδούς των headliners.

Και πραγματικά, οι Mael Mordha με τα γήινα μανδυωτά ρούχα, το πολεμοχαρές corpse paint στις αποχρώσεις της ιρλανδικής φυλής τους και τα παραδοσιακά πνευστά τους, το κατάφεραν. Τα ρολόγια μας έδειχναν δέκα λεπτά μετά τις δέκα, το σκηνικό στο Λιβάδι των Ταύρων, εν έτει 1014, ανάμεσα στους βασιλείς του Eire και του Leinster, Brian Boru και Mael Mordha αντίστοιχα, είχε στηθεί και η πενταμελής σύνθεση μάς είχε με το μέρος της. Οι επικές μελωδίες του πιο γνωστού ίσως κομματιού τους, "Winds Of One Thousand Winters" ξεπήδησαν με περισσή ευκολία μέσα από χειροκροτήματα και γυναικόπαιδα και άντρες άρχισαν να κουνούν ρυθμικά τα κεφάλια στον Gaelic doom, πολεμικό ρυθμό του. Η φωνή του Roibeard O' Bogail ήταν κάτι παραπάνω από ανατριχιαστική, ο ήχος πάρα πολύ καλός, οι μελωδίες της tin whistle του μας μετέφεραν χιλιάδες χρόνια πίσω, πάνω από εκείνον τον λόφο και η απόδοση του Έπους έγινε χωρίς συμβιβασμούς και διαπραγματεύσεις.

Ο αέρας ήδη έφερνε τη μυρωδιά του αίματος και του ιδρώτα του κατακτητή. Ο O' Bogail έκανε τις αναγκαίες συστάσεις, λέγοντας πως είναι η πρώτη τους επίσκεψη στη χώρα μας και μας ευχαρίστησε (στα ελληνικά όλα αυτά παρακαλώ), δείχνοντας απερίφραστα τον ενθουσιασμό αλλά και την αγωνία του για τη συνέχεια του show, ρωτώντας τα πλήθη αν θέλουν «some f...ing more». Οι καταιγιστικοί ήχοι του "Curse Of The Bard" πήραν τα ηνία και δεν έμεινε σβέρκος αλύγιστος. Στο τέλος και του δεύτερου κομματιού ήμουν πλέον πεπεισμένη πως ούτε ένας από όλους εμάς εκεί δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία για το τι εστί Mael Mordha και βάλαμε τα δυνατά μας για να τους το αποδείξουμε (κρατώντας βέβαια δυνάμεις και για την συνέχεια, if you know what I mean).

Το τρίτο κομμάτι ήταν κάτι νέο που έχουν παίξει λίγες φορές μέχρι σήμερα και ήμασταν από τους πρώτους τυχερούς που το άκουσαν, όπως μας αποκάλυψε ο Roibeard. Πρόκειται για έναν ύμνο για την Ιρλανδία, την κουλτούρα και τη χρυσή εποχή της και λέγεται "The Doom Of The Races Of Era", αν δε με απατούν η μνήμη και τα αυτιά μου, στο ύφος που μας έχουν συνηθίσει μέχρι σήμερα και σημειώστε το για τυχόν τσεκάρισμά του σε μελλοντική δουλειά τους. Τα μάτια μας εδώ έκλεψαν η κάθοδος του frontman στις πρώτες σειρές του κοινού, προκαλώντας πανικό κι ένα ατέλειωτο σπρωξίδι, και ο Dave Murphy (μπασίστας) με τις παρανοϊκές γκριμάτσες και τα καμώματα του και όσοι είχατε οπτική επαφή με τον εν λόγω κύριο, καταλαβαίνετε ακριβώς τι θέλω να πω.



"Pauper Of Souls" και "Realms Of Insanity" για τη συνέχεια και κάθε γωνιά του Underworld club γέμισε με Amorphis-ιακές μελωδίες (από "Elegy" εποχή), τέρποντας μελαγχολικά τις ψυχές μας και θυμίζοντας την μοναξιά και το τίμημα που πληρώνει κάθε ορκισμένος και αφοσιωμένος πολεμιστής στην πατρίδα του, ανεξάρτητα από χρώμα και φυλή, κάνοντας τη σπονδυλική μας στήλη να ξεκολλήσει αρκετές φορές από τα ραχιαία οστά της, συνοδεία του θλιμμένου σφυρίγματος της tin whistle.

Χειροκροτήματα, κι άλλα χειροκροτήματα και οι Ιρλανδοί καινούριοι φίλοι μας είχαν μπει για τα καλά μέσα στις καρδιές μας. «Ευχαριστώ πάρα πολύ Αθήνα» ακούστηκε από τα χείλη του O' Bogail και ο επίλογος βρισκόταν προ των πυλών. Αφού ευχαρίστησαν τους συν-αδελφούς Primordial που τους κάνουν την τιμή να τους συνοδέψουν σε αυτήν την περιοδεία, μας σύστησαν τα επόμενα δυο τραγούδια που θα έκλειναν τη live τους εμφάνιση, τα οποία περιλαμβάνονται ένα σε κάθε δίσκο τους και αφορούν και τα δυο την ίδια μάχη που εκτυλίχθηκε πριν πολλά χρόνια, σύμφωνα με την ιρλανδική παράδοση, την «Good Friday» του 1014, στο Λιβάδι των Ταύρων, τα "Gealtach Mael Mordha" και "Cluain Tarbh", όπου και ο πιο δύσπιστος γονάτισε και υπό τον διαπεραστικό ήχο του κέρας του O' Bogail, μας αποχαιρέτησαν εμφανώς ευχαριστημένοι από τον εναγκαλισμό του κόσμου στο πρόσωπό τους.

Ήταν πια γεγονός: ο βασιλιάς του Leinster είχε νικήσει τον Boru και τα πρωτοπαλίκαρα του, με εμφανή πάνω τους τα σημάδια της μάχης, μπορούσαν πια να επιδοθούν σε βαρβαρότητες που το ήθος τους όμως δεν τους επέτρεπε. Αντ' αυτού, υποκλίθηκαν ευγενικά, ευχαρίστησαν για ακόμη μια φορά τα ξεσηκωμένα και αλλόφρονα πλήθη που βρίσκονταν στην καταπράσινη Ιρλανδία πια και τα σαράντα λεπτά που μας χάρισαν ανήκαν πια στην μουσική μας ιστορία. Μπορεί μια μάχη να έβγαλε νικητή, περιμέναμε όμως να δούμε ποιος θα ήταν ο νικητής του Πολέμου, μιας και η βραδιά δεν είχε λάβει τέλος - οι νυχτερινές σάλπιγγες δεν είχαν σημάνει ακόμη. Ζήτω ο Βασιλιάς του Leinster, ζήτω ο Mael Mordha!

"...What a day, what a day. Blood fills the rock pools. The dead drift away".


22:20 - 23:50...

Οι νυχτερινές σάλπιγγες θα σήμαιναν μια και καλή. Είχε έρθει η ώρα τους, η ώρα της μεταμόρφωσης, η ώρα που ο αιματοβαμμένος Πολεμιστής και οι σύντροφοί του θα ανέβαιναν στο πεδίο της μάχης προκειμένου να μας πάρουν το σκαλπ...

«Athinaaa, raise your hands for me!». Και τα χέρια και τα πόδια μεγάλε μου θα σηκώσουμε, γεννηθήτω το θέλημά Σου με τέτοια εισαγωγή. Όταν η συναυλία ξεκινάει με το "Empire Falls" κι όλο το club αντηχεί από το "...Where Is The Fighting Man", απλά δε μπορεί να κυμανθεί μόνο σε καλό επίπεδο.



Ο Alan Averil (Nemtheanga) είναι ένας πολύ ξεχωριστός performer που καλώς ή κακώς -καλώς κατ' εμέ- τραβάει πάνω του όλα τα φώτα της δημοσιότητας σε σχέση με τα υπόλοιπα μέλη της μπάντας. Ο άβαφτος τύπος που γύρω στις 21:00 μάζευε μπουκάλια μπύρας έξω από το Underworld για να τα πετάξει στο γνωστό κάλαθο, ήταν τώρα μπροστά μας και παρακινούσε το αλαφιασμένο πλήθος να ακολουθήσει τις ορδές του. Ένα απειροελάχιστο κούνημα του χεριού του ήταν αρκετό να διώξει τις όποιες αναστολές μας και να τον ακολουθήσουμε στα λιβάδια της Ιρλανδίας και το κούνησε αρκετές φορές το άτιμο.

Δε θα μπω στον πειρασμό να σχολιάσω τα πιστεύω του, πολιτικά και μη, δε μ' ενδιαφέρει άλλωστε από τη στιγμή που δεν προσπαθεί να προκαλέσει. Η μεταδοτικότητα και η θεατρικότητα του ανθρώπου αυτού είναι το ζητούμενό μου και ήταν ομολογουμένως συγκλονιστική. Τα υπόλοιπα μέλη των Primordial έδειχναν να έχουν καταλάβει το ρόλο τους και περιορίστηκαν αυστηρά στο μουσικό κομμάτι, αφήνοντας τον Alan να αλωνίζει πάνω στη σκηνή.

Παρατηρώντας το βλέμμα του, συνειδοτοποίησα πως αν μη τι άλλο είναι αληθινός πέρα για πέρα και μόλις κατάφερα να ξεκολλήσω από πάνω του, αντιλήφθηκα την άριστη απόδοση της μπάντας. Βοηθούμενοι σε μεγάλο βαθμό από τον ήχο, απέδωσαν τα τραγούδια τους με αξιομνημόνευτη επιτυχία, σε σημείο τέτοιο που ήρθαν σε σύγκριση με τους Μεγάλους: «Αν έπαιζαν live οι Bathory, κάπως έτσι θα ακούγονταν...». Αν και δε θα το μάθουμε ποτέ αυτό, νομίζω πως δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα.

Η ώρα των αφιερώσεων έχει φτάσει και το "Song Of The Tomb" παίζει για τις support μπάντες και το διοργανωτή. Φίλε Alan, τα παληκάρια που σφάζονταν χωρίς σπαθιά αλλά με κλωτσομπουνίδια στα πόδια σου, άξιζαν κι αυτά μια αφιέρωση, αλλά θαρρώ πως δε σου κρατάνε κακία. Τα «Μπράβο ρεεε» που ακούγονταν συνεχώς και τα «Ωωωωωω - Ωωωωωω» στο "As Rome Burns" μαρτυρούν του λόγου το αληθές άλλωστε.

"About 150 years ago..." ξεστομίζει ο Alan και μονομιάς όλοι παίρνουμε πρέφα το τι θα ακολουθήσει φωνάζοντας "Coffin Shiiiiips"! Η στιγμή που προσωπικά περίμενα περισσότερο από κάθε άλλη σ' αυτό το live στέκεται μπροστά μου και περιμένει ν' αντιδράσω αλλά δε μπορώ: Έχω ανατριχιάσει ολόκληρος και εν χορώ ακούγεται "Young hearts born with grief...". Τα στοιχήματα δίνουν και παίρνουν: Ποιος θα δακρύσει πρώτος; Εγώ ή αυτός;

"It feels like I've been here before
Here to where the animals lay down to die
So we stood alone on a distant store
Our broken spirits in rags and tatters"

Aλλά δε λυγίζω, σε αντίθεση με τον Alan που τα βουρκωμένα μάτια του τον έχουν προδώσει. «We want more, we want more» φωνάζει το πλήθος, ενώ η μπάντα δεν έχει αποχωρήσει ακόμα και η απάντηση είναι άμεση: «You were supposed to be more dramatic, the doors are still locked!»

Έχει περάσει μία ώρα και κάτι, άπαντες είμαστε σε στάση αναμονής περιμένοντας να τον σιγοντάρουμε εκ νέου με τις απολαυστικές γαϊδουροφωνάρες μας:

«From the frozen Baltic
I watched sunrise over Athena
Walked the battlefields of Flanders
And saw duskfall at Cintra»

H riffάρα ακούγεται πενταθάκαρα όπως και το παραλήρημα / μεγάλη αλήθεια του διπλανού μου: «Πω πωω ρε μ...κα!». Φαίνεται όμως οι μπροστινοί μου έχουν κι άλλα αποθέματα δύναμης που τα διοχετεύουν στο "Gods To The Godless", την ίδια ώρα που ακόμα προσπαθώ να μαζέψω τα κομμάτια μου. Τι κι αν είμασταν προετοιμασμένοι, τέτοιο σοκ και δέος δεν τα συναντάς εύκολα τη σήμερον ημέρα, πόσο μάλλον και σε τέτοια τιμή. Η τρίτη επίσκεψη των Primordial στη χώρα μας θαρρώ πως ήταν και η καλύτερη, αλλά ελπίζουμε πάντα και για ακόμα καλύτερα. Ποια είναι αυτά; Η επόμενη φορά...

Το τέλος της μάχης άφησε αρκετά πτώματα κι όσοι επιζήσαμε αναρωτιόμασταν τι κάναμε να αξίζουμε τέτοιας μεταχείρισης. Μήπως είναι πως όσοι αγαπάμε αυτήν τη μπάντα έχουμε ιρλανδικές ρίζες ή μήπως πάλι ο Alan είναι μισός Έλληνας; Και τα δύο μου κάνουν και με το παραπάνω. Ποτέ μια πολεμική ανταπόκριση δεν ήταν τόσο υπέροχα αιματοκυλισμένη... Εις το επανειδείν φίλοι μας!



Set List:
Empire Falls / Gallows Hymn / Sons of The Morrigan / Autumn's Ablaze / As Rome Burns / Song of the Tomb / No Nation on This Earth / The Coffin Ships / Heathen Tribes
Encore: Gods to the Godless / The Burning Season

  • SHARE
  • TWEET