Δημήτρης Μητσοτάκης: «Αν είναι να σιωπήσω για να μην ενοχλήσω, καλύτερα να μην γράψω τίποτα»

Από τους Ενδελέχεια στο σήμερα, ο Δημήτρης Μητσοτάκης σε μια συζήτηση εφ' όλης της ύλης

Από τον Αντώνη Αντωνιάδη, 05/09/2025 @ 12:22

Ο Δημήτρης Μητσοτάκης είναι από τις πλέον ξεχωριστές μορφές του ελληνικού ροκ. Κι αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι, 30 σχεδόν χρόνια μετά το ντεμπούτο των Ενδελέχεια, δεν παραμένει απλώς ενεργός, αλλά συνεχίζει να αφήνει ένα σημαντικό καλλιτεχνικό αποτύπωμα που ξεπερνά τα στενά όρια της μουσικής σκηνής και αγγίζει όλη την κοινωνία.

Με αφορμή τη μεγάλη συναυλία-γιορτή στη Ρεματιά Χαλανδρίου την Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου, ο Δημήτρης Μητσοτάκης μίλησε μαζί μας κοιτώντας πίσω - από τα παιδικά του χρόνια μέχρι την πολυσχιδή πορεία του μετά τους Ενδελέχεια-, αλλά, κυρίως, μπροστά, με την ίδια αφοσίωση και το ίδιο πάθος που τον συνοδεύουν από την πρώτη μέρα.

Δημήτρη καλησπέρα και σε ευχαριστώ πολύ για αυτήν τη συνέντευξη. Μεγάλωσες στην Καλλιθέα. Ποιες είναι οι πρώτες σου αναμνήσεις από την πόλη και πώς σε διαμόρφωσε μουσικά και προσωπικά;

Στην Καλλιθέα πήγα σε ηλικία 13 ετών, είχε προηγηθεί μια Οδύσσεια γεγονότων και μετακομίσεων (Πειραιάς, Νίκαια, Αχαρνών, πλατεία Αττικής...) μιας και ήμασταν πάντοτε στο νοίκι. Η Καλλιθέα, στην έναρξη της δεκαετίας του ’80, ήταν για μένα ένα όνειρο. Μια όαση μετά από πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια και με μια επίπλαστη ευδαιμονία που χάριζε απλόχερα το ΠΑΣΟΚ της εποχής. Το ψέμα εκείνο που αργότερα θα πλήρωνε πανάκριβα η χώρα με την συνδρομή και των κυβερνητικών σχημάτων που ακολούθησαν.

Στην Καλλιθέα έμεινα έξι χρόνια. Εκεί έμαθα ουσιαστικά ποιος είμαι και τι ήθελα να κάνω στη ζωή μου. Η άλλη όψη του νομίσματος (δηλαδή της περιρρέουσας ευδαιμονίας) ήταν η πλατεία Κύπρου και η πρέζα. Οι μισοί μου φίλοι έπεσαν με τα μούτρα, κάποιοι πέθαναν. Θυμάμαι μια άθλια υπόγεια τουαλέτα σ’ ένα καφενείο που πίσω από το καζανάκι καβάτζωναν τα σέα και μια κοινόχρηστη σύριγγα, ακόμα δεν είχε εμφανιστεί το AIDS.

Πότε μπαίνει η μουσική στη ζωή σου;

Σε πολύ μικρή ηλικία. Τριών τεσσάρων ετών κάνω τον ντι τζέι, στο σπίτι της γιαγιάς μου στον Πειραιά, βάζοντας δισκάκια 45 στροφών σ’ ένα μικρό φορητό πικάπ. Μου παράγγελναν τραγούδια κι εγώ διάλεγα τους δίσκους σαν τζουκ μποξ, ήξερα απέξω τα τραγούδια που περιείχε ο καθένας. Τους έβαζα να παίξουν απ’ τη σωστή πλευρά, χωρίς ακόμα να έχω μάθει ανάγνωση. Μια άλλη μου συνήθεια ήταν να αραδιάζω κατσαρόλες και τάπερ στο πάτωμα και να τα χτυπάω με δυο κουτάλια, συνοδεύοντας τραγούδια στο ραδιόφωνο ή να μιμούμαι τον Τόλη Βοσκόπουλο. Τότε στο σπίτι ακούγανε κρητικά και ελαφρολαϊκά, οι προσωπικές επιλογές έρχονται στα χρόνια της Καλλιθέας κι έπειτα...

Πριν από τους Ενδελέχεια, είχες ασχοληθεί ενεργά με το ρεμπέτικο, σε σχήματα όπως η Μονολιθική Κομπανία. Πώς σε επηρέασε αυτό το είδος και τι κρατάς από εκείνη την περίοδο;

Tο ρεμπέτικο και η ενασχόληση μου με τις κομπανίες είναι για μένα ένα μεγάλο σχολείο και μεγάλος έρωτας ταυτόχρονα. Διαμορφώνει την αισθητική μου. Η δωρικότητά του με συγκλονίζει και επηρεάζει την προσωπική μου δημιουργία κι αυτό το ανακαλύπτω ακόμα.

Δεν ονειρευόμασταν δισκογραφικά συμβόλαια ούτε επιτυχίες, αυτά ήρθαν αργότερα

Το 1991 δημιουργείτε τους Ενδελέχεια. Πώς ξεκίνησε αυτή η ιστορία και ποια ήταν η αρχική σου φιλοδοξία για το συγκρότημα;

Παίζαμε σε διάφορα σχήματα από την εποχή του Γυμνασίου ακόμα. Με τον Δημήτρη Λεοντόπουλο ξεκινήσαμε μαζί να πρωτοπαίζουμε. Οι Ενδελέχεια έρχονται ως φυσικό επακόλουθο μιας συνήθειας από την οποία ήταν αδύνατο να απαλλαγούμε. Δεν υπήρχε κάποιο μεγαλόπνοο σχέδιο. Ήμασταν μια παρέα που ήθελε απλώς να παίξει μουσική και να γράψει τα τραγούδια της. Δεν ονειρευόμασταν δισκογραφικά συμβόλαια ούτε επιτυχίες, αυτά ήρθαν αργότερα. Στην αρχή θέλαμε απλώς να βρούμε τη φωνή μας και να τη μοιραστούμε με όποιον θα ήθελε να την ακούσει.

Τι ακούγατε εκείνη την περίοδο;

Ο καθένας τα δικά του. Προσωπικά άκουγα ρεμπέτικα στις αυθεντικές πρώτες εκτελέσεις, Tom Waits, Jazz, Portishead, Rage Against The Machine, παραδοσιακά της Ελλάδας και άλλων χωρών...

Ο πρώτος σας δίσκος κυκλοφόρησε το 1994. Τι θυμάσαι από εκείνη την εποχή, από τις ηχογραφήσεις μέχρι την κυκλοφορία του;

Ο δίσκος ηχογραφήθηκε σε κάτι λιγότερο από 100 ώρες. Ήμασταν παντελώς άσχετοι από παραγωγή κλπ. Στις ηχογραφήσεις είχε έρθει δυο φορές όλες κι όλες ο Στέλιος Φωτιάδης, παραγωγός και ιδιοκτήτης της Eros Music, τη μια φορά θυμάμαι μας έφερε Milko και κρουασάν και την άλλη ουίσκι και ξηρούς καρπούς, μόνο που είχε μπερδέψει τις ώρες γιατί η πρώτη φορά, με το γάλα, ήταν βράδυ κατά τις 10 κι η δεύτερη, με το ουίσκι, πρωί στις 11. Όταν φτάσαμε στις μίξεις απαιτήσαμε από τον ηχολήπτη η φωνή να μην είναι δυνατά, όπως στα λαϊκά, αλλά πιο μέσα όπως ήταν στις ξένες ροκ ηχογραφήσεις. Μόλις άκουσε ο Φωτιάδης εκείνες τις πρώτες μίξεις με παίρνει τηλέφωνο έξαλλος: «Ρε Μητσοτάκη, τι είναι αυτό που μου έστειλες; Γιατί νομίζεις ότι σας πήρα, ρε; Για τις φάτσες σας ή για τη δεξιοτεχνία σας; Βγάλε έξω τη φωνή ρε να ακούει ο κόσμος τι λέτε. Εγώ για τους στίχους σου σας πήρα!».

Στο πρώτο σολντ άουτ νομίζαμε ότι ο κόσμος είχε μαζευτεί για άλλο σχήμα

Και το 1998 σκάει το “Βουτιά Από Ψηλά” και γίνεται χαμός. Περιμένατε την επιτυχία;

Το 1997 έχουμε αλλάξει εταιρία. Είμαστε στην FM Records. Ο δίσκος βγήκε Νοέμβρη εκείνης της χρονιάς. Σε ένα μήνα μέσα ακουγόταν παντού. Δεν περιμέναμε την επιτυχία. Είχαν προηγηθεί δυο δίσκοι που είχα χλιαρή ανταπόκριση. Στο πρώτο σολντ άουτ νομίζαμε ότι ο κόσμος είχε μαζευτεί για άλλο σχήμα. Εκεί που θα παίζαμε, ακριβώς δίπλα, είχε κι άλλο μαγαζί, δεν μπορούσαμε να πιστέψουμε ότι είχαν έρθει για μας, ρωτήσαμε μάλιστα ποιοι παίζουν δίπλα και έχουν τόσο κόσμο! Μέχρι τότε σκέψου ότι παίζαμε μόνο για φίλους και συγγενείς...

Στη συνέχεια όμως σαρώσατε την Ελλάδα. Το 2001 αν δεν κάνω λάθος σας είχα δει κι εγώ πρώτη φορά στον Βόλο και θυμάμαι να έχετε μια φοβερή ενέργεια στη σκηνή. Πως θυμάσαι εσύ το κλίμα των συναυλιών εκείνης της περιόδου;

Πολλά χιλιόμετρα, πολλή ένταση, χαβαλές, γέλια, κούραση, ξίδια, αθωότητα αλλά και εκμετάλλευση. Ανεβαίναμε στη σκηνή με όλη μας την ενέργεια και το πάθος, το κοινό ήταν ο γνώμονας αν είχαμε παίξει καλά κι αυτό που απογείωνε την ατμόσφαιρα. Ήταν παράλληλα και μια περίοδος μαθητείας. Μαθαίναμε το πώς να στεκόμαστε στη σκηνή, πώς να διαχειριζόμαστε τον ήχο και τον κόσμο. Πάνω απ’ όλα όμως ήταν η αίσθηση ότι ανήκουμε σε μια παρέα που κινείται στον ίδιο ρυθμό και τραγουδάει την ίδια αλήθεια. Αυτή την αίσθηση την κουβαλάω μέχρι σήμερα.

Υπάρχει κάποια συναυλία που σου έχει μείνει στη μνήμη περισσότερο;

Εκείνες της περιόδου της Βουτιάς. Το “Ρόδον” που ήταν για μας ένας ναός. Το Rockwave του ’98, όπου πρώτη φορά βρισκόμαστε σε τόσο μεγάλο φεστιβάλ, με ονόματα που μέχρι τότε τα βλέπαμε μόνο σε εξώφυλλα περιοδικών. Εκεί συνειδητοποιήσαμε ότι αυτό που κάναμε είχε αρχίσει να παίρνει διαστάσεις πολύ μεγαλύτερες απ’ όσο φανταζόμασταν.

Δημήτρης Μητσοτάκης

Ποιο άλμπουμ των Ενδελέχεια θα έλεγες ότι αποτυπώνει καλύτερα τον ήχο και την ταυτότητα του γκρουπ και γιατί;

Μάλλον οι “Χάρτινες Σαΐτες”, δεν μπορώ να πω με σιγουριά, μπορεί και το “Στα Σύνορα Της Μέρας”. Το “Βουτιά από Ψηλά” είναι η μεγαλύτερη επιτυχία αλλά είναι πιο σκληρό άλμπουμ από αυτό που πρέσβευε το σύνολο της εργασίας μας δεν θα το ονόμαζα ως πιο αντιπροσωπευτικό.

Θεωρείς πως υπάρχει κάποιο άλμπουμ που αδικήθηκε ή δεν πήρε την αναγνώριση που πίστευες πως θα πάρει;

Το “Μέσα Μου Κρύβονται Άλλοι”. Η εποχή που βγήκε ήταν εντελώς ατελέσφορη για το ελληνικό ροκ (2005). Επίσης κυκλοφόρησε, από λάθος, ένας μεγάλος αριθμός αντιτύπων σε CD Rom, φορέας που δεν έπαιζε σε CD player, παρά μόνο σε υπολογιστή. Είχε γίνει χαμός από επιστροφές και διαμαρτυρίες τότε.

Με τα άλλα συγκροτήματα της εποχής είχαμε σχέση μάλλον φιλική παρά ανταγωνιστική

Στην πορεία των Ενδελέχεια ζήσατε την άνοδο του ελληνόφωνου rock της δεκαετίας του '90. Πώς βιώσατε αυτή την περίοδο και ποια ήταν η σχέση σας με άλλα σχήματα της εποχής;

Η δεκαετία του ’90 ήταν μια περίεργη αλλά και όμορφη περίοδος. Για κάποιους λόγους, που προφανώς έχουν να κάνουν με την επιτυχία που είχαν οι Τρύπες, η αγορά ήθελε το ελληνόφωνο ροκ, κι αυτό μας έδωσε παραγωγό, εταιρία, και χώρο να βγούμε μπροστά. Δεν το ζούσαμε σαν "σκηνή" με την μουσική έννοια, ήταν πιο πολύ μια συγκυρία, μια ανάγκη που μοιραζόμασταν με άλλους. Με τα άλλα συγκροτήματα της εποχής είχαμε σχέση μάλλον φιλική παρά ανταγωνιστική. Μας ένωνε το ότι όλοι ήμασταν εκτός κλίματος και, εδώ που τα λέμε, στον... κόσμο μας. Ήταν πιο πολύ μια συνάντηση συγκυριών, μια ανάγκη που αιωρούνταν. Την εποχή εκείνη την κουβαλάω μέσα μου σαν μια ανάσα ελευθερίας. Δεν σκεφτόμασταν αν θα κρατήσει ή όχι, απλά το ζούσαμε.

Τι ήταν αυτό που οδήγησε στη διάλυση των Ενδελέχεια; Ήταν μια συνειδητή απόφαση ή κάτι που προέκυψε ξαφνικά;

Μάλλον η κούραση και οι αλλαγές στη ζωή του καθενός. Δεν είχαμε όλοι επαγγελματικές βλέψεις στη μουσική. Ο καθένας έβαλε μπροστά τις δικές του προτεραιότητες. Εξάλλου, 17 χρόνια μετά της δημιουργία του γκρουπ, όλα είχαν αλλάξει εκτός από την πρώτη άτυπη σύμβαση που είχαμε μεταξύ μας. Δεν γινόταν να κρατήσει άλλο. Ίσως να έπρεπε να έχει τελειώσει και νωρίτερα...

Οι Ευδαίμονες τους οποίους δημιούργησες μετά τη διάλυση των Ενδελέχεια πως προέκυψαν;

Ήθελα να κάνω κάτι διαφορετικό, κάτι πιο ακουστικό και με όργανα διαφορετικά από τις ηλεκτρικές κιθάρες. Είχα ανάγκη να εκφράσω κάποια πράγματα που δεν μπορούσα να κάνω με τους Ενδελέχεια. Οι Ευδαίμονες ήταν ένα εξαιρετικό σχήμα με υπέροχους μουσικούς αλλά δεν ήταν συγκρότημα, ήταν οι μουσικοί μου. Δεν ήθελα κάτι τέτοιο και το είχα ξεκαθαρίσει στα παιδιά από την αρχή. Κάναμε μαζί δύο άλμπουμ.

To 2013 έφτιαξες επίσης και τους Ρε Καντίνι. Μίλησες μας για αυτούς και την σχέση σας με τη μουσική του Τσιτσάνη.

Ήταν μια περίοδος που ένιωσα την ανάγκη να γυρίσω πίσω στις μουσικές καταβολές μου. Με τους Ρε Καντίνι έκανα διάφορα αφιερώματα, πάντα με γνώμονα τις πρώτες ηχογραφήσεις των αγαπημένων μου ρεμπέτικων ή πρώιμων λαϊκών αν θέλετε. Έπαιζα και το διασκέδαζα καθώς δεν είχα την αγωνία της διαχείρισης δικού μου υλικού. Για αυτό είχαν φροντίσει με αξιοζήλευτη μαστοριά και γούστο ο Τσιτσάνης, ο Βαμβακάρης, ο Μητσάκης, ο Χατζηχρήστος, ο Σκαρβέλης και όλα εκείνα τα ιερά τέρατα του λαϊκού μας τραγουδιού.

Πιστεύεις πως παράγεται ή υπάρχει ακόμη χώρος για λαϊκό τραγούδι στις μέρες μας;

Φυσικά! Και τα δικά μας τραγούδια είναι λαϊκά, απλά δεν έχουν μπουζούκι. Το ροκ είναι λαϊκό είδος όπως άλλωστε και όλα τα είδη που δεν ανήκουν στη λεγόμενη λόγια μουσική.

Το 2015 κυκλοφορήσατε με τον Γρηγόρη Κλιούμη από τα Υπόγεια Ρεύματα το άλμπουμ “Κατρακύλες”. Πώς και δεν συνεχίσατε; Υπάρχει περίπτωση να συνεργαστείτε ξανά στο μέλλον;

Με τον Γρηγόρη είμαστε φίλοι πολλά χρόνια, οπότε το “Κατρακύλες” προέκυψε πολύ φυσικά, σαν παρέα που έγραψε και ηχογράφησε τραγούδια. Δεν το σκεφτήκαμε ποτέ μακροπρόθεσμα. Ήταν περισσότερο μια ανάγκη της στιγμής, μια καλλιτεχνική συνάντηση. Δεν συνεχίσαμε απλά γιατί ο καθένας είχε τα δικά του, τις μπάντες του, τις προσωπικές του δουλειές, τις υποχρεώσεις του. Ξέρεις πώς είναι αυτά, δύσκολο να συγχρονιστούν τα πάντα. Όσο για το αν θα ξανασυνεργαστούμε; Ε, ποτέ μη λες ποτέ. Με τον Γρηγόρη έχουμε πάντα μια καλή χημεία, οπότε αν βρεθεί ξανά η αφορμή και ο χρόνος, δεν αποκλείεται. Στην τελική, αυτά τα πράγματα γίνονται επειδή το θες, όχι επειδή τα προγραμματίζεις.

Η μετάβαση από το ομαδικό περιβάλλον ενός συγκροτήματος στην προσωπική σου πορεία σου κακοφάνηκε;

Σίγουρα είναι μεγάλη αλλαγή. Σ’ ένα συγκρότημα υπάρχει πάντα αυτή η αίσθηση της παρέας, της συλλογικής δημιουργίας, μοιράζεσαι χαρές, άγχη, αποφάσεις. Όταν βγαίνεις μόνος σου, όλο αυτό το κουβαλάς εσύ. Από τη μια σου δίνει ελευθερία, κάνεις ό,τι θέλεις, δεν χρειάζεται να το συζητάς με πέντε ανθρώπους, από την άλλη σου λείπει η συντροφικότητα. Δεν μπορώ να πω ότι μου κακοφάνηκε. Ήταν το επόμενο βήμα, η ανάγκη να εκφραστώ μόνος μου. Μπορεί να διαφέρει, αλλά και οι δύο φάσεις έχουν τη δική τους ομορφιά.

Υπάρχουν καλλιτέχνες με τους οποίους θα ήθελες να συνεργαστείς ή να είχες συνεργαστεί;

Πάντα υπάρχουν καλλιτέχνες που θα ήθελα να συναντηθώ μουσικά. Μου αρέσουν οι συνεργασίες και το έχω αποδείξει. Και παλιότερα, και τώρα. Δεν το βλέπω απαραίτητα σαν “όνειρο ζωής” αλλά σαν ενδιαφέρουσες συναντήσεις. Για παράδειγμα, θα με γοήτευε να συνεργαστώ με κάποιους ιδιαίτερους δημιουργούς, που έχουν τον δικό τους παράξενο κόσμο, είτε από τον χώρο του τραγουδιού είτε και πιο έξω. Γενικά, οι συνεργασίες είναι ωραίες όταν βγαίνουν αβίαστα. Δεν έχει σημασία τόσο το με ποιον όσο το να υπάρχει χημεία. Αν υπάρχει αυτό, ακόμα κι ένας εντελώς άγνωστος μουσικός μπορεί να σου δώσει περισσότερα από έναν διάσημο.

Η ακρόαση της μουσικής δεν είναι πια ίδια. Ακούς μισό ρεφρέν και πας στο επόμενο

Πώς βλέπεις την εξέλιξη της μουσικής βιομηχανίας με το streaming και την τεχνολογία;

Η αλήθεια είναι πως η τεχνολογία άλλαξε τα πάντα. Με το streaming, η μουσική έγινε πιο προσβάσιμη από ποτέ. Από την άλλη, όμως, η ίδια αυτή εξέλιξη έχει και το τίμημά της. Η ακρόαση της μουσικής δεν είναι πια ίδια. Ακούς μισό ρεφρέν και πας στο επόμενο. Για τους μουσικούς τα πράγματα είναι πιο δύσκολα οικονομικά. Τα έσοδα από τις πλατφόρμες είναι ελάχιστα, οπότε το μόνο που πραγματικά κρατάει είναι οι ζωντανές εμφανίσεις. Αλλά κι εκεί η τεχνολογία τείνει να εξαλείψει την ανάγκη να έχει κάποιος μουσικούς επί σκηνής. Είναι μια νέα πραγματικότητα. Έχεις απώλειες, έχεις καινούργιες δυνατότητες. Το θέμα είναι πώς θα συνεχίσεις να γράφεις και να παίζεις αληθινά τραγούδια, γιατί στο τέλος αυτό μένει.

Παράλληλα με τη μουσική, έχεις εκδώσει αρκετά βιβλία. Ποια ήταν η ανάγκη που σε οδήγησε στη συγγραφή;

Η συγγραφή ήρθε πολύ φυσικά. Ξεκίνησα από τους στίχους, που είναι έτσι κι αλλιώς μια μορφή γραφής και κάποια στιγμή ένιωσα ότι αυτά που είχα να πω δεν χωρούσαν πια σε ένα τρίλεπτο τραγούδι. Ήθελαν περισσότερο χώρο, περισσότερο χρόνο. Δεν το έκανα με στόχο να γίνω συγγραφέας. Ήταν περισσότερο ανάγκη έκφρασης. Όλα τα υπόλοιπα προέκυψαν ως φυσικό επακόλουθο. Για μένα, μουσική και γραφή είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Στη μουσική δουλεύεις με ήχους και ρυθμούς, στη λογοτεχνία με λέξεις και εικόνες. Αλλά στην ουσία και τα δύο είναι τρόποι να πεις κάτι που σε καίει.

Γράφεις από μικρή ηλικία; Θυμάσαι τον πρώτο σου στίχο ή το πρώτο σου τραγούδι;

Ναι, γράφω από πιτσιρικάς. Ο πρώτος μου στίχος; Ε, δεν τον θυμάμαι ακριβώς, αλλά σίγουρα ήταν κάτι αφελές, από αυτά που σήμερα τα βλέπεις και γελάς. Το πρώτο τραγούδι που έγραψα ολοκληρωμένο το θυμάμαι καλύτερα. Λίγη σχέση είχε με αυτά που έκανα αργότερα, αλλά ήταν η αρχή. Από τότε μέχρι τώρα, η διαδικασία είναι ίδια: μια φράση, μια εικόνα, κάτι που σε τσιγκλάει και λες αυτό πρέπει να το γράψω.

Πριν χρόνια είχες πει ότι "Δεν είμαι συγγραφέας. Μουσικός είμαι”. Μετά από τόσα βιβλία συνεχίζεις να αισθάνεσαι έτσι;

Θα σου παραθέσω όλο το σχετικό απόσπασμα, που προέρχεται από τον επίλογο του βιβλίο μου “Η Μονοκατοικία”, εκδ, Τόπος 2009, και ο καθένας ας βγάλει τα συμπεράσματά του: «Δεν είμαι μουσικός. Σιγά! Συγγραφέας μάλιστα! Απαγγέλω στίχους ρυθμικά. Σαν ραψωδός. Δεν μ’ αρέσει η μουσική μου, είναι για τα μπάζα. Μουσική αν θες ν’ ακούσεις βάλε Μότσαρτ ή Ντιούκ Έλλινγκτον. Τράβα στο Μέγαρο σε καμιά συμφωνική που μας έκανε τη χάρη να ’ρθει κι από ’δω. Αγόρασε ένα δίσκο του Μάλερ, του Κουρτ Βάιλ, του Μπραμς, του Νίνο Ρότα, στην ανάγκη του Παναγιώτη Τούντα. (...) Δεν είμαι συγγραφέας. Μουσικός είμαι. Γράφω σαν να βαράω τα τύμπανα. Το πληκτρολόγιο αναστενάζει! Παίζω πάνω του ρούμπες, σάμπες, μποσανόβες, καρσιλαμάδες, σουίνγκ. Το space είναι η γκρανκάσα, τα γράμματα ταμπούρα, τομ, βαθιά, κόνγκας, μπόνγκος κι από πάνω τα F και οι αριθμοί κάθε λογής πιατίνια. Παλιά που έγραφα με το χέρι, έπαιζα ένα φτωχό και καταφρονεμένο τουμπερλέκι με δύο μόνο ήχους: ντουμ-τεκ. Γράφω για να εξασκώ την τέχνη μου στα κρουστά και επειδή τα τύμπανα κάνουν πολύ φασαρία»..

Πώς συνδέεται η μουσική με τη συγγραφή στην καλλιτεχνική σου έκφραση; Υπάρχουν κοινά στοιχεία ή λειτουργούν ως δύο εντελώς διαφορετικές διαδικασίες;

Η μουσική και η συγγραφή για μένα είναι σαν δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος. Στη μουσική νιώθω τον παλμό, την ένταση, την αδρεναλίνη της στιγμής, ενώ στη συγγραφή ψάχνω να πιάσω αυτό που δεν λέγεται με νότες, τις λέξεις που κουβαλούν εικόνες και συναισθήματα. Και στις δύο διαδικασίες όμως υπάρχει η ίδια ανάγκη να εκφράσω κάτι που με ξεπερνά. Δεν είναι εντελώς διαφορετικά, η μουσική και η γραφή μιλάνε την ίδια γλώσσα, απλώς με διαφορετικά εργαλεία.

Η Τεχνητή Νοημοσύνη αλλάζει δραματικά τον κόσμο. Πιστεύει πως αυτή μπορεί να επηρεάσει ή να αλλοιώσει τη δημιουργική διαδικασία;

Η Τεχνητή Νοημοσύνη μπορεί να βοηθήσει, αλλά δεν μπορεί να νιώσει. Η δημιουργία ζει μέσα στην εμπειρία, στον πόνο και στη χαρά. Αν η τεχνολογία προσπαθήσει να την αντικαταστήσει, χάνουμε την ψυχή της τέχνης.

Πες μας μερικά πράγματα για την “Μπουμπού” και για το πως προέκυψε η μεταφορά της στο θέατρο;

Η Μπουμπού δεν είναι απλώς μια ιστορία, είναι βασισμένη στη ζωή της μητέρας μου. Είναι η σκληρή αλήθεια της καθημερινότητας και της πάλης με τη μοίρα, αλλά και η χαρά που βρίσκουμε στις μικρές στιγμές. Από την Κρήτη της δεκαετίας του ’40 και τον Πειραιά του ‘50 μέχρι τις μέρες μας. Η μεταφορά της στο θέατρο προέκυψε ως φυσικό επακόλουθο ενός άκρως θεατρικού κειμένου. Είναι μια ευτυχής συνεργασία με τον σκηνοθέτη Κωνσταντίνο Πασσά και την ηθοποιό Δήμητρα Κολλά. Φέτος θα ανέβει για δεύτερη σεζόν στο θέατρο Εν Αθήναις από τέλος Σεπτέμβρη. Εκεί η Μπουμπού παίρνει σάρκα και οστά, και η ιστορία της γίνεται πιο ζωντανή, πιο ανθρώπινη, πιο άμεση.

Ποια αισθάνεσαι πως είναι η πιο σημαντική ανταμοιβή που σου έχει προσφέρει η μουσική και η τέχνη γενικότερα;

Η σύνδεση με τον ίδιο μου τον εαυτό, με τους ανθρώπους γύρω μου και με ό,τι είναι πέρα από εμένα. Μέσα από τη μουσική, τη συγγραφή και το τραγούδι, καταφέρνω να εκφράσω αυτό που δεν λέγεται εύκολα με λέξεις. Άσε που κάνω και δωρεάν ψυχοθεραπεία.

Η τέχνη που δεν νοιάζεται για τον κόσμο γύρω της κινδυνεύει να χάσει την ουσία της

Είσαι ένας καλλιτέχνης που σχεδόν πάντα παίρνει θέση σε κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα. Πιστεύεις ότι αυτό είναι σημαντικό για έναν δημιουργό;

Ο δημιουργός ζει μέσα στην κοινωνία και η δουλειά του αντικατοπτρίζει όσα βλέπει, όσα νιώθει και όσα τον αγγίζουν. Είναι σημαντικό να παίρνει θέση, να έχει ενσυναίσθηση. Η τέχνη που δεν νοιάζεται για τον κόσμο γύρω της κινδυνεύει να χάσει την ουσία της δηλαδή να αγγίζει, να προβληματίζει, να ανακινήσει συναισθήματα και σκέψεις. Τέχνη και εξουσία δεν μπορεί να συμπορεύονται, είναι από τη φύση τους έννοιες αντικρουόμενες.

Έχεις στοχοποιηθεί ουκ ολίγες φορές για όσα έχεις πει ή γράψει για τον Κυριάκο Μητσοτάκη; Σου έχει στοιχίσει όλο αυτό;

Ε, ναι… έχω ενοχοποιηθεί αρκετές φορές. Δεν είναι μυστικό. Ζούμε σε μια χώρα που η πολιτική σάτιρα και η κριτική δεν συγχωρούνται πάντα εύκολα. Έχω γράψει τραγούδια, κείμενα, έχω κάνει δηλώσεις που ενόχλησαν αλλά δεν το μετανιώνω. Για μένα είναι καθήκον του καλλιτέχνη να μιλάει, να παίρνει θέση.

Αν μου στοίχισε; Μάλλον, με την έννοια ότι πολλές φορές βρέθηκα απέναντι σε προκαταλήψεις, σε εμπάθειες, ακόμα και σε μικρές «μαύρες λίστες». Αλλά ξέρεις τι; Κερδίζεις κάτι πολύ σημαντικότερο: την ελευθερία να λες αυτό που πιστεύεις χωρίς να κάνεις εκπτώσεις. Αυτό για μένα είναι αδιαπραγμάτευτο. Αν είναι να σιωπήσω για να μην ενοχλήσω, καλύτερα να μην γράψω τίποτα. Δεν μπορώ να κάνω μόκο, δεν είναι στο χαρακτήρα μου.

Πιστεύεις πως με όλα αυτά που συμβαίνουν καθημερινά με καταστολή, σκάνδαλα, κτλ. αλλάζει το κλίμα υπέρ της κυβέρνησης μέσα στην κοινωνία;

Την κοινωνία δεν αλλάζουν οι άσχημες ειδήσεις, τα σκάνδαλα και φωνές διαμαρτυρίας. Οι άνθρωποι κρίνουν με βάση την καθημερινότητά τους, τη σχέση τους με το κράτος, με την εργασία, με την παιδεία, την υγεία και την ασφάλεια. Φυσικά, γεγονότα όπως καταστολή ή σκάνδαλα επηρεάζουν το κλίμα, αλλά δεν καθορίζουν από μόνα τους τη γνώμη των ανθρώπων. Όταν όμως απουσιάζουν η εμπιστοσύνη στο κράτος, η διαφάνεια και η αίσθηση ότι η κοινωνία προχωρά μπροστά, η απογοήτευση μεγαλώνει, ανεξαρτήτως κυβερνητικών χειρισμών και κανείς δεν ξέρει όλο αυτό τι επιπτώσεις θα έχει.

Αν μπορούσες να δώσεις μια συμβουλή στον εαυτό σου όταν ξεκινούσες, τι θα του έλεγες;

Ακολούθησε την ταραχή του σφυγμού σου.

Στην Ρεματιά Χαλανδρίου, την Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2025, θα γιορτάσεις τα 30 χρόνια καλλιτεχνικής σου παρουσίας με πολλούς καλεσμένους. Πως έγινε η επιλογή τους;

Προφανώς και δεν έγινε τυχαία, προέκυψε μέσα από τις σχέσεις, τις συνεργασίες και τις κοινές μουσικές μας πορείες όλα αυτά τα χρόνια. Είναι άνθρωποι που με έχουν εμπνεύσει, που έχουν μοιραστεί μαζί μου τραγούδια κι εμπειρίες και νιώθω ότι έχουν κάτι να προσθέσουν σε αυτή τη γιορτή. Το σημαντικό για μένα ήταν να δημιουργηθεί μια ατμόσφαιρα γιορτής, αναμνήσεων και μουσικής σύνδεσης, όπου η μουσική θα μας ενώσει πέρα από τίτλους ή χρονολογίες.

Και τι να περιμένουμε από αυτή σου την εμφάνιση;

Μια γιορτή, όχι μόνο για τα 30 χρόνια μου στη δισκογραφία, αλλά για τη σύνδεση με τους ανθρώπους που με έχουν συνοδεύσει και με έχουν εμπνεύσει. Θέλω το κοινό να φύγει με την αίσθηση ότι είμαστε εδώ κι η μουσική μας είναι ζωντανή, ικανή να σε ξεσηκώσει και την επόμενη στιγμή να σε συγκινήσει και να σε κάνει να σκεφτείς.

Τελευταία ερώτηση, υπάρχουν πράγματα που δουλεύεις αυτόν τον καιρό και θα φτάσουν σε εμάς το επόμενο διάστημα;

Η «Μπουμπού» για δεύτερη σεζόν στο θέατρο Εν Αθήναις. Ένα καινούργιο βιβλίο με ιστορίες του ελληνικού ροκ. Μία νέα συλλογή των τελευταίων μου τραγουδιών σε CD. Νέα σινγκλ στο κανάλι μου σε σταθερή ροή και πολλές πολλές συναυλίες...

  • SHARE
  • TWEET