Morbid Angel: Τα οράματα ενός νοσηρού αγγέλου...

Από τον Φίλιππο Αλέκου, 29/07/2008 @ 04:46
Κανείς δε μπορεί να γνωρίζει τι ακριβώς είχε στο μυαλό του ο εικοσάχρονος Γιώργος Εμμανουήλ ο Τρίτος, όταν το 1984 αποφάσισε να σχηματίσει μία μπάντα για να εκφράσει τις μουσικές του ανησυχίες. Ό,τι και αν ήταν αυτό όμως, η χρονιά σημαδεύτηκε από τη γέννηση ενός μουσικού μεγαθήριου και οι Morbid Angel αναδύθηκαν από τους υγρούς βάλτους της Φλόριντα των Ηνωμένων Πολιτειών για να διαδώσουν σκοτεινά οράματα και βλασφημία. Ο ίδιος ο εμπνευστής τους, αφήνοντας πίσω το κοσμικό του όνομα και υιοθετώντας το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Trey Azagthoth, έμελλε να αναδειχθεί ως μία από τις κορυφαίες μορφές του death metal και ο σημαντικότερος ίσως κιθαρίστας του είδους.



Όπως οι περισσότερες μπάντες, οι Morbid Angel ξεκίνησαν ηχογραφώντας κάποια demo και το 1986 μπαίνουν στο στούντιο για να ετοιμάσουν τον πρώτο ολοκληρωμένο δίσκο τους. Το "Abominations Of Desolation" ηχογραφείται, με τον Azagthoth να χειρίζεται όλα τα έγχορδα, τον Mike Browning να αναλαμβάνει τα φωνητικά και τα drums (τουλάχιστον έτσι αναφέρει η επίσημη εκδοχή για το line up) και τον David Vincent στην καρέκλα του παραγωγού. Ο κιθαρίστας δε μένει ικανοποιημένος, διώχνει τον Mike Browning και οι ηχογραφήσεις μπαίνουν στο συρτάρι.

Αποφασίζει, δε, να αναδιοργανώσει τη μπάντα. Τσιμπώντας από τους τότε διαλυμένους grind πρωτοπόρους Terrorizer τον drummer Pete "Commando" Sandoval και τον David Vincent στο μπάσο και τα φωνητικά, και με τον Richard Brunelle για δεύτερο κιθαρίστα, οι Morbid Angel μπαίνουν σε μία νέα περίοδο. Το 1989 η underground σκηνή συγκλονίζεται από την έλευση του "Altars Οf Madness". Το ντεμπούτο προκαλεί εντύπωση για την ακρότητα που χαρακτήριζε τα κομμάτια, αλλά και την τεχνική που κατάφερνε μοναδικά να συνυπάρχει. Οι σχεδόν grind ρυθμοί, με τα εντελώς thrashy solo και η παραγωγή στα θρυλικά πλέον Morrisound στούντιο συνέθεσαν ένα ηχητικό πανδαιμόνιο και ανέβασαν ψηλά στην εκτίμηση του κοινού το δίσκο, που πλέον αποτελεί πραγματική Βίβλο για το death metal. Και επειδή εκτός από απόλυτα επιδραστικό, το "Altars..." διακρίθηκε και από εμπορική επιτυχία, έβαλε τους Morbid Angel στην ιστορική Grindcrusher Tour μαζί με τα άλλα μεγαθήρια του είδους, τους Napalm Death, τους Bolt Thrower και τους Carcass.

Ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει λένε, και έτσι το κουαρτέτο τον Ιούλιο του '91 κυκλοφορεί από την Earache Records (όπως και το ντεμπούτο τους) το "Blessed Are The Sick", ανεβάζοντας τον πήχη της ποιότητας σε ύψη σχεδόν δυσθεώρητα (ακόμα και για την ίδια τη μπάντα). Η μπάντα παρουσιάζει πλέον μεγαλύτερη μουσική ποικιλία. Τα ταχύτατα, death/grind κομμάτια πλέον συνυπάρχουν με mid paced ογκόλιθους, κιθαριστικά θέματα βγαλμένα από τον βούρκο, ακόμα και σόλο πιάνου, και θέτονται νέα standards για τον ήχο και το ιδίωμα. Το concept του "Blessed Are The Sick" και η γενικότερη στιχουργική αντίληψη του γκρουπ περνά από το ακραιφνές αντιχριστιανικό μένος του "Altars Οf Madness" (χωρίς ποτέ όμως να το εγκαταλείπει εντελώς), σε επιρροές από τον H. P. Lovecraft (όπως άλλωστε και το ψευδώνυμο Azagthoth) και τον αποκρυφισμό και οπτικοποιείται θαυμάσια με τον πίνακα του J. Delville, "Les Tresors De Satan".

Παράλληλα η Earache, βλέποντας την αυξανόμενη επιτυχία της μπάντας, ρίχνει στην αγορά και το μέχρι τότε ακυκλοφόρητο "Abominations Of Desolation", αλλάζοντας για μόνη φορά έως σήμερα την αγαπημένη συνήθεια του Trey να κυκλοφορεί δίσκους με τους τίτλους τους σε αλφαβητική σειρά. Το 1993 έμελλε να είναι η χρονιά που το death metal έκανε το μεγάλο εμπορικό breakthrough και αυτό χάρη στους Morbid Angel. Η μπάντα υπογράφει συμβόλαιο (για την Αμερική μόνο) με τη Giant Records, σε συνεργασία με την Warner Brother, ενώ στην Ευρώπη συνεχίζουν κανονικά υπό την Earache. Έτσι κυκλοφορεί το "Covenant", ηχογραφημένο και πάλι στην Tampa και τα Morrisound, αλλά με παραγωγό τον διάσημο Flemming Rasmussen αυτή τη φορά.

Παρά το major δισκογραφικό συμβόλαιο τους, οι Morbid Angel δε συμβιβάστηκαν ούτε στο ελάχιστο μουσικά, συνεχίζοντας τη συνταγή των προηγούμενων δύο δίσκων, και το "Covenant" έγινε η μεγαλύτερη τους εμπορική επιτυχία έως τώρα. Δύο video clip για το "God of Emptiness" και το "Rapture" αντίστοιχα ντεμπούταραν στο MTV και ο δίσκος πούλησε πάνω από 500.000 αντίτυπα. Υποστηρίχτηκε, δε, από περιοδείες και εμφανίσεις κάτω από ονόματα τεράστια, όπως οι Black Sabbath και οι Motorhead, με live κιθαρίστα τον Erik Rutan, αφού ο Brunelle είχε εγκαταλείψει από τα μέσα του '92.

Το Μάιο του 1995 ήρθε και η δεύτερη κυκλοφορία για τη Giant Records. Στο "Domination", όπου συμμετείχε συνθετικά και ο Erik Rutan, παρατηρούμε διαφοροποίηση σε σχέση με τους προκατόχους του. Heavy groove σημεία και χαμηλοκουρδισμένα riff κάνουν την εμφάνιση τους στα τραγούδια. Παρά το ότι, αντικειμενικά, το "Domination" ήταν ένας πολύ καλός δίσκος, δε μπόρεσε τελικά να συναντήσει τα υψηλά στάνταρ που το ίδιο το γκρουπ έθεσε με τις προηγούμενες κυκλοφορίες. Ένα video clip έγινε για το "Where Τhe Slime Live" και ακολούθησαν πάλι εκτενείς περιοδείες, κατά τις οποίες ηχογραφήθηκε και το μοναδικό live album της μπάντας. Το "Entangled In Chaos" κυκλοφόρησε από την Earache το '96 και πρόκειται για μία live ηχογράφηση για σεμινάριο, με την απόδοση του γκρουπ επί σκηνής να αγγίζει εξωπραγματικά επίπεδα. Επίσης αποτελεί και την τελευταία κυκλοφορία των Morbid Angel με τον David Vincent πίσω απ' το μικρόφωνο, αφού εγκατέλειψε μετά από διαφωνίες με τον Azagthoth.

Δύο χρόνια χρειάστηκαν για να ανασυνταχτούν οι δυνάμεις του γκρουπ και με τον Steve Tucker πλέον να χειρίζεται το μπάσο και τα φωνητικά εξαπολύουν άλλη μία ηχητική επίθεση. Το "Formulas Fatal To The Flesh" βλέπει το φως της ημέρας το Φεβρουάριο του 1998 και ρίχνει τον κόσμο στο σκοτάδι με την back to the roots προσέγγιση της μπάντας και του ήχου του "Altars Οf Madness". Με το εξώφυλλο να εμφανίζει τρία συνεχόμενα "F", το έκτο γράμμα του αλφαβήτου δηλαδή, τα στιχουργικά θέματα να κατακλύζονται από αναφορές σε Βαβυλωνιακούς θεούς και δαίμονες και ορισμένους στίχους να γράφονται σε σουμεριακή γραφή, ο δίσκος δείχνει τους Angel ανανεωμένους και πιο ακραίους από ποτέ.

Όταν πλέον η μπάντα μπαίνει στη νέα χιλιετία, κυκλοφορεί το πολυαναμενόμενο "Gateways To Annihilation". Στο line up της μπάντας κάνει την εμφάνιση του για τελευταία φορά ο Erik Rutan, ο οποίος δε συμμετείχε στον προηγούμενο δίσκο και εγκαταλείπει μετά απ' αυτόν, το 2002. Ο δίσκος, πιο δυναμικός από το "Formulas...", αλλά χωρίς να χαρακτηρίζεται από την πρωτοφανή ακρότητα του προκατόχου του, είναι και ο πρώτος όπου ο Steve Tucker συμβάλει συνθετικά, αλλά αντικαθίσταται προσωρινά από τον Jared Anderson (R.I.P. - 10/14/2006) για τις επερχόμενες περιοδείες. Περιοδείες μαζί με τους Pantera και τους Slayer στην Αμερική εκθέτουν τη δύναμη της μπάντας στις μάζες για άλλη μια φορά.

Ο τελευταίος δίσκος των Morbid Angel κυκλοφόρησε το 2003. Το "Heretic", με τον Tucker και πάλι σε καθήκοντα μπασίστα, τραγουδιστή, είναι ίσως και η μοναδική αδύναμη κυκλοφορία τους, παρά την προσπάθεια των μελών. Ο δίσκος πούλησε ελάχιστα, με αποτέλεσμα να χάσει η μπάντα τη μόνιμη έως τότε δισκογραφική της στέγη, την Earache Records.

Κάπου εκεί, και προς τέρψιν όλων των οπαδών, ανακοινώνεται η επανασύνδεση των Αγγέλων με τον ιστορικό τραγουδιστής τους, τον David Vincent, και το κλασσικό trio είναι πλέον πραγματικότητα. Από τότε η μπάντα περιοδεύει, ενώ τον τελευταίο χρόνο ηχογραφεί και νέο δίσκο, τον πρώτο με τον Vincent μετά από 13 χρόνια περίπου, ενώ πρόσφατα ανακοίνωσε τον Thor Anders "Destructhor" Myhren ως δεύτερο, μόνιμο κιθαρίστα. Με αυτό το line up τους απολαύσαμε φέτος το καλοκαίρι στο Rockwave και φυσικά αναμένουμε το επερχόμενο δισκογραφικό χτύπημα.



Φίλιππος Αλέκου
  • SHARE
  • TWEET