Baroness

Stone

Abraxan Hymns (2023)
Η Βαρόνη είναι νεκρή, ζήτω η Βαρόνη
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Ας μετρήσουμε τις αλλαγές στο σώμα των Baroness στην προηγούμενη δεκαετία. Το 2012,  το λεωφορείο που τους μετέφερε στην περιοδεία πέφτει από έναν γκρεμό, εξαιτίας χαμηλής ορατότητας λόγω βροχής. Το παρ’ ολίγον δυστύχημα δεν κατάφερε βέβαια να κοστίσει τη ζωή στο συγκρότημα, αλλά είχε ως αποτέλεσμα την αποχώρηση του Allen Bickle, του πρώτου ντράμερ του συγκροτήματος ως και το "Yellow & Green", και του Matt Magioni, του νεόφερτου μπασίστα. Μετά από τρία χρόνια, επιστρέφουν δισκογραφικά με το ιδιαίτερο "Purple", που θα ήταν και η τελευταία δουλειά με τον επί χρόνια κιθαρίστα Peter Adams, που βοήθησε στο σχηματισμό του κλασικού τους ήχου, ο οποίος αποχώρισε το 2017. Κι ύστερα πια, το 2019, κυκλοφορούν το "Gold & Gray", την τελευταία προσθήκη στον χρωματικό τους κατάλογο δίσκων, κλείνοντας έτσι τον δημιουργικό τους κύκλο που τους καθιέρωσε στην συλλογική συνείδηση των ακροατών ως το συγκρότημα που δισκογραφεί με τα χρώματα του ουράνιου τόξου.

Όλες αυτές οι αλλαγές, σηματοδοτούν μικρούς «θανάτους» για το συγκρότημα, που έκριναν ριζικά το πώς στέκονται ως καλλιτέχνες, αλλά και πώς τους αντιλαμβάνεται το κοινό. Αλλαγή προσώπων, μουσικού ύφους, θέματος, σημαίνει και μία μορφή ταλάντευσης μεταξύ δυνατοτήτων. «Πού πάμε από εδώ και πέρα», τρόπον τινά. Όμως, οι ίδιες κρίσεις ήταν που έδωσαν ζωή στο συγκρότημα. Το πώς η ενασχόληση με τη μουσική τους κράτησε στη ζωή. Το πώς τα νέα μέλη, η Gina Gleason στην κιθάρα, ο Sebastian Thompson στα ντραμς, και ο Nick Jost σε μπάσο και πλήκτρα, έδωσαν νέα τροπή στις δημιουργικές δυνατότητες, διευρύνοντας το μουσικό τους λεξιλόγιο. Το πώς η πρόκληση για μία αναζήτηση νέου θέματος, θα μπορούσε να ανακινήσει τη φαντασία τους.

Το "Stone" είναι ένας δίσκος που, μιλώντας για τον θάνατο, μιλάει παράλληλα και για τη ζωή. «Έχει ένα διττό νόημα», μας εξήγησε η Gina Gleason στην συνέντευξη που μας παραχώρησε, «Ήταν ώρα να ξεκινήσουμε κάτι καινούργιο, οπότε πέφτει βάρος στα συναισθηματικά θέματα γύρω από το θάνατο, αλλά επίσης εκπροσωπεί μία νέα σειρά, και μία νέα εποχή». Η αλλαγή αυτή τη φορά έρχεται μέσω της σταθερότητας, φέρνοντας μαζί της πειραματισμούς – spoken word στο "Choir", με ηχητικά εφέ και πειραγμένα όργανα, εξωφρενικά solo α λα Randy Rhoads στο "Last Word", κοκ – που επικάθονται πάνω στην διαμορφωμένη τους ταυτότητα – περίπλοκα riffs, μεγάλα ρεφραίν που περισσότερο κραυγάζουν παρά τραγουδούν, groovy περάσματα, και αρμονικές δισολίες.

Το πρώτο μισό του δίσκου, χωρίς να είναι πιο δυνατό, ακούγεται πιο συνεκτικό, κι αυτό εν μέρει οφείλεται στην τριάδα των "Beneath The Rose" - "Choir" - "The Dirge", που μοιάζει να αποτελούν μία ενιαία σύνθεση και αφήγηση. Με ιδέες που υπήρχαν χρόνια στο συρτάρι και ανασύρθηκαν, δουλεύτηκαν στο έπακρο, και διανθίστηκαν, χτίστηκε ένα δεκάλεπτο που μοιάζει με θεματικό επίκεντρο του δίσκου. Στο δεύτερο μισό βρίσκουμε περισσότερο αυτοτελείς συνθέσεις, αλλά και δύο από τα καλύτερα κομμάτια που έχουν γράψει οι Baroness: το συγκλονιστικό "Magnolia" με την οριακά θρηνητική του εισαγωγή, όπου η φωνή της Gleason λάμπει πάνω από τα αρπίσματα και τα μελαγχολικά leads, μετατρέπεται ύστερα σε έναν δυναμίτη με τρομερά κιθαριστικά μέρη, και αποτελεί μία από τις μακροσκελέστερες στιγμές του συγκροτήματος. Το δε "Under The Wheel" χτίζει πάνω σε μία δυσοίωνη ρυθμική μελωδία μία ένταση που θα εκτονώσει με γιγάντιο τρόπο σχεδόν στη μέση του, με τον John Baizley να βγάζει ήχους από το λαρύγγι του που παραπέμπουν στις απαρχές της δισκογραφίας τους.

Κι αν το δίδυμο Baizley/Gleason τραβά περισσότερο τα φώτα λόγω μικροφώνου και κιθάρας – όπου παρεμπιπτόντως, η ήδη μεγάλη τους χημεία στις αρμονίες και τις δεύτερες επαναλαμβάνεται θριαμβευτικά στο "Stone" - ο δίσκος κερδίζει πόντους από το ρυθμικό δίδυμο των Jost/Thompson. Ο μεν πρώτος μπορεί να κάνει το μπάσο του να χορεύει επιδέξια ανάμεσα στις κιθάρες, μένοντας διακριτός και ενδιαφέρων, δίνοντας τρομερό όγκο εκεί που χρειάζεται, ή ακούγεται αέρινος στις πιο ήπιες στιγμές, ενώ η ενέργεια του Thompson είναι ανεπανάληπτη. Δεν είναι μόνο πως ακούμε «τούπα - τούπα» και blast beats, υπάρχουν στιγμές που μοιάζει να μην τον φτάνουν τα μέτρα για να ξεδιπλώσει όλες τις ιδέες του, παίζοντας με ένα νεύρο και μία τσίτα που απογειώνουν τα κομμάτια ακόμη κι αν είναι συνολικά κάπως αδύναμα - κι αναφέρομαι στο κατά τ’ άλλα αξιόλογο "Anodyne", που ακούγεται σαν να ξέμειναν από καύσιμο στο τέλος.

Η τετράδα φτιάχνει με το "Stone" έναν δίσκο πολύ πιο συγκεντρωμένο και συμπαγή από τον προκάτοχό του, και αλλάζει πορεία στην μίξη του ήχου, ικανοποιώντας όσα άτομα μπορεί να είχαν θέμα με τις γωνίες του. Κλείστηκαν σε ένα σπίτι, το μετέτρεψαν σε αυτοσχέδιο στούντιο, και επέτρεψαν την ιδιαίτερη ακουστική του να περάσει στην ηχογράφηση, πετυχαίνοντας έναν ήχο οργανικό και τραχύ, κι ωστόσο οι λεπτομέρειες είναι ευδιάκριτες, χωρίς να τρυπούν το αυτί. Ταυτόχρονα, και οι ιδέες είναι πολύ πιο τακτοποιημένες, χωρίς το περιττό λίπος να τις καθιστά δυσεύρετες. Έχοντας αναλάβει την παραγωγή μόνοι τους, και ποντάροντας στην μεταξύ τους επικοινωνία και συνεργατικότητα μετά από έξι χρόνια συνύπαρξης, βγήκαν εμφανώς κερδισμένοι.

Για να συντομεύουμε, όμως, καθώς πολλά μπορούν να ειπωθούν για το "Stone". Πλέον, με έναν ήχο απόλυτα δικό τους, και με την ιδιαίτερη αισθητική τους, οι Baroness επανεφευρίσκουν εαυτόν, αφήνουν τις επιρροές τους και τις διάφορες πλευρές τους να συνομιλήσουν, και κυκλοφορούν έναν ποικιλόμορφο, εκλεκτικό, και αυτόφωτο δίσκο, χωρίς να διστάσουν στιγμή να σκοτώσουν αυτό που είναι, για χάρη αυτού που μπορούν να γίνουν. Η Βαρόνη πέθανε, ζήτω η Βαρόνη.

  • SHARE
  • TWEET