Metallica, The Cult, Λευκή Συμφωνία @ Γήπεδο Πανιωνίου 27/06/93

21/06/2007 @ 14:29
Ήταν 20 Ιουνίου του 1993, γύρω στις 23:00, όταν η βελόνα του ραδιοφώνου έδειχνε τέρμα αριστερά στα ερτζιανά, σε σταθμό που δεν υφίσταται πια, και οι παραγωγοί της metal εκπομπής του ανακοίνωναν διαγωνισμό με ένα νικητή. Το έπαθλο αυτού; 1 εισιτήριο αξίας 7.000 δρχ για τη συναυλία των Metallica στη Ν. Σμύρνη. Η ερώτηση ζητούσε το όνομα του συγκροτήματος και του τραγουδιού που θα έπαιζε αμέσως μετά. Έχοντας παραμάσχαλα το τηλέφωνο, τέντωσα τα αφτιά μου για τις πρώτες νότες του. Η αντίδραση ήταν άμεση, σχηματίζοντας το νούμερο στο καντράν και περιμένοντας να καλέσει τον αριθμό, επαναλάμβανα την απάντηση συνεχώς μέσα μου, μήπως και την ξεχνούσα. Με το "καλησπέρα φίλε μου, σε ακούμε", ξεστόμισα τις σπουδαιότερες λέξεις της μέχρι τότε ζωής μου: «Είναι οι "It's A Beautiful Day" στο "Bombay Calling"...»... κενό λίγων δευτερολέπτων μέχρι τη λυτρωτική απόκριση του «Κέρδισες! Όλοι μας λένε "Deep Purple - Child in Time"». Τα υπόλοιπα είναι ιστορία, με τον γράφοντα να παραλαμβάνει το εισιτήριο την επομένη από τα Goody's στην Ομόνοια μαζί με το επερχόμενο set list.

Οι μέρες είχαν ήδη αρχίσει να μετρούνται αντίστροφα και η αγωνία να κορυφώνεται. Ναι, ήταν αλήθεια: οι Metallica θα βρίσκονταν στη χώρα μας για πρώτη φορά και, όπως ξέρετε, η πρώτη φορά μένει για πάντα. Τα έντυπα και οι ραδιοφωνικοί σταθμοί που ασχολούνταν με την metal μουσική σκηνή είχαν πάρει φωτιά και το γεγονός του καλοκαιριού (αν όχι της χρονιάς ή της δεκαετίας) ήταν πια ένα! Τα αφιερώματα έδιναν και έπαιρναν και η Ελλάδα χόρευε στους ρυθμούς του "Black Album" και των υπόλοιπων δίσκων τους. Πιτσιρικάδες εμείς τότε, αγωνιούσαμε να δούμε τον Hetfield και την παρέα του, σε μεγάλα κέφια ομολογουμένως, και ο δρόμος προς την Κυριακή έμοιαζε με το δρόμο που διέσχιζε ο Δάντης στην καλοφτιαγμένη κόλασή του. Ατελείωτος! Η εν λόγω συναυλία αποτέλεσε άπειρες φορές αντικείμενο συζήτησης εκείνο το διάστημα και όλοι είχαμε την αίσθηση ότι εμείς πρέπει να είχαμε περισσότερο άγχος από Εκείνους.

Ευτυχώς, η αδιάκοπη αναμονή μίκρυνε τόσο, που κατάφερε να χωρέσει μέσα στα μάτια μας, και μία μέρα μας χώριζε από το μεγάλο και το αληθινό. Την επόμενη Κυριακή είχαμε φτάσει από το μεσημέρι στο γήπεδο του Πανιωνίου και οι απώλειες ήταν εμφανείς: φίλοι και γνωστοί που την επομένη διαγωνίζονταν στην πρώτη μέρα των Πανελλήνιων Εξετάσεων προτίμησαν να αγχωθούν λίγο παραπάνω, με τους υπόλοιπους να αποτίουμε φόρο τιμής στην τέταρτη δέσμη και στα ευεργετικά της πλεονεκτήματα. Οι ώρες περνούσαν βασανιστικά μέχρι το άνοιγμα των εισόδων και η ζέστη, μαζί με τα όργανα της τάξης, το έκαναν ακόμα δυσκολότερο, με τις αναίτιες προκλήσεις και το κυνηγητό τους. Γύρω στις 17:00, αν θυμάμαι καλά, διαβήκαμε την πύλη Νο. 12 και στρωθήκαμε κατάχαμα στο γρασίδι του γηπέδου. Κακά τα ψέματα, σχεδόν όλοι μας είχαμε πάει για τους Metallica, οπότε η εμφάνιση των άλλων 2 συγκροτημάτων ήταν καμμένη εν τη γεννέσει της.

Οι Λευκή Συμφωνία βγήκαν λίγο μετά τις 19:00 και, μέσα στη μισή ώρα που έπαιξαν, δεν κατάφεραν να ξεσηκώσουν το αδηφάγο κοινό. Επικεντρώθηκαν στο ομώνυμο τρίτο (;) άλμπουμ τους κι εμείς σε έναν μπουκαλοπόλεμο νερών άνευ προηγουμένου! Λίγα λεπτά αργότερα έκαναν την εμφάνισή τους οι Cult (ποιοι Cult τώρα και πράσσειν άλογα;!) και ομολογουμένως αδικήθηκαν καταφανέστατα. Τα 50 λεπτά τους ήταν λίγα και παρ' όλη την εξαιρετική τους παρουσία με τα "The Witch", "Little Devil", "Peace Dog", "She Sells Sanctuary", "Earth Mofo", "Fire Woman", "Love Removal Machine" και "Wild Flower" (τέλος μνήμης) δεν έκαναν δικό τους το κοινό, εκτός από τη στιγμή που ο Ian Astbury (με καρεδάκι μαλλί παρακαλώ) έβγαλε το πουκάμισό του, εκτινάσσοντας αρκετούς στηθόδεσμους στον αέρα και τη libido μας στα ύψη.

Είχε ήδη αρχίσει να σουρουπώνει, όταν το στάδιο συγκλονιζόταν από τις ιαχές "Metallica, Metallica..." και η μεγάλη στιγμή έφτασε. Οι πρώτοι γνώριμοι ήχοι του "Ecstasy Of Gold" έκαναν την εμφάνισή τους και πλήθος κόσμου άρχισε να παραληρεί και να χειροκροτεί. Η λέξη «ανατριχίλα» είναι πολύ μικρή για να περιγράψει αυτό που αισθανόμασταν όλοι εμείς εκεί, λουσμένοι εκστατικά από συγκίνηση και ρίγη. Μια κοπέλα έπεσε λιπόθυμη διπλά μου (η ζέστη ήταν κολασμένη και η ατμόσφαιρα αποπνικτική) και κανείς δεν της έδωσε σημασία. Όλα τα μάτια ήταν στραμμένα στους μαυροφορεμένους Four Horsemen που είχαν κλέψει χρόνια τώρα τις καρδιές μας.

Το ξέσπασμα δεν άργησε να έρθει με την έναρξη του "Creeping Death" και τη γνώριμη φωνή να ξεστομίζει: "mother fucker how are you? - Creeping Death...". Η αντίστροφη μέτρηση για τη μαγική νύχτα είχε αρχίσει και βυθιζόμασταν όλο και πιο βαθιά... γυρισμός δεν υπήρχε. Κάθε φορά που ο James απευθυνόταν στο κοινό, αυτό εκδηλωνόταν με τον πιο έξαλλο τρόπο, ανταποδίδοντάς τους τα εύσημα και ένα μερίδιο ευγνωμοσύνης για το καλωσόρισμα. Τα μπαλκόνια γύρω από το γήπεδο ήταν γεμάτα με κάθε λογής κόσμου, όπως και οι ταράτσες, και το Hell σκηνικό είχε καλά στηθεί για εμάς που βρισκόμασταν μέσα στο Snake Pit. "Harvester Of Sorrow", "Welcome Home (Sanitarium)" και "Of Wolf And Man" διαδέχτηκαν το ένα το άλλο με ακόμη μεγαλύτερη δίψα και έναν James να δηλώνει ότι επιτέλους ήρθαν για όλους τους Metallica fans που μοιάζαμε με τέρας έτοιμο να τους κατασπαράξει από λατρεία.

"Wherever I May Roam" και χιλιάδες κεφάλια πήγαιναν πάνω κάτω ρυθμικά στο πιο βαρύγδουπο doomοειδές riff που έχουν γράψει. Ο Hetfield με το ζόρι ακουγόταν, εξαιτίας της δική μας φωνής που έφτανε μέχρι τα αυτιά του Θεού της Μουσικής. Όλοι ευχόμασταν να μην τελειώσει ποτέ αυτό το μαγικό βράδυ. Κάπως έτσι πήγε και η συνέχεια: "The Thing That Sould Not Be", "The Unforgiven", "Disposable Heroes", "Orion / To Live Is To Die / Call Of Ktulu", "The Four Horsemen", "For Whom The Bell Tolls", "Fade To Black". Το play list ήταν κάτι παραπάνω από ιδανικό και η ώρα του "Master των Masters" είχε έρθει: Το καλύτερο riff στην ιστορία του heavy metal έκανε αγενώς την εμφάνισή του και ολόκληρη η Νέα Σμύρνη σειόταν υπό τις φωνές μας που διψασμένα ούρλιαζαν «Master - Master». Τα καπνογόνα είχαν ήδη ανάψει και παρασυρμένοι στη δίνη τους ήμασταν τόσο ευτυχείς που θα πεθαίναμε εκεί μέσα!

Ο χρόνος είχε σταματήσει ώρες πριν και δε χορταίναμε να μας σφυροκοπούν με τη διάθεση και το παίξιμό τους. "Seek And Destroy" και "Whiplash" η συνέχεια, ενώ για encore τα "Nothing Else Matters", "Sad But True", "Last Caress", "One" και το τέλειο φινάλε... φυσικά με "Enter Sandman". Και τα δώσαμε όλα. Όλα σε Εκείνους. Να τους ευχαριστήσουμε για να μας ξανάρθουν. Και το καταφέραμε.

Εξουθενωμένοι οι μισοί και αποσβολωμένοι οι υπόλοιποι, πήραμε το μακρύ δρόμο του γυρισμού με ανάμεικτα συναισθήματα ο καθένας. Όλοι όμως είχαμε πάρει αυτό που μας άξιζε: ικανοποίηση για μία τέλεια οργανωμένη βραδιά, γεμάτη ένταση και αληθινή μουσική, βγαλμένη μέσα από τις κιθάρες και τις ψυχές τους. Γίναμε όλοι Ένα, χωρίς γκρίνιες και παράπονα και σαν εκστασιασμένοι που ήμασταν, αρχίσαμε σιγά σιγά να πατάμε και πάλι στη Γη, αν και τα μάτια μας φώναζαν ακόμη και μέρες μετά ένα όνομα. Ακριβώς όπως τους αγαπήσαμε και τους λατρέψαμε, ακριβώς για αυτό που είναι. Γιατί είναι οι METALLICA.

Μετά από αυτή τη νύχτα του '93, τίποτε δεν είναι το ίδιο. Όσοι ήσασταν εκεί, καταλαβαίνετε ακριβώς τι θέλουμε να πούμε...

  • SHARE
  • TWEET