Queensryche

The Verdict

Century Media (2019)
Από τον Σπύρο Κούκα, 01/03/2019
Για πρώτη φορά μετά από πραγματικά πολλά χρόνια, ακούμε ένα άλμπουμ που φέρει μουσικά άξια το όνομα των Queensryche
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Η ιστορία και τα τεκταινόμενα γύρω από το όνομα των Queensryche είναι λίγο-πολύ γνωστά στους περισσότερους, με την αμερικανική μπάντα - πρωτοπόρο τόσο του US όσο και του προοδευτικά σκεπτόμενου metal να διαγράφει μια πορεία με άπιαστες καλλιτεχνικές κορυφές, αλλά και μια κατακόρυφη πτώση, τόσο εμπορικά όσο - και κυριότερα - δημιουργικά, από τα μέσα των '90s κι έπειτα.

Με την κατάσταση στα ενδότερα της μπάντας να φτάνει στο απροχώρητο την περίοδο μετά την κυκλοφορία του απαράδεκτου "Dedicated To Chaos" (κι ενώ είχε προηγηθεί μια πληθώρα απογοητευτικών έως απλά συμπαθητικών δίσκων μετά το υπέροχο "Promised Land", με το "Tribe" να κρίνεται ως το τελευταίο πραγματικά καλό Queensryche άλμπουμ με τον Geoff Tate πίσω από το μικρόφωνο), η αποχώρηση του Geoff Tate και τα όσα ακολούθησαν τόσο σε δικαστικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο εντυπώσεων «πλήγωσαν» το κύρος που έφερε το όνομα της μπάντας, ανοίγοντας, ωστόσο, μια νέα σελίδα στην ιστορία της έπειτα από την προσχώρηση του Todd La Torre στις τάξεις της.

Εφτά χρόνια και δύο ολοκληρωμένα άλμπουμ αργότερα, τίποτα δεν είναι το ίδιο σε ό,τι αφορά την μπάντα και τα πρόσωπα που την απαρτίζουν πλέον. Ο Geoff Tate συνεχίζει και ανήκει στο παρελθόν, με τις ταυτόχρονες καλλιτεχνικές του ανησυχίες να κρίνονται μάλλον αμφιλεγόμενες, ο (πρώην γαμπρός του Tate) Parker Lundgren κρατάει τη θέση του κιθαρίστα δίπλα στον Michael Wilton για σχεδόν μια δεκαετία, έχοντας πια ενεργό ρόλο στην μπάντα, ενώ, για πρώτη φορά βλέπουμε τον Scott Rockenfield να απουσιάζει από τις τρέχουσες υποχρεώσεις της (δίχως να έχει αποχωρήσει οριστικά), αφήνοντας στο νέο άλμπουμ ένα δημιουργικό line-up που έχει την ελάχιστη σχέση με τις κλασικές παρελθοντικές συνθέσεις όσο κανένα άλλο μέχρι σήμερα (αφού σε αυτό βρίσκουμε μονάχα τους Michael Wilton κι Eddie Jackson από τα αρχικά, original μέλη).

Κάπου εδώ, βέβαια, αρχίζουν τα παράδοξα στην όλη υπόθεση, καθώς το "The Verdict" είναι πιθανότατα εκείνο το άλμπουμ που εμφανίζεται πιο πιστό κι επαρκές στο πνεύμα και τα προαπαιτούμενα που φέρει μαζί του το όνομα Queensryche από κάθε άλλο που έχει κυκλοφορήσει η μπάντα την τελευταία δεκαπενταετία, αν όχι παραπάνω. Το songwriting παρουσιάζεται και πάλι περιπετειώδες κι ελκυστικό όσο ποτέ άλλοτε στην La Torre περίοδο, η απόδοση των συμμετεχόντων μελών φαντάζει υποδειγματική, ενώ για πρώτη φορά σε αυτήν την επταετία επανεκκίνησης ακούμε ένα σχήμα με χαρακτήρα κι όχι μια μπάντα-κακέκτυπο δίχως ίχνος προσωπικότητας.

Μάλιστα, ο νέος δίσκος της μπάντας μπορεί να χαρακτηριστεί και ο δίσκος όπου τα «νέα» μέλη, ο La Torre και o Lundgren, επιτέλους δείχνουν τις πραγματικές δυνατότητες τους και «παίρνουν πάνω τους» τη δημιουργική κι εκτελεστική διαδικασία, με τον πρώτο να αναλαμβάνει (πέραν των φωνητικών) και τα μέρη των τυμπάνων του νέου υλικού, ενώ ο δεύτερος να συνθέτει, μεταξύ άλλων, την καλύτερη σύνθεση που φέρει τη σφραγίδα των Queensryche εδώ και καιρό, το φανταστικό "Dark Reverie". Έτσι, αν για τα drumming parts ακολουθήθηκε η πεπατημένη του παιξίματος του Rockenfield (με προφανείς διαφορές σε ένα έμπειρο αυτί που ωστόσο δεν αλλοιώνουν το ρυθμικό χαρακτήρα που έχει χτίσει τόσα χρόνια η μπάντα), στον τομέα των φωνητικών ο La Torre κάνει αυτό που έπρεπε να κάνει από την αρχή της παρουσίας του σε αυτήν. Κοινώς, τραγουδάει με χαρακτήρα και προσωπικό ύφος, παραμένοντας κοντά στον τρόπο και το ηχόχρωμα των ερμηνειών του Tate, αλλά ξεφεύγοντας από τις λογικές της πιστής αποτύπωσης/μίμησης εκείνου που σχεδόν ακολουθούνταν στις δύο προηγούμενες δουλειές, έστω κι ακουσίως.

Ακόμη ένα αξιοσημείωτο στοιχείο αποτελεί το γεγονός πως ο νέος δίσκος καταφέρνει να επαναδιατυπώσει τις γνωστές Queensryche μανιέρες, μέσα από μια προσέγγιση κι έναν ήχο συνολικά σύγχρονο και με τρόπο που το συνθετικό μοτίβο ευνοεί τις συνθέσεις καθεαυτές. Έτσι, τα "Blood Of The Levant", "Light-Years", "Inside Out", "Bent" ή το προαναφερθέν "Dark Reverie", όλα τους είναι τραγούδια που ακούγοντας τα νιώθεις ότι ακούς Queensryche, αφού, πέραν του ότι φέρουν τη συνθετική αύρα της μπάντας, καταφέρνουν και είναι πραγματικά αξιόλογες, όμορφες συνθέσεις στο σύνολο τους, με συναυλιακό potential που δεν τις λυγίζει υπό το βάρος των προσδοκιών. Ομοίως και το "Portrait", το οποίο επαναφέρει λίγη από τη μαγεία που συνήθιζε να διέπει τις καταληκτικές συνθέσεις των κλασικών Queensryche άλμπουμ, όντας αρκούντως ιδιαίτερο και διαφορετικό του υπόλοιπου άλμπουμ και καταλήγοντας να θεωρείται ως ένα απρόσμενο highlight αυτού.

Το θέμα, βέβαια, είναι το εξής. Στο "The Verdict" ακούμε Queensryche, βλέπουμε Queensryche, αλλά κατά πόσο μπορούμε εν τέλει να θεωρήσουμε ως τέτοιους μια μπάντα που το line-up της σιγά-σιγά έχει όλο και λιγότερη σχέση με τα όσα γνωρίζαμε κι έμοιαζαν δεδομένα; Με τα 3/5 του κλασικού line-up παρόντα, μπορούσε να υπάρξει όλη η καλή διάθεση για μια παραδοχή/ψευδαίσθηση που δικαιολογούσε την ονομασία, αλλά πλέον, με μονάχα τους Wilton και Jackson να θυμίζουν ότι μιλάμε για την ίδια μπάντα με κάποτε και το ειδικό βάρος των όσων απουσιάζουν να γέρνει τη ζυγαριά επικίνδυνα προς το μέρος τους, τα πράγματα μονάχα ξεκάθαρα δεν μοιάζουν. Προφανώς, αυτό που μετράει περισσότερο είναι η μουσική, αλλά ακόμη κι εκεί, διαφορετικά θα αξιολογούσαμε ένα Queensryche άλμπουμ συγκρινόμενο με τη δημιουργική περίοδο των πρώτων 11 χρόνων τους, διαφορετικά σε σύγκριση με ό,τι ακολούθησε κατόπιν και με διαφοροποιημένη οπτική εφόσον μιλούσαμε απλά για κάποιο project μελών τους, όσο καλό κι αν παρουσιαζόταν εκείνο.

Παρόλα αυτά, ας μην διυλίζουμε τον κώνωπα και καταπίνουμε την κάμηλο. Η αλήθεια είναι πως, για πρώτη φορά μετά από πραγματικά πολλά χρόνια, ακούμε ένα άλμπουμ που φέρει μουσικά άξια το όνομα των Queensryche στο εξώφυλλο του, παρουσιάζοντας ενδιαφέρον από την αρχή ως το τέλος του και δείχνοντας πως, έστω και με αυτήν την ανανεωμένη της μορφή, η μπάντα έχει ακόμη πράγματα να προσφέρει. Κι όταν με το καλό ξαναπεράσουν κι από τα μέρη μας (κάτι που διαισθάνομαι πως δεν θα αργήσει), δεδομένα θα είμαστε εκεί, με τις προσδοκίες ξανά ανανεωμένες και με την προσμονή όχι απλώς να ακούσουμε τα σπουδαία κομμάτια του παρελθόντος, αλλά πλέον και τη ζωντανή απόδοση των νέων συνθέσεων μιας μπάντας που προσπαθεί φιλότιμα να ανταποκριθεί στο πραγματικό της μέγεθος.

  • SHARE
  • TWEET