Vitam Aeternam

Revelations Of The Mother Harlot

Crime Records/We Låve Rock Music (2022)
Ένα μωσαϊκό μυριάδων ηχητικών ψηφίδων που κολυμπάει στην ρευστότητα της μουσικής αποδόμησης
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Όταν πριν δύο χρόνια οι Νορβηγοί Vitam Aeternam κυκλοφόρησαν το ντεμπούτο τους "The Self-Aware Frequency", ξεκίνησε ένα έντονο σούσουρο για τους συνεχιστές των dark cinematic prog rockers Devil Doll, με το όνομά τους να παραπέμπει άμεσα στους στίχους του τελευταίου δίσκου των δεύτερων, "Dies Irae", από το μακρινό πια 1996. Αν κανένα από τα δύο ονόματα δεν σας λέει κάτι, φανταστείτε ένα μείγμα συμφωνικού prog, κινηματογραφικής μουσικής, συνδυασμός οπερατικών φωνητικών με απαγγελία (που κατά πώς φαίνεται ονομάζεται Sprechgesang), και ανορθόδοξων συνθετικών δομών. Μεγάλος πρόλογος για ένα σχετικά νεότευκτο μουσικό εγχείρημα, που μπορεί να ερμηνευτεί και υπό το πρίσμα της μεγάλης κληρονομιάς που κουβαλά. Ωστόσο, αν οι Devil Doll χάθηκαν άδοξα, παραμένοντας εν πολλοίς στο underground, τα ανοίγματα των Vitam Aeternam ακτινοβολούν φιλοδοξία. 

Και εξηγούμαι. Ο βασικός πυρήνας του συγκροτήματος αποτελείται από τους Jake Rosenberg, Râhoola, και André Aaslie, με τον καθένα τους να αναλαμβάνει ένα κάρο πράγματα ώστε να βγαίνει τόσο πλούσιο και εκλεκτικό το τελικό αποτέλεσμα. Γύρω τους, όμως, έχουν επιστρατεύσει ορισμένα τρανά ονόματα. Για να μην επιδοθούμε σε ένα ασταμάτητο name-dropping,  ας πούμε ενδεικτικά: Einar Soldberg και Raphael Weinroth-Browne (Leprous),  Tjodalv (ex-Dimmu Borgir, Susperia Abyssic), Diego Tejeida (ex-Haken), Alasdair Dunn (Ashenspire), και φυσικά τους Bor Zuljan και Janez Hace των Devil Doll. Με τόσα ονόματα από αρκετά διαφορετικές μπάντες, οι Vitam Aeternam δεν αποδεικνύουν μόνο την πολυδιάστατη φύση της μουσικής τους, αλλά ανοίγονται και σε διαφορετικά κοινά, αυξάνοντας τις πιθανότητες να γίνουν αντιληπτοί από αρκετά μεγάλη μερίδα του metal (και μη) κοινού. 

Από πλευράς διαπιστευτηρίων, συνεπώς, οι Vitam Aeternam σκίζουν, αλλά αρκετά το ζαλίσαμε. Ας πάμε στο επίδικο, που είναι και η μουσική που περικλείεται στο "Revelations Of The Mother Harlot". Αυτό που πρέπει να γίνει κατανοητό, είναι ότι πρόκειται για ένα έργο που απαιτεί να ακουστεί ως δίσκος. Με σύνολο έξι συνθέσεων, όπου οι τρεις είναι κάτω από τρία λεπτά, είναι φανερό ότι έχουμε να κάνουμε με έναν δίσκο που γράφεται με στόχο να εξυπηρετήσει μία αφήγηση, κι όχι να παράξει singles. Ως προς τη θεματική του δίσκου, ο ιθύνων νους Râhoola δεν μας βοηθάει ιδιαίτερα, συνδέοντας ένα ημιπολιτικό σχόλιο για την technoistic κοινωνία μας, με τον κύκλο της ζωής και του θανάτου, την αποδόμηση ορισμένων θρησκευτικών συμβόλων, με την παράλληλη ενίσχυση άλλων, όπως η «Μητέρα Φύση», που δίνει και παίρνει ζωή. Αυτή, όμως, η συγκόλληση διαφόρων θεματικών και συμβόλων, υπό τον μανδύα εξυψωμένης μεγαλοπρέπειας που πάντοτε προσφέρει η αναγεννησιακή τέχνη, ταιριάζει γάντι στην μουσική των Vitam Aeternam.

Η αυλαία (ή μάλλον, το βέλο) σηκώνεται με τo εισαγωγικό "Veil of Isis", όπου μία υποχθόνια φωνή ανακοινώνει τον τίτλο του έργου. Ανάμεσα σε ηχητικά εφέ, παραμορφωμένες φωνές ενός αφανούς θιάσου, και ένα κρεσέντο δέους, εισαγόμαστε στην πρώτη ουσιαστική σύνθεση του δίσκου, το "Redemption". Το synth solo της αρχής είναι γευστικότατο, και η αβίαστη σύμπλεξη της progressive rock με την συμφωνική μουσική, φανερώνουν μία εξαιρετική συνθετική άνεση και ευελιξία, όμως μόλις φτάσουμε στο τέλος μένει μία αίσθηση ανολοκλήρωτου, αφού ως δεύτερη σερί δίλεπτη σύνθεση βλάπτει ελαφρώς τη δυναμική του δίσκου. Τουλάχιστον, ακολουθεί το "Sick And Pious", τον πρώτο από τους δύο βασικούς πυλώνες του "Revelations…", εκεί που το μπαρόκ συναντά την trip hop, τα γαλλικά ακορντεόν κάτω από τον πύργο του Άιφελ συνδιαλέγονται με κιθαριστικά solo α λα Pain of Salvation, χωρίς ούτε στιγμή να ακούγεται φορτωμένο ή αποπροσανατολισμένο, μιας και η κινηματογραφική λογική των συνθέσεων τις βοηθάει να έχουν τις απαραίτητες παύσεις για αναπνοή. Πρόκειται για το αριστούργημα του δίσκου, και ένα κομμάτι που θα έπρεπε να συγκαταλέγεται στις πιο ενδιαφέρουσες prog συνθέσεις της χρονιάς. 

Στο εξάλεπτο "Bardo Thodol" οι Vitam Aeternam ρίχνουν όλο τους το μεράκι, και συνθέτουν ένα κομμάτι γεμάτο συγκίνηση, δίνοντας παράλληλα μία εικόνα του πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί το προαναφερθέν "Redemption", αν αφηνόταν να τεντώσει τα πόδια του. Μετά από αυτό το λυρικό διάλειμμα, ακολουθεί το δεκαεξάλεπτο "Promethea", η ραχοκοκαλιά του δίσκου, στο οποίο οποιοδήποτε πρόσχημα στυλιστικής συνέπειας εκπαραθυρώνεται πανηγυρικά, όταν σε όλες τις καταβολές που αναφέραμε προηγουμένως προστίθενται blast beats, και κινηματογραφικά εφέ που θυμίζουν κάτι από Blind Guardian και Rhapsody of Fire. Ωστόσο, εδώ μοιάζει το όραμα να ξεπερνάει τις δυνατότητες, μιας και το "Promethea" είναι μεν εντυπωσιακό, αλλά χάνει να οργανώσει τις ιδέες του προς μία ενιαία κατεύθυνση. Σε αντίθεση με το "Sick & Pious" που περνάει οργανικά από το ένα θέμα στο επόμενο, το "Promethea" βασίζει τις μεταβάσεις του σε παύσεις ή απότομες αλλαγές, που αφήνουν μία επίγευση συνονθυλεύματος, παρά ενιαίου συνθετικού concept. Τέλος, και επειδή κάθε κλείσιμο που σέβεται τον εαυτό του βασίζεται σε μία ξεγυρισμένη κορύφωση, το "Finis Gloriae Mundi" κόβει τα χαλινάρια, και μας αποχαιρετά με τον πάντοτε αποστομωτικό  Einar Soldberg σε μία ακόμη εκτυφλωτική ερμηνεία. 

Στα μόλις 38 λεπτά που περικλείουν όλον αυτόν τον μουσικό πλούτο, το μόνο που δεν θα μπορούσε να ειπωθεί για το "Revelations..." είναι ότι κουράζει. Τουναντίον, ακούγεται νεράκι, ως μία εξιστόρηση, και με στιγμές πραγματικής διασκέδασης. Με μία κρυστάλλινη παραγωγή που χωράει τόσα διαφορετικά ηχοχρώματα και όργανα, οι Vitam Aeternam καταφέρνουν να αποτυπώσουν ξεκάθαρα το avant-garde όραμά τους, και προσφέρουν ένα έργο αντάξιο της σκηνής τους και της κληρονομιάς τους. Αν υπάρχει μία κηλίδα κριτικής, αυτή αφορά στην διαχείριση του ρυθμού, που ενίοτε κωλυσιεργεί ή ξεμακραίνει, καταλήγοντας να επιβαρύνει την ίδια την αφήγηση που θέλει να εξυπηρετήσει. Φυσικά, το συγκρότημα μοιάζει να εξελίσσεται με ταχύτατους ρυθμούς, και διεκδικεί να γίνει μία υπολογίσιμη μουσική δύναμη με το δικό της καλλιτεχνικό μήνυμα . Τη φωνή του την έχει βρει. Τώρα μένει να βρει και τα λόγια για να το μεταδώσει. 

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET