Συνέντευξη: Hooverphonic

Από τον Μανώλη Γεωργακάκη, 19/06/2008 @ 05:36
Ο πολυμήχανος εγκέφαλος των Hooverphonic, ο απολαυστικά φλύαρος μπασίστας / τραγουδιστής Alex Callier, μίλησε στο Rocking.gr, μία μέρα πριν την πρόσφατη συναυλία τους στην Αθήνα. Ο Βέλγος μουσικός ξεστόμισε τις πιο πλήρεις απαντήσεις με τον πιο απολαυστικό τρόπο, ενώ η συνέντευξη μετατράπηκε σε μια ατέλειωτη φιλική μουσική συζήτηση, που δεν κατέγραψε η μηχανή, και κατά την οποία ομολόγησε την ελαφρά απογοήτευσή του σε σχέση με τον καινούριο δίσκο των Portishead, το «κόλλημά» του με τον τελευταίο δίσκο των Radiohead, το ενδιαφέρον του για το στυλ των MGMT, αλλά και τη διάθεσή του να γίνει ο «διεθνής υποστηρικτής» του καναδού Besnard Lakes. Διαβάστε όμως τί είπε, επί της ουσίας...

Πώς αισθάνεσαι που επιστρέφεις στην Ελλάδα;
Πραγματικά, πολύ όμορφα. Πάει καιρός από την τελευταία φορά. Δύο χρόνια;

Ναι.
Είναι πάντα πολύ ευχάριστο να ερχόμαστε στην Ελλάδα, γιατί το vibe του κοινού είναι θαυμάσιο, το ομολογώ. Οι καλύτερες συναυλίες μας είναι στην Ελλάδα, στην Μπρατισλάβα, στην Ιταλία κλπ. Είναι εντελώς κλισέ, αλλά το κοινό σε αυτές τις πιο νότιες χώρες είναι πιο ενθουσιώδες. Για να σου δώσω ένα παράδειγμα, είχαμε παίξει στην Ισπανία, μία μέρα στη Βαρκελώνη και μία στο Σαν Σεμπαστιάν, δηλαδή μια μέρα στο νότο και μια μέρα στο βορά, και υπάρχει μεγάλη διαφορά. Ως μουσικός, όσο περισσότερη ενέργεια δέχομαι, τόσο περισσότερη δίνω πίσω, ώστε να μου ξαναέρθει ακόμη περισσότερη... Είναι βασικά ένας cercle vicieux, όπως λέμε στα γαλλικά (σ.σ. «φαύλος κύκλος», αλλά προφανώς το εννοεί με την καλή έννοια). Πραγματικά το απολαμβάνω. Το μόνο μειονέκτημα, στη Ελλάδα, είναι πως η Αθήνα δεν είναι η πιο καθαρή πόλη και μου πέφτει λίγο βαριά στους πνεύμονες. Αλλά μου αρέσει η έλλειψη άγχους και η ευχάριστη διάθεση εδώ.



Μπορείς να βάλεις μια ταμπέλα στη μουσική σας;
Όχι! (γελάει) Για να σου δώσω μια ιδέα, πριν δύο βδομάδες παίζαμε στη Βιέννη και κάποια στιγμή φώναξα στο κοινό: «fuck trip-hop». Την επομένη, ένας τύπος, πραγματικά σοκαρισμένος, έγραψε στην ιστοσελίδα μας: «πώς τολμάει να το λέει αυτό;». Ευτυχώς, ένας άλλος οπαδός απάντησε στη θέση μου – δεν χρειάστηκε καν να το κάνω εγώ – και είπε πως δεν εννοούσα ότι δεν μου αρέσει το trip-hop, αλλά ότι θεωρώ πως είναι πολύ περιορισμένο και είναι απλά μόνο ένα στυλ, ενώ οι Hooverphonic ανακατεύουν πολλά στυλ μεταξύ τους. Αν πρέπει να βρω μια ταμπέλα για τη μουσική μας, θα έλεγα πως είναι κάτι ανάμεσα στην pop και το soundtrack. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος να την περιγράψω. Υπάρχει πάντα ένα ατμοσφαιρικό στοιχείο, που είναι πολύ σημαντικό στις μουσικές επενδύσεις των ταινιών, αλλά ταυτόχρονα υπάρχει πάντα και η αίσθηση του τραγουδιού με στίχους και κάποιο «πιασάρικο» στοιχείο. Κάθε άλμπουμ είναι διαφορετικό. Το τελευταίο άλμπουμ ήταν λίγο πιο σκοτεινό και κατά κάποιο τρόπο ήταν λιγότερο «προφανές», λιγότερο «εύκολο» από τα προηγούμενα. Το πρώτο άλμπουμ ήταν πιο ηλεκτρονικό, ας πούμε. Μας αρέσει η ποικιλία και τα γούστα μας καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα, οπότε προσπαθούμε να απορροφήσουμε πολλά διαφορετικά πράγματα και να τα βάλουμε στους δίσκους μας. Φαντάζομαι πως αυτό είναι το δυσκολότερο πράγμα για έναν οπαδό των Hooverphonic. Πρέπει να είναι ικανός να μας ακολουθήσει από τη μια άκρη στην άλλη. Καμιά φορά αυτό συμβαίνει ακόμα και μέσα στο ίδιο άλμπουμ, όπως στο “Jackie Cane”, που κινείται από το “Human Interest” και το “The World Is Mine”, που είναι καθαρά pop, μέχρι το “Jackie’s Delirium”, που είναι ένα περίεργο ψυχεδελικό όνειρο και μέχρι το “Shampoo”, που μοιάζει με σκοτεινή εισαγωγή σε ταινία. Έχουμε και εσωστρεφή θλιμμένα κομμάτια. Κινούμαστε ανάμεσα στο πολύ σκοτεινό και στο πολύ κεφάτο, ανάμεσα στο πολύ pop και στο πολύ εναλλακτικό, μέσα στον ίδιο δίσκο. Αυτή είναι η τρέλα των Hooverphonic. Οι περισσότεροι από τους οπαδούς μας αρέσκονται σε όλα όσα κάνουμε, συνεπώς είναι μάλλον ανοιχτόμυαλοι. (γελάει) Είναι καλό αυτό, γενικότερα, στη ζωή.

Το καινούριο σας άλμπουμ λέγεται “The President Of The LSD Golf Club”. Πώς σκεφτήκατε αυτόν τον τίτλο;
Είναι μια πολύ αστεία ιστορία. Ο τύπος υπάρχει στην πραγματικότητα! Ναι, υπάρχει «Πρόεδρος του LSD Golf Club». Τον συνάντησα στο Σαν Φρανσίσκο, ήταν ταξιτζής. Η ιστορία έχει ως εξής: Μπήκα σε ένα ταξί, στο Σαν Φρανσίσκο, λίγο μετά το τέλος του soundcheck, γιατί είχα ξεχάσει το κουστούμι μου στο ξενοδοχείο. Ο οδηγός ήταν φτυστός ο David Crosby. Πραγματικά! Κρεμαστή μουστάκα, μακριά γκρι μαλλιά, όχι «πολύ αδύνατος» (τοποθετεί τα χέρια του σαν να κρατάει μια τεράστια κοιλιά), πιθανότατα βετεράνος του Βιετνάμ. Του έπιασα κουβέντα, γιατί είμαι πολύ κοινωνικός. Στην αρχή έψαχνα για κάμερες, γιατί σκέφτηκα πως ίσως πρόκειται για κάποια τηλεοπτική εκπομπή με κρυμμένες κάμερες. Ένας σωσίας του David Crosby, οδηγός ταξί και έρχεται να πάρει εμένα; Δεν βρήκα κάμερες, οπότε άρχισα τη συζήτηση. Ξεκίνησα να μιλάω για τις εκλογές, νομίζω, και είπα : «Εσύ ως Αμερικάνος...». Ο τύπος με διακόπτει αμέσως και μου λέει: «Άκου φίλε! Εγώ δεν είμαι Αμερικάνος, είμαι από το Σαν Φρανσίσκο, ο πατέρας μου, ο παππούς μου, ο προπάππους μου, όλοι ζούσαν στο Σαν Φρανσίσκο». Με έκοψε απότομα και ο τόνος του είχε μια κάποια αγένεια, που με σόκαρε. Σκέφτηκα, «Ωχ! Δεν αρχίσαμε καλά...». Έψαχνα να βρω τί να πω ή τί να τον ρωτήσω, ώστε να κατευνάσω λίγο τη συζήτηση. Η μόνη ιδέα που μου ήρθε – και αποδείχτηκε πολύ καλή – ήταν να πω: «Μάλιστα... Άρα έζησες το Σαν Φρανσίσκο της δεκαετίας του 60;». Με ένα τεράστιο χαμόγελο στα χείλη, μου απάντησε: «Άκου φίλε! Η δεκαετία του 60 ήταν wild!». Δεν μπορούσα να γελάσω γιατί θα φαινόμουν αγενής. Πέρασαν πέντε λεπτά σιωπής και ξαφνικά, από το πουθενά, μου λέει: «Ξέρεις κάτι; Εκείνη την εποχή, ήμουν ο Πρόεδρος του LSD Golf Club». Έμεινα άφωνος. «Κάθε Τρίτη παίρναμε πολύ acid και μετά πηγαίναμε να παίξουμε γκολφ. Όταν βγήκα από το ταξί, πλήρωσα τον τύπο πολύ περισσότερο από ό,τι έπρεπε, μπήκα στο λόμπι του ξενοδοχείου και με έπιασε νευρικό γέλιο για δέκα λεπτά. Όλοι θα νόμιζαν πως είμαι τρελός. Όταν επέστρεψα στον συναυλιακό χώρο, διηγήθηκα σε όλους την ιστορία και όλοι έλεγαν πως είναι τελείως σουρεαλιστικό. Θέλαμε να χρησιμοποιήσουμε τον τίτλο για τον δίσκο “The Magnificent Tree”. Όταν το δουλεύαμε, ο τίτλος του ήταν “The President Of The LSD Golf Club”. Βέβαια, τότε είχαμε υπογράψει με τη Sony, που είναι μια μεγάλη δισκογραφική, και εφόσον τα ναρκωτικά δεν είναι politically correct, δεν μας επέτρεπαν να κυκλοφορήσουμε το άλμπουμ με αυτόν τον τίτλο. Για αυτό το λόγο έμεινε στο συρτάρι για κάμποσο καιρό και τώρα, που ετοιμάζαμε αυτό το άλμπουμ, είπαμε: «Αυτό πρέπει να λέγεται “The President Of The LSD Golf Club”». Είναι σίγουρα πιο κατάλληλος τίτλος για αυτό το άλμπουμ, από ό,τι θα ήταν για το “The Magnificent Tree”.

Υπό ποίες συνθήκες τελείωσε η συνεργασία σας με την Sony;
Αυτό είναι ένα δύσκολο θέμα. Ας το θέσω ως εξής. Ήμασταν δέκα χρόνια στη Sony και αυτά τα δέκα χρόνια ήταν καλά. Είχαμε μια καλή επαφή με τη Sony του Βελγίου και τη Sony International. Περάσαμε καλές στιγμές μαζί τους. Αλλά αργότερα έγινε η συγχώνευση της Sony με τη BMG. Αυτό που συμβαίνει συχνά στις συγχωνεύσεις, είναι πως πολλοί εργαζόμενοι απολύονται. Βρεθήκαμε λοιπόν σε μία εταιρία που όλοι εκείνοι με τους οποίους δουλεύαμε έφυγαν ή απολύθηκαν. Εκείνη την εποχή, μόλις είχαμε τελειώσει την ηχογράφηση του “No More Sweet Music”. Το κυκλοφορήσαμε τον Νοέμβριο στο Βέλγιο, θα κυκλοφορούσε στην υπόλοιπη Ευρώπη τον Ιανουάριο και όλα έδειχναν να πηγαίνουν καλά. Γύρω στις Χριστουγεννιάτικες διακοπές, μας τηλεφώνησαν και μας είπαν πως αυτό ήταν το τελευταίο άλμπουμ που ήμασταν υποχρεωμένοι να ηχογραφήσουμε για την εταιρία τους και πως αν δεν υπογράφαμε για άλλα δύο με option, δε θα έκαναν τίποτα για να το προωθήσουν. Αυτό μας ακουγόταν σαν εκβιασμός. Δεν είναι ο πιο κατάλληλος τρόπος να φέρεσαι στους συνεργάτες σου. Αισθανθήκαμε πως είχαμε αρχίσει να χάνουμε την υποστήριξη της εταιρίας. Ξέρεις είναι ένα παράξενο φαινόμενο. Όταν κάποιος σε μια δισκογραφική έχει υπογράψει μερικές μπάντες και απολυθεί, ο «καινούριος» προσπαθεί να ξεφορτωθεί τις μπάντες του προκατόχου του και να βάλει τις δικές του μπάντες στην εταιρία. Είναι παράξενο. Το γεγονός ότι κάποιος φεύγει δεν σημαίνει πως είχε υπογράψει μόνο σκουπίδια! Το πόσο έντονα λειτουργούν οι εγωισμοί, σε ένα τέτοιο περιβάλλον, είναι απίστευτο. Μετά από όλα αυτά τα χρόνια, μερικές φορές, έχω την αίσθηση πως αυτοί, που δουλεύουν στις δισκογραφικές, έχουν μεγαλύτερο εγωισμό από τους ίδιους τους καλλιτέχνες. Και σκέψου πως οι καλλιτέχνες συνήθως έχουν πολύ μεγάλο εγωισμό, στο λέω. Τέλος πάντων, εμείς αποφασίσαμε πως αν λειτουργούν έτσι, με τη μέθοδο του εκβιασμού, πρέπει να πούμε «όχι, ευχαριστώ, χες το, δεν υπογράφουμε» και έτσι κι εκείνοι μας απάντησαν «άντε γαμηθείτε, δεν θα προωθήσουμε το άλμπουμ σας» και αυτό ήταν το τέλος της ιστορίας του “No More Sweet Music”. Είναι κρίμα γιατί ήταν ένα καλό άλμπουμ, ένα πολύ καλό pop άλμπουμ. Κράτησαν την υπόσχεσή τους και δεν έκαναν τίποτα. Επιπλέον, από όσο μάθαμε, μας μποϊκόταραν επίτηδες, στην Ολλανδία. Ο εκδότης μιας πολύ μεγάλης εφημερίδας, που είναι φίλος μας, μας είπε: «Κρίμα που δεν μπορούσατε να κάνετε μια συνέντευξη για την εφημερίδα μας». Του είπα: «Γιατί το λες αυτό; Εμείς ήμασταν διαθέσιμοι.» και μου απάντησε: «Όχι, η Sony μας είχε πει πως δεν έχετε χρόνο». Αυτό ήταν πολύ βρώμικο μποϊκοτάζ. Οπότε, σκεφτήκαμε πως είμαστε αρκετά ανεξάρτητοι οικονομικά ώστε να ηχογραφήσουμε από μόνοι μας ένα άλμπουμ, χωρίς τη βοήθεια μιας δισκογραφικής, και έτσι φτιάξαμε το “ The President Of The LSD Golf Club ”. Το κυκλοφορήσαμε μέσω του δικού μας label στο Βέλγιο και για την υπόλοιπη Ευρώπη ζητήσαμε από την PIAS να το κάνει για μας. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος, γιατί μπορείς ο ίδιος να έχεις τον έλεγχο για τα πάντα. Πρέπει να πω πως στο παρελθόν, με τη Sony, ως προς τη μουσική μπορούσαμε να κάνουμε πραγματικά ό,τι θέλαμε. Ποτέ δεν επενέβησαν στη μουσική. Αυτό είναι κάτι πολύ καλό. Το να έχεις συμβόλαιο με μία από τις μεγάλες δισκογραφικές και να μην έχεις έναν ENR να μπλέκεται παντού, είναι πολύ καλό. Αλλά σε ό,τι αφορούσε στα εξώφυλλα και τα βίντεο κλιπ, υπήρχε πάντα παρέμβαση από τη δισκογραφική. Ποτέ δεν μας επέτρεπαν να κάνουμε ακριβώς αυτό που θέλαμε. Γινόταν πάντα τσακωμός και καταλήγαμε σε κάποια συμβιβαστική λύση. Σε αυτό το άλμπουμ δεν υπήρξε κανένας συμβιβασμός. Κάναμε ακριβώς αυτό που θέλαμε. Ίσως αυτό σοκάρει κάποιους που είχαν συνηθίσει άλμπουμ όπως το “Magnificent Tree”. Το καινούριο έχει ένα σκοτεινό εξώφυλλο, όλα τα βίντεο είναι ασπρόμαυρα και είναι κάπως indie. Για μας είναι κάτι που ανέκαθεν θέλαμε να κάνουμε. Βέβαια, αυτό δεν σημαίνει πως για το επόμενο άλμπουμ δε θα υπογράφαμε με την Universal, ας πούμε. Δεν ξέρουμε. Αν το επόμενο άλμπουμ έχει την ίδια indie κατεύθυνση, μάλλον θα ακολουθήσουμε την ίδια μέθοδο. Αν είναι πιο pop, ίσως θα έπρεπε να απευθυνθούμε σε μια μεγάλη δισκογραφική. Είναι όπως με τα παιδιά. Αν έχεις δύο παιδιά, δεν είναι ανάγκη να τα πηγαίνεις στο ίδιο σχολείο. Μπορεί το ένα παιδί να είναι πολύ έξυπνο και να χρειάζεται συνεχείς προκλήσεις, συνεπώς το πηγαίνεις σε ένα πολυτελές σχολείο, υψηλού επιπέδου. Μπορεί όμως το άλλο να έχει προβλήματα στην ακοή και να χρειάζεται μια πιο προσωπική διδασκαλία. Συμβαίνει το ίδιο με τα άλμπουμ. Αυτό το τελευταίο ήταν ένα indie άλμπουμ και έπρεπε να κυκλοφορήσει από μια ανεξάρτητη εταιρία.



Κατά πόσο ελέγχετε τη χρήση που γίνεται στη μουσική σας, σε ταινίες, διαφημίσεις και τηλεοπτικές σειρές;
Το ελέγχουμε πλήρως. Εμείς αποφασίζουμε τί θέλουμε και τί όχι. Βέβαια, ως προς αυτό, δεν το ψειρίζουμε όσο άλλες μπάντες, που θεωρούν ότι η μουσική τους παραείναι καλή για να χρησιμοποιηθεί εδώ κι εκεί. Όμως, δεν θα επιτρέπαμε ποτέ να χρησιμοποιηθεί από πολιτικά κόμματα, κλπ. Θα λέμε πάντα «όχι». Από την άλλη, μερικές φορές πρέπει να αφήσεις τη μουσική σου να «φύγει». Είναι σαν τα παιδιά. Τα μεγαλώνεις εσύ, αλλά κάποια στιγμή γίνονται 18 χρονών και δεν πρέπει να τα ελέγχεις τόσο πολύ. Συμβαίνει το ίδιο με τις διασκευές. Μερικοί με ρωτούν αν με ενοχλεί το γεγονός ότι η Sarah Brightman διασκεύασε το “Eden”. (ξεφυσάει) Δεν πιστεύω πως έφτιαξε την καλύτερη έκδοση του τραγουδιού, αλλά είναι ενδιαφέρον να δει κανείς τί έκανε με το τραγούδι μας. Υπάρχει μια κινέζικη εκδοχή του “Mad About You”! (γελάει) Ήταν ενδιαφέρον για μένα να την ακούσω, γιατί ήταν στα κινέζικα. Προσπαθώ να μην μπαίνω στα πόδια της μουσικής μου. Όταν κυκλοφορήσει την αφήνω να έχει τη δική της ζωή, για να δω τί θα συμβεί. Είναι ευχάριστο να δεις τί κάνει κάποιος με τι μουσική σου, ακόμα κι αν πρόκειται για την επένδυση μιας ταινία ή μια διαφήμισης. Δεν είμαι τόσο αλαζόνας, ώστε να πιστεύω πως φτιάχνω τόσο «υψηλή τέχνη» και πως κανείς δεν έχει δικαίωμα να την αγγίζει. Είναι απλά pop μουσική, δεν χρειάζεται να κάνουμε τόση φασαρία. Μερικοί πιστεύουν ότι είναι οι μεγαλύτεροι καλλιτέχνες που υπάρχουν. Εμείς απλά φτιάχνουμε όμορφη μουσική και ελπίζουμε να αρέσει στον κόσμο, να τον αγγίξει και να τον συγκινήσει. Αυτό είναι που έχει σημασία. Τα υπόλοιπα είναι χαζομάρες.

Ποιά είναι η θέση σου σχετικά με το γεγονός ότι όλο και περισσότερος κόσμος «κατεβάζει» παράνομα μουσική από το διαδίκτυο;
Τί να σκεφτεί κανείς για αυτό; Είναι ένα δύσκολη η κατάσταση. Σημασία, πάνω από όλα, έχει η ισορροπία. Οι άνθρωποι γενικά δεν καταφέρνουν να εξισορροπήσουν τις καταστάσεις. Για να σου δώσω μια ιδέα, στο Βέλγιο παλιότερα, οι πολίτες που χρησιμοποιούσαν το ποδήλατο ως μεταφορικό μέσο, ήταν τελείως απροστάτευτοι απέναντι στην επιθετική οδήγηση των αυτοκινήτων. Ξαφνικά, βγήκε ένας νόμος που τους προστατεύει υπερβολικά. Αν οδηγείς ένα ποδήλατο και πέσεις πάνω σε ένα αυτοκίνητο επίτηδες, ο οδηγός του αυτοκινήτου θα θεωρείται και πάλι υπεύθυνος για το χτύπημά σου. Αυτή η λογική «απαγόρευσης» και υπερπροστασίας, από το ένα άκρο στο άλλο, είναι συνήθης στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Αν ο κόσμος «κατέβαζε» παράνομα λίγη μουσική και πάραυτα συνέχιζε να αγοράζει δίσκους, αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα. Θα θυμάσαι ότι παλιότερα πολλοί αντιγράφανε κασέτες και ίσως όταν χαλάγανε πήγαιναν να αγοράσουν το αντίστοιχο άλμπουμ. Το πρόβλημα σήμερα είναι η έλλειψη ισορροπίας. Πολλοί πλέον «κατεβάζουν» μόνο παράνομα και δωρεάν και δεν αγοράζουν καθόλου δίσκους. Το πρόβλημα είναι ότι κι εγώ πρέπει να πληρώσω τους λογαριασμούς μου και το νοίκι μου κλπ. Για να είμαι ειλικρινής, για μας η κατάσταση είναι βιώσιμη ακόμα, συνεπώς δεν είμαι εγώ αυτός που θα παραπονεθεί πιο έντονα από όλους. Για τις νεαρές μπάντες από την άλλη, γίνεται όλο και πιο δύσκολο να καταφέρουν να φτιάξουν μια καριέρα. Αν δεν υπάρχουν κέρδη, κανείς δεν θέλει να πάρει το ρίσκο και να επενδύσει χρήματα σε μια νεαρή μπάντα και να τους δώσει τη δυνατότητα να τα καταφέρουν. Είναι κατά κάποιο τρόπο όπως στον τομέα των φαρμάκων. Υπάρχουν καινούρια φάρμακα, τα οποία είναι πιο ακριβά από τα λεγόμενα αντίγραφα φάρμακα. Τώρα όλοι μας λένε να αγοράζουμε τα αντίγραφα φάρμακα, γιατί είναι πιο φθηνά. Ακόμα και η κυβέρνηση το λέει στο Βέλγιο. Μετά όμως σκέφτεσαι, καλά όλα αυτά, αλλά τα πρωτότυπα φάρμακα είναι πιο ακριβά γιατί οι εταιρίες που τα παράγουν πρέπει να επενδύσουν στην έρευνα. Οι υπόλοιποι δεν κάνουν έρευνα, απλά περιμένουν να λήξει η προστασία της ευρεσιτεχνίας για να παράγουν αντίγραφα φάρμακα. Αν πεις σε όλους να αγοράζουν τα φθηνά αντίγραφα φάρμακα, πού θα βρεθούν τα χρήματα για να γίνει νέα έρευνα; Σχετικά με τη μουσική, υπάρχουν αναλογίες, ξέρεις. Για αντίστοιχο του κόστους της «έρευνας», στον τομέα της μουσικής, είναι απαραίτητο να βγαίνουν χρήματα. Πολλοί μου ζητούν να αναλάβω την παραγωγή σε δίσκους νέων συγκροτημάτων στο Βέλγιο. Στο λέω, πραγματικά, ο προϋπολογισμός τους είναι μη-δα-μι-νός, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, γαμώ το. Φυσικά μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα στο σπίτι, με τον υπολογιστή κλπ, αλλά η ποιότητα δεν είναι η ίδια πια. Συνεπώς, η θέση μου για το όλο θέμα ορίζεται από ανάμεικτα συναισθήματα. Φυσικά είναι ωραίο το να έχεις τη δυνατότητα να ανακαλύπτεις καλλιτέχνες και να «κατεβάζεις» τη μουσική τους, για να δεις αν σου αρέσει. Από την άλλη πλευρά όμως, ζούμε σε έναν κόσμο όπου υπερισχύει ο οπορτουνισμός και ο καθένας σκέφτεται μόνο τον εαυτό του. Αν αύριο μπορούσες να κλέψεις ψωμί χωρίς να σε πιάσουν, πιθανότατα όλοι θα άρχιζαν να κλέβουν ψωμί, και αν μπορούσες να κλέβεις καύσιμα ανενόχλητος, όλοι θα το έκαναν. Για αυτό η αναρχία, που μοιάζει να είναι ένα όμορφο θεωρητικό μοντέλο λειτουργίας, δεν μπορεί να γίνει πράξει. Γιατί οι άνθρωποι δεν είναι αρκετά πειθαρχημένοι ώστε να σεβαστούν ο ένας τον άλλο. Δεν μου αρέσει να μιλάω για αυτό. Είναι πολύ περίπλοκο θέμα. Αλλά βλέπεις ότι ήδη μιλάω για αυτό εδώ και δέκα λεπτά και δεν έχω καν ασχοληθεί με το ποιος φταίει. Αυτός που «κατεβάζει» ή αυτός που του δίνει τη δυνατότητα να «κατεβάζει»; Είναι τόσο περίπλοκο θέμα, που θα μπορούσαμε να κάνουμε πολλές ολόκληρες συνεντεύξεις μόνο για αυτό. Δεν ξέρω τί να σκεφτώ. Είναι θλιβερό να βλέπεις τις πωλήσεις σου να μειώνονται στο μισό, ενώ στις συναυλίες έρχεται ο ίδιος κόσμος και το ραδιόφωνο συνεχίζει να παίζει τα κομμάτια σου. Όσο και να παραπονιόμαστε, δεν ξέρουμε αν αυτό μπορεί να αλλάξει κάτι. Πρέπει ίσως να εξελιχθούμε σύμφωνα με την τάση της εποχής και να ελπίσουμε ότι οι γενικές άδειες μπορούν να λειτουργήσουν. Δηλαδή, ο κόσμος να πληρώνει υποχρεωτικά ένα ποσό για τη μουσική στο διαδίκτυο, όπως για τη δορυφορική τηλεόραση, και μετά τα χρήματα να μοιράζονται στους καλλιτέχνες με κάποιο τρόπο. Αυτό ίσως θα μπορούσε να είναι μια λύση. Λέω «ίσως»! Δεν «πυροβολώ» αυτούς που «κατεβάζουν». Αφού κανείς δεν τους σταματάει, δεν τους ενημερώνει, δεν τους ελέγχει, προφανώς θα συνεχίσουν. Είναι θέμα των πολιτικών πλέον. Το διαδίκτυο είναι ένα καινούριο μέσο και πάντα υπάρχουν νέα προβλήματα με κάθε καινούριο μέσο.

Ποιά είναι η γνώμη σου σχετικά με την πρόσφατη πολιτική κρίση στο Βέλγιο;
Πιστεύω πως είναι κρίμα ο κόσμος να είναι τόσο στενόμυαλος. Εγώ δεν αισθάνομαι ούτε Βαλόνος, ούτε Φλαμανδός, αισθάνομαι Βέλγος. Για μια τόσο μικρή χώρα, που είναι μέλος μιας Ευρωπαϊκής κοινότητας, πόσο χαζό μοιάζει το να θέλουμε να τα χωρίσουμε όλα; Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί κάποιοι έχουν τόσο ακραία σκέψη. Είναι πολύ κακό για τη χώρα μας. Αυτή τη στιγμή επικρατεί τόσο μεγάλη αστάθεια, που οι ξένοι επενδυτές έχουν αρχίσει να φεύγουν και η οικονομία καταστρέφεται. Και αυτό, γιατί; Γιατί κάποιοι λένε «είμαι Βαλόνος» ή «είμαι Φλαμανδός» και «δεν θέλω να σου δώσω τίποτα εσένα, και δεν θέλω να μου δώσεις τίποτα εσύ». Υπάρχουν πέντε Βουλές στο Βέλγιο. Για να είμαι ειλικρινής, πιστεύω πως οι τέσσερις περισσεύουν. Για μια τόσο μικρή χώρα, μια μόνο Βουλή αρκεί. Όλα στο Βέλγιο θα έπρεπε να είναι τρίγλωσσα, παντού. Όπου και να πας στο Βέλγιο, θα έπρεπε να βρίσκεις τα πάντα γραμμένα στα Γαλλικά, στα Γερμανικά και στα Φλαμανδικά. Φαίνεται παιδιάστικο αυτό που συμβαίνει, όταν ζούμε σε μια Ευρώπη, μέσα στην οποία μπορώ να πάω να ζήσω όπου θέλω, στην Γαλλία, στην Ολλανδία, στην Ελλάδα, παντού. Βλέπω πως οι πολιτικοί όμως, έχουν γίνει πραγματικά οπορτουνιστές. Αυτός ο οπορτουνισμός, για τον οποίο σου μιλούσα προηγουμένως σχετικά με το «κατέβασμα», πιστεύω πως έχει κυριεύσει όλη την κοινωνία. Το μόνο πράγμα για το οποίο ενδιαφέρονται είναι οι ψήφοι και υπόσχονται πράγματα, πριν τις εκλογές, που γνωρίζουν πολύ καλά ότι δεν μπορούν να τα πραγματοποιήσουν. Μετά, αφού κερδίσουν, δεν θέλουν να συμβιβαστούν με την πραγματικότητα και να ομολογήσουν στον κόσμο ότι αυτά που υπόσχονταν ήταν αδύνατα. Όταν οι πολιτικοί δεν θέλουν να συμβιβαστούν, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος. Καλλιτεχνικά, εγώ δεν θέλω να συμβιβάζομαι, γιατί στη μουσική ο συμβιβασμός παράγει κάτι το βαρετό. Αντιθέτως, στην καθημερινή ζωή, ο συμβιβασμός είναι απαραίτητος. Δυστυχώς, βλέπεις πως ο συμβιβασμός γίνεται όλο και πιο δύσκολος στο Βέλγιο και αυτό είναι τρομαχτικό. Ο παππούς μου ήταν γαλλόφωνος από τη Βαλονία, η γιαγιά μου ήταν Φλαμανδή, η άλλη μου γιαγιά ήταν φλαμανδόφωνη, αλλά από τις Βρυξέλλες, και ο άλλος μου παππούς ήταν Φλαμανδός. Είμαι ένα μίγμα. Η οικογένειά μου ζει σε διάφορα μέρη σε όλο το Βέλγιο. Αν χωριζόταν η χώρα, θα μου φαινόταν πολύ παράξενο, γιατί ξαφνικά η μισή μου οικογένεια θα έμενε στο «εξωτερικό». Νομίζω πως οι Φλαμανδοί και οι Βαλόνοι έχουν πολλά κοινά, όπως ο τρόπος ζωής, το καλό φαγητό και το ποτό. Τα έχουν κοινά, είτε τους αρέσει είτε όχι. Κάποιοι λένε πως η Φλάνδρα πρέπει να ενωθεί με την Ολλανδία. Εγώ τους λέω: «Είστε τρελοί; Καλύτερα να ενωνόμασταν με τη Γαλλία!» (γελάει). Με γνώμονα το φαγητό φυσικά. (γελάει).

Πώς είναι οι σχέσεις σας με την πρώτη σας τραγουδίστρια, Liesje Sadonius;
Πολύ καλές. Τα πάω πολύ καλά με τη Liesje. Μιλάμε στο τηλέφωνο, επικοινωνούμε μέσω e-mail πολύ συχνά, είχε έρθει να δει τη συναυλία μας στο Βέλγιο, πριν λίγο καιρό. Οι σχέσεις μας είναι μια χαρά.

Μετά από τόσα χρόνια, μπορείς να τη συγκρίνεις με την Geike Anaert;
Αν πρέπει να τις συγκρίνω, απλά θα έλεγα ότι είναι πολύ διαφορετικές. Η Liesje έχει κάτι το πιο αιθέριο και η Geike κάτι το πιο συναισθηματικό. Βέβαια, δεν ξέρουμε τί θα είχε γίνει αν η Liesje δεν είχε φύγει. Μπορεί να είχε προσθέσει κι εκείνη κάτι το πιο συναισθηματικό στη φωνή της. Κάναμε μαζί μόνο ένα άλμπουμ... Τη στιγμή που έφυγε ήμασταν πολύ νέοι και έπρεπε να πάρουμε μια πολύ δύσκολη απόφαση. Αν λέει ότι είναι ευτυχισμένη, τότε μάλλον είναι ευτυχισμένη. Μου αρέσουν και οι δύο, πάντως. Έχουν και οι δύο πολύ καλό χαρακτήρα.

Αισθάνεσαι πως είσαι, κατά κάποιο τρόπο, ο μονάρχης του κρατιδίου των Hooverphonic;
Όχι. Καθόλου. Όχι. Απλά, έχω ένα όραμα, αλλά και οι άλλοι μπορούν... Είμαστε τρεις και στεκόμαστε πάντα ο ένας στο πλάι του άλλου. Ακόμη κι όταν αυτό δεν είναι εύκολο. Τους Hooverphonic τους βλέπω ως εξής: αν εγώ είμαι ο κινητήρας, τότε η Geike είναι η βενζίνη και ο Raymond είναι το λάδι. Τί μπορεί να κάνει ένας κινητήρας χωρίς βενζίνη και χωρίς λάδι; Δεν μπορεί να λειτουργήσει. Σίγουρα δεν είμαι ένας μονάρχης. Πρόκειται για ένα triumvirate (σ.σ.: τριανδρία στα λατινικά). (γελάει) Βέβαια, εγώ έχω το μεγαλύτερο στόμα από όλους. Μιλάω πολύ, ενώ οι άλλοι είναι πιο εσωστρεφείς. Η Geike δεν κάνει συνεντεύξεις γιατί είναι πολύ ντροπαλή, αλλά εγώ δεν μπορώ να τραγουδήσω όπως εκείνη. Τί θα ήταν τα τραγούδια μου χωρίς τη φωνή της; Πραγματικά χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο και παίρνουμε όλες τις αποφάσεις μαζί. Απλά συμβαίνει εγώ να είμαι πιο εξωστρεφής.

Η Geike για σένα είναι μια μούσα, μια χείρα βοηθείας ή ένα στρατιωτάκι;
Σίγουρα μια μούσα. Ναι! Πραγματικά με εμπνέει να γράφω μουσική. Βάζει τόσο συναίσθημα στη φωνή της! Σίγουρα δεν είναι ένα στρατιωτάκι. Μια μούσα, λοιπόν.



Όπως είπαμε πρωτύτερα, η μουσική σας δεν περιορίζεται σε ένα ή δύο μουσικά είδη. Τί είδος μουσικής όμως θα ήθελες να παίξεις και δεν το έχεις κάνει με τους Hooverphonic;
Όλοι θα με πάρουν για τρελό τώρα...Θα ήθελα πολύ να κάνω ένα δίσκο country. Όπως οι Wilco, δηλαδή εναλλακτική country, όχι country σαν την Dolly Parton. (γελάει) Δεν είμαι τόσο εξοικειωμένος με το είδος και ίσως δεν θα έπρεπε καν να το δοκιμάσω. Θα μου άρεσε όμως πολύ να ηχογραφήσω έναν τέτοιο δίσκο. Οι Wilco είναι, αυτή τη στιγμή, η μπάντα με τις καλύτερες ζωντανές εμφανίσεις, που μπορείς να δεις. Έχω δει πολλές μπάντες ζωντανά, αλλά οι Wilco είναι πραγματικά εξαιρετικοί, ειδικά ως προς τον τρόπο που επικοινωνούν μουσικά. Δεν μου αρέσουν καθόλου τα live άλμπουμ, αλλά εκείνοι έχουν ένα που με ξετρελαίνει.

Υπάρχουν Βέλγοι καλλιτέχνες που σου αρέσουν και θα ήθελες να μας προτείνεις;
Ω, ναι! Υπάρχει μια μπάντα που όλοι θα έπρεπε να προσέξουν, οι Go Find. Έχουν υπογράψει με μια γερμανική δισκογραφική, την εταιρία του Morr, που έχει και τους Notwist. Πιστεύω πως οι Go Find έβγαλαν έναν πολύ καλό δίσκο, πέρσι. Είναι ένας από τους αγαπημένους μου δίσκους του 2007. Μου αρέσουν φυσικά μπάντες όπως οι Soulwax, αλλά και ο Ozark Henry, που δεν είναι τόσο γνωστός στο εξωτερικό, και του οποίου το τελευταίο άλμπουμ δεν ήταν τόσο πολύ του γούστου μου, αλλά γράφει ενδιαφέρουσα μουσική. Πάντως οι Go Find είναι μια από τις πιο υποσχόμενες μπάντες της νέας γενιάς.

Σε ευχαριστώ για το χρόνο σου.
Ήταν ευχαρίστησή μου.

Μανώλης Γεωργακάκης
  • SHARE
  • TWEET