Αφιέρωμα: Blue Oyster Cult

Από τον Κωστή Αγραφιώτη, 29/05/2008 @ 04:17
Οι περισσότεροι τους γνωρίζουν χάρη στο περίφημο "(Don't Fear) The Reaper", πολλοί έχουν μείνει με την εντύπωση πως ήταν μία προσπάθεια από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού για να απαντηθεί το φαινόμενο των Black Sabbath, ίσως να μην είναι και λίγοι αυτοί που δεν τους έχουν ακούσει ποτέ. Όσοι όμως έχουν εντρυφήσει στη μουσική των Νεοϋορκέζων Blue Oyster Cult, έχουν να λένε πως η αμερικανική (μα... τόσο αγγλική) αυτή μπάντα αποτελεί ένα από τα κορυφαία και πιο «εγκεφαλικά» σχήματα που ανέδειξε ποτέ η «σκληρή» rock.

Ποιοι είναι πραγματικά λοιπόν αυτοί οι Αμερικανοί με το περίεργο όνομα; Τι έχουν καταφέρει και γιατί θεωρούνται ιδιαίτεροι; Ποια η σχέση τους με την επιστημονική φαντασία και ποια με το heavy metal;



Ας τα πάρουμε με τη σειρά.

Το 1967, ο φιλόδοξος τότε manager, ποιητής, παραγωγός και κριτικός στο “Crawdaddy!” (το πρώτο αμερικάνικο περιοδικό με κριτικές σε Rock & Roll δίσκους), Sandy Pearlman, είχε μόλις τελειώσει τις σπουδές του στο State University of New York του Stony Brook. Στην ίδια περιοχή, οι κιθαρίστες John Wiesenthal και Donald Roeser, o drummer Albert Bouchard, ο πληκτράς Allen Lanier και ο μπασίστας Andrew Winters μόλις ξεκινούσαν τις πρώτες τους πρόβες ως μπάντα. Ο Pearlman, που είχε «χωθεί» για τα καλά στη μουσική σκηνή του Long Island, δεν άργησε να τους ανακαλύψει και να αναγνωρίσει το ταλέντο του νεοσύστατου αυτού σχήματος. Οι πέντε μουσικοί από την άλλη, είδαν στο πρόσωπο του Pearlman τον manager που θα μπορούσε με τις διασυνδέσεις του να κλείσει τις κατάλληλες συμφωνίες. Η έναρξη της συνεργασίας ανάμεσα στις δύο πλευρές δεν άργησε να έρθει.

Ο Pearlman ονόμασε το συγκρότημα Soft White Underbelly, με το όνομα να είναι εμπνευσμένο από μία ομιλία του Winston Churchill κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου.

Πέραν από πολλές συναυλίες σε όλη τη Νέα Υόρκη (οι S.W.U. βρέθηκαν να ανοίγουν μάλιστα συναυλίες των Grateful Dead και του Muddy Waters), ο Pearlman κατάφερε να κλείσει συμφωνία με την Elektra Records, για την οποία η μπάντα ηχογράφησε το 1968 τον πρώτο της δίσκο, με τον Les Braunstein να αναλαμβάνει τα φωνητικά. Πολλοί στίχοι του δίσκου ανήκαν στον ίδιο τον Pearlman αλλά και στον Richard Meltzer, ο οποίος ήταν τότε επίσης κριτικός στο “Crawdaddy!”, ενώ συνεχίζει να παρέχει ιδέες στην μπάντα ακόμα και σήμερα. Τόσο οι στίχοι του Pearlman, όσο και του Meltzer, είχαν συχνά να κάνουν με ιστορίες συνομωσίας, επιστημονικής φαντασίας, εξωγήινους κτλ.



Το 1969 ο Braunstein αποχώρησε, καθώς η φιλοσοφία της μουσικής κατεύθυνσης που ήθελε να ακολουθήσει ήταν τελείως διαφορετική από την αντίστοιχη των υπόλοιπων μελών. Η Elektra απογοητεύτηκε με το γεγονός, καθώς πίστευε πως ο Braunstein ήταν η καλύτερη απάντηση της Ανατολικής Ακτής στον Jim Morrison. Το αποτέλεσμα ήταν ο δίσκος που είχε ηχογραφηθεί την προηγούμενη χρονιά να μείνει στα ράφια των γραφείων της Elektra και το μέλλον της μπάντας να τεθεί σε κίνδυνο.

Ο αντικαταστάτης του Braunstein βρέθηκε στο πρόσωπο του μηχανικού ήχου της μπάντας, Eric Bloom, τον οποίο ο Lanier είχε ακούσει σε μία κασέτα να τραγουδάει και προφανώς είχε μείνει με αρκετά καλές εντυπώσεις. Η Elektra πείστηκε πως το συγκρότημα άξιζε άλλη μία ευκαιρία, έστω και χωρίς τον Braunstein.

Με τον Bloom πίσω από το μικρόφωνο, οι S.W.U. άφησαν πίσω τις ψυχεδελικές ρίζες τους και αφοσιώθηκαν σε μία πιο Rock & Roll προσέγγιση. Ενώ λοιπόν η μπάντα φάνηκε πως άρχισε να βρίσκει το δρόμο της, κάποιες αποκαρδιωτικές κριτικές συναυλιών τους, τους ανάγκασαν να αλλάξουν όνομα, καταλήγοντας τελικά στο Stalk-Forrest Group. Ως Stalk-Forrest Group μετακόμισαν στην Καλιφόρνια με σκοπό να ηχογραφήσουν στα εκεί στούντιο της Elektra τον πρώτο τους δίσκο. Την ίδια εποχή, ο Pearlman έδωσε ψευδώνυμα στο κάθε μέλος της μπάντας. Κανένα από αυτά δεν «επέζησε», πλην ενός: Ο Donald Roeser έγινε “Buck Dharma” και ακόμα και τώρα αποκαλείται έτσι τις περισσότερες φορές. Τα πράγματα στην Καλιφόρνια όμως δεν κύλησαν ομαλά. Από τις ηχογραφήσεις κυκλοφόρησε μόλις ένα single (“What Is Quicksand?”), και αυτό σε όλες κι όλες 300 promo κόπιες. Η Elektra έχασε κάθε εμπιστοσύνη στο συγκρότημα και το συμβόλαιό τους λύθηκε. Το εξιλαστήριο θύμα βρέθηκε στο πρόσωπο του μπασίστα Andrew Winters. Το μπάσο ανέλαβε χωρίς χρονοτριβές ο αδελφός του Albert Bouchard, Joe Bouchard. Trivia: Σε κάποιες συναυλίες των Stalk-Forrest Group, o Joe έπαιζε τρομπέτα! Για την ιστορία, τα sessions από την Καλιφόρνια κυκλοφόρησαν τελικά σε περιορισμένη έκδοση (5000 κόπιες) το 2001, με τίτλο “St. Cecilia: The Elektra Recordings”.

Με τον Joe στο μπάσο, το line-up ολοκληρώθηκε και παρέμεινε σταθερό για αρκετά χρόνια. Η σύνθεση των Bloom, “Dharma”, A. Bouchard, J. Bouchard και Lanier είναι η υπεύθυνη για τον μετέπειτα θρύλο των Blue Oyster Cult.

Μετά την αποτυχημένη συνεργασία με την Elektra, ο πολυμήχανος Pearlman κατάφερε το 1970 να κλείσει ακρόαση του συγκροτήματος με τον πρόεδρο της Columbia. Ο τελευταίος εντυπωσιάστηκε και προσέφερε στους Stalk-Forrest Group νέο συμβόλαιο. Αυτή τη φορά η μπάντα ήταν αποφασισμένη να μην επαναλάβει τα λάθη του παρελθόντος και να μην αφήσει την ευκαιρία να πάει χαμένη. Σύντομα το όνομα άλλαξε για άλλη μια φορά. Αυτή τη φορά η μπίλια έπεσε στο “Blue Oyster Cult”, που ήταν και πάλι ιδέα του Pearlman, προερχόμενη από την ποιητική συλλογή “Imaginos” του ίδιου. Κανείς – πλην του Pearlman – δεν φάνηκε αρχικά ικανοποιημένος με αυτό, όμως τελικά όλοι συναίνεσαν στο να το κρατήσουν. Παρεμπιπτόντως, τα umlaut στο “Oyster” προστέθηκαν αργότερα από τον Allen Lanier και επηρέασαν ουκ ολίγες μπάντες στο να κάνουν το ίδιο: Queensryche, Motorhead, Motley Crue κ.α. Τον Ιανουάριο του 1972 έφτασε επιτέλους η πολυπόθητη στιγμή της κυκλοφορίας του πρώτου δίσκου του συγκροτήματος με τίτλο… “Blue Oyster Cult”! Το ασπρόμαυρο εξώφυλλο του καλλιτέχνη Bill Gawlick χάρισε στο συγκρότημα το περίφημο αστρονομικό / μυθολογικό σύμβολο του Κρόνου. Το σύμβολο γρήγορα έγινε σήμα κατατεθέν της μπάντας, κοσμώντας από τότε σχεδόν κάθε εξώφυλλο της.

Μετά από έντονες προσπάθειες των Pearlman και Meltzer (που μην ξεχνάμε πως ήταν και κριτικοί), και χάρη σε κομμάτια όπως τα – μετέπειτα κλασσικά - “Cities On Flame With Rock And Roll” και “Stairway To The Stars”, ο δίσκος κατάφερε να πουλήσει αρκετές κόπιες, και να δημιουργήσει έναν πρώτο πυρήνα οπαδών.

Η επιτυχία του δίσκου έφερε πολλές προσφορές για live στους B.O.C., οι οποίοι κατέληξαν να βρίσκονται στο δρόμο για σχεδόν δύο χρόνια σερί! Ο δεύτερος δίσκος, “Tyranny And Mutation”, δημιουργήθηκε εξ ολοκλήρου στη διάρκεια της περιοδείας αυτής και κυκλοφόρησε το 1973, παρουσιάζοντας την μπάντα με ένα σαφώς πιο heavy ήχο σε σύγκριση με το ντεμπούτο, κάτι άλλωστε που είχε απαιτήσει και η Columbia έτσι ώστε να παρουσιάσει τους B.O.C. ως την αμερικανική αντεπίθεση στους Black Sabbath. Στο “Tyranny And Mutation” βρίσκει κανείς άλλο ένα κλασσικό κομμάτι, το “The Red And The Black”, καθώς και το “Baby Ice Dog” που αποτελεί την πρώτη συνεργασία ανάμεσα στο γκρουπ και την Patti Smith, τότε ερωμένη του Allen Lanier.



Από το 1973 και μετά, τα μέλη της μπάντας έμεναν ξεχωριστά, με αποτέλεσμα τα κομμάτια να γράφονται κατά κύριο λόγο ατομικά. Σαν διάδοχο του “Tyranny And Mutation”, οι Cult αποφάσισαν να δημιουργήσουν έναν πιο «συναισθηματικό» δίσκο. Το 1974 κυκλοφόρησαν το “Secret Treaties”, το οποίο αποτελεί αναμφίβολα ένα από τα highlights της καριέρας τους και έναν από τους πιο σημαντικούς και επιδραστικούς heavy δίσκους των 70’s, βάζοντας τις βάσεις για ό,τι σήμερα γνωρίζουμε ως Heavy Metal. Τα επικά “Flaming Telepaths” και “Astronomy” από το ίδιο άλμπουμ έμειναν στην ιστορία και αποτελούν από τότε αναπόσπαστο μέρος των ζωντανών εμφανίσεων τους, ενώ το “Career Of Evil” βρίσκει την Patti Smith να συνεισφέρει και πάλι στιχουργικά και συνθετικά.



Το πρώτο live LP των B.O.C. συνδυάστηκε και με τον πρώτο χρυσό δίσκο για τους ίδιους. Το “On Your Feet Or On Your Knees” (χωρίς κανένα overdub) εμφανίστηκε στα δισκοπωλεία το 1975. Μαζί με την κυκλοφορία του ήρθε μάλιστα και η πρώτη Ευρωπαϊκή περιοδεία για τους Νεοϋορκέζους.

Το όνομα των Blue Oyster Cult είχε αρχίσει να γιγαντώνεται, αλλά αυτοί κάθε άλλο παρά επαναπαύτηκαν στη δόξα. Το “Agents Of Fortune” του 1976 παρουσιάζει την μπάντα σε πιο πειραματικά μονοπάτια. Ο δίσκος είναι γεμάτος από «ύμνους» (“This Ain’t The Summer Of Love”, “Debbie Denise”, “The Revenge Of Vera Gemini” – όπου η Patti Smith όχι μόνο έχει γράψει τους στίχους, αλλά τραγουδάει και τα δεύτερα φωνητικά, “E.T.I. (Extra Terrestrial Intelligence)”) και περιέχει και το κομμάτι που εκτόξευσε τους Cult στις πρώτες θέσεις του Billboard και τους μετέτρεψε σε όνομα παγκόσμιας εμβέλειας. Το γραμμένο και τραγουδισμένο από τον Buck Dharma, “(Don’t Fear) The Reaper”, είναι σίγουρα το πιο αναγνωρίσιμο τραγούδι των Blue Oyster Cult, αλλά και γενικότερα ένα από τα πιο γνωστά rock κομμάτια.

Στην περιοδεία του “Agents Of Fortune”, οι B.O.C. έγιναν μία από τις πρώτες μπάντες που χρησιμοποίησαν λέιζερ, κάνοντας έτσι τα show τους αρκετά ελκυστικά. Το υψηλό κόστος παραγωγής όμως, σε συνδυασμό με κατηγορίες από πολλούς ότι είχαν πρόβλημα στην όραση τους μετά από συναυλίες των Cult, οδήγησαν το συγκρότημα στο να πουλήσει το συγκεκριμένο εξοπλισμό. Το 1977 ήρθε το “Spectres”. Μία δουλειά λιγότερη άμεση και πιο «δύσπεπτη» σε σχέση με τους προκατόχους της. Το “Spectres” είναι ένα love it or hate it άλμπουμ, με όχι λίγους οπαδούς να το απορρίπτουν εξαρχής, αλλά και εξίσου αρκετούς να το λατρεύουν, χάρη κυρίως στην πολυσυλλεκτικότητα που έχει να επιδείξει. Από το συγκεκριμένο άλμπουμ προέρχεται άλλη μία μεγάλη επιτυχία, το hit single “Godzilla”.

Οι «θυελλώδεις» συναυλίες του συγκροτήματος την περίοδο εκείνη αποτυπώθηκαν στο δεύτερο live album του, με τίτλο “Some Enchanted Evening” (1978), που θεωρείται απόλυτα δικαιολογημένα ένας από τους πιο δυναμικούς live δίσκους της Rock / Metal μουσικής. Ο δίσκος ήταν να κυκλοφορήσει ως διπλό LP, αλλά η εταιρία επέμεινε στο να βγει ως μονό. Έστω και έτσι, το “Some Enchanted Evening” αποτελεί την μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία των B.O.C., πουλώντας 2 εκατομμύρια αντίτυπα τον πρώτο μόλις καιρό μετά την κυκλοφορία του.

Την επόμενη χρονιά, το 1979 δηλαδή, αποφασίστηκε να προσληφθεί νέος παραγωγός στη θέση του Pearlman, έτσι ώστε ο ήχος να ανανεωθεί. Ο Tom Werman, που είχε δουλέψει παλιότερα με τους Chip Trick και Ted Nugent, φάνηκε τη δεδομένη στιγμή η καλύτερη επιλογή. Η κυκλοφορία του δίσκου όμως διέψευσε την μπάντα. Το “Mirrors” περιέχει μερικά πολύ καλά κομμάτια (“The Great Sun Jester”, “In Thee”, “The Vigil”) αλλά συνολικά δεν ξεφεύγει από τη μετριότητα, απογοητεύοντας τους fans λόγω του “pop” (σχετικά) ύφους του.

Για τον επόμενο δίσκο τους οι B.O.C. προσέλαβαν τον ήδη φημισμένο Martin Birch. Ο Birch είχε μόλις ολοκληρώσει τις ηχογραφήσεις για το “Heaven And Hell” των Black Sabbath, στους οποίος πλέον manager ήταν ο Pearlman. Η αυγή των 80’s είδε τους Cult μαζί με τον Birch να δημιουργούν το “Cultösaurus Erectus”. Οι B.O.C. βρίσκουν τη χαμένη φόρμα τους προσφέροντας άλλον ένα αξιομνημόνευτο δίσκο. Το “Cultösaurus Erectus” ήταν σαφώς καλύτερο τόσο από το “Mirrors” και για κάποιους και από το “Spectres”. Μετά από δύο πιο “light” δίσκους, η μπάντα φάνηκε να επιστρέφει σε πιο «ψαγμένες» κατευθύνσεις.

Την κυκλοφορία αυτή ακολούθησε η σπουδαία και ιστορική περιοδεία “Black And Blue” στην οποία co-headliners ήταν οι Blue Oyster Cult και οι Black Sabbath (με τον Dio εκείνη την περίοδο). Η συνεργασία των B.O.C. και του Birch συνεχίστηκε και στο “Fire Of Unknown Origin” του 1981. Το “Fire…” αποτελεί αγαπημένο δίσκο για πολλούς οπαδούς του συγκροτήματος, καθώς συνδύαζε αριστουργηματικά τη σκοτεινή πλευρά της μπάντας (“Vengeance (The Pact)”, “Veteran Of The Psychic Wars” – το οποίο χρησιμοποιήθηκε στο soundtrack της animated ταινίας “Heavy Metal”) με την πιο εμπορική (“Burnin’ For You”). Πέραν αυτού, το “Fire…” αποτελεί την τελευταία δουλειά των B.O.C. με την κλασσική τους σύνθεση των Bloom, Dharma, Bouchard, Bouchard, Lanier.

Παρόλο που το “Fire…” επανέφερε τους B.O.C. για τα καλά στο προσκήνιο, η προβληματική συμπεριφορά του Albert Bouchard οδήγησε στην αποπομπή του. Αν και drummer, o Bouchard είχε προσφέρει τα μέγιστα στο συνθετικό τομέα, στη μέχρι τότε καριέρα της μπάντας. Η απώλεια ήταν μεγάλη λοιπόν, αλλά η παρουσία του δημιουργούσε μόνο προβλήματα, και για αυτό η απόφαση για το «διαζύγιο» ήταν οριστική.

O προσωρινός - από ό,τι αποδείχτηκε αργότερα – αντικαταστάτης για τα τύμπανα βρέθηκε στο πρόσωπο του Rick Downey, υπεύθυνου για το φωτισμό των συναυλιών της μπάντας μέχρι τότε. Ο Albert Bouchard μετά την αποχώρησή του αφοσιώθηκε για τα πέντε επόμενα χρόνια στη δημιουργία του “Imaginos”, ενός δίσκου βασισμένου στην ομώνυμη ποιητική συλλογή του Pearlman (από την οποία όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, προέκυψε και το όνομα “Blue Oyster Cult”).

To 1982 κυκλοφόρησε άλλο ένα live album, το “Extraterrestrial Live”. Σε αυτό ακούγεται και ο A. Bouchard, αλλά και ο Downey. Επίσης στο άλμπουμ συμπεριλαμβάνεται και η διασκευή στο “Roadhouse Blues” των Doors, με συμμετοχή μάλιστα του Robbie Krieger! Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και το πρώτο σόλο άλμπουμ του Roeser (ή Dharma αν προτιμάτε) με τίτλο “Flat Out”.

Αυτή τη φορά με παραγωγό τον αείμνηστο Bruce Fairbairn, οι B.O.C. κυκλοφόρησαν το 1984 τον δίσκο “Revolution By Night”. Ο δίσκος δεν κατάφερε να ανέβει στα charts, πλην του single “Shooting Shark” που έφτασε μέχρι τη θέση 83.

Το 1985 ο Downey αποχώρησε και οι B.O.C. έμειναν εκ νέου χωρίς drummer. Ως λύση της τελευταίας στιγμής προσκλήθηκε ο Albert Bouchard για την τότε επερχόμενη περιοδεία στην Καλιφόρνια. Ο Bouchard πίστεψε πως οι υπόλοιποι ήθελαν να επιστρέψει μόνιμα, κάτι που όμως δεν ίσχυε. Νέα προβλήματα ήρθαν στην επιφάνεια, και ο Bouchard αποτέλεσε και πάλι παρελθόν. Λίγο καιρό μετά τον ακολούθησε και ο Allen Lanier, αφήνοντας το συγκρότημα χωρίς πληκτρά και drummer. Στη θέση των δύο επιστρατεύτηκαν οι Jimmy Wilcox και Tommy Zvonchek αντίστοιχα, με τους οποίος ολοκληρώθηκε το άλμπουμ “Club Ninja” του 1986 (σε παραγωγή του Pearlman). Για τη δημιουργία του άλμπουμ χρησιμοποιήθηκαν πολλοί εξωτερικοί συνθέτες, με αποτέλεσμα αυτό να ακούγεται αρκετά “80’s”. Ο δίσκος κάθε άλλο παρά ορόσημο θεωρείται στην καριέρα του συγκροτήματος (σκεφτείτε ότι πλέον είναι εκτός κυκλοφορίας), παρόλα αυτά κατάφερε να αφήσει δύο-τρεις κομματάρες, όπως το «κολλητικό» “Dancin’ In The Ruins”, το “White Flags” και το “Beat’ Em Up”.

Κατά τη διάρκεια της περιοδείας για το “Club Ninja” αποχώρησε και ο Joe Bouchard. Με τον Jon Rogers πλέον στο μπάσο, τα μόνα αυθεντικά μέλη που είχαν μείνει ήταν οι Bloom και Dharma, με πολλούς οπαδούς να τους αποκαλούν ειρωνικά “Two Oyster Cult”. Το μέλλον άρχισε να δείχνει αβέβαιο, και ουσιαστικά από τα μέσα του 1986, οι Blue Oyster Cult έπαψαν να υπάρχουν. Μέχρι… Το 1987, όταν και δέχτηκαν μία πρόταση για συναυλία που δεν μπορούσαν να αρνηθούν. Και η πρόταση αυτή προερχόταν από… Την Ελλάδα! Με αφορμή τον ερχομό τους εδώ λοιπόν, οι Blue Oyster Cult επαναδραστηριοποιήθηκαν, και μάλιστα με τον Lanier να επιστρέφει στα πλήκτρα. Το νέο line up αποτελείτο από τους Bloom, Dharma, Lanier, Jon Rogers (μπάσο) και Ron Riddle (drums).

Την ίδια ώρα, ο Albert Bouchard, αν και είχε σχεδόν ολοκληρώσει το “Imaginos”, ενημερώθηκε πως η Columbia δεν ενδιαφερόταν να το κυκλοφορήσει εάν δεν έφερε πάνω του το όνομα των Blue Oyster Cult. Ο Pearlman και οι Bloom - Dharma αποφάσισαν να βοηθήσουν τον Bouchard, ηχογραφώντας νέα φωνητικά και κιθάρες για το άλμπουμ, το οποίο κυκλοφόρησε τελικά το 1988. Ο δίσκος περιέχει δύο νέες εκτελέσεις στα “Astronomy” και “Subhuman” (το οποίο μάλιστα μετονομάστηκε σε “Blue Oyster Cult”!) του “Secret Treaties” και σε γενικές γραμμές είναι αρκετά καλός και μοντέρνος (για την εποχή), χωρίς αυτό να σημαίνει όμως πως την εποχή εκείνη έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης από οπαδούς και Τύπο. Σύμφωνα με τον Bloom, το “Imaginos” είναι ο δίσκος των Cult που έχει πουλήσει τα λιγότερα αντίτυπα. Όπως και το “Club Ninja”, έτσι και το “Imaginos” είναι αρκετά δυσεύρετο πλέον. Αξίζει να σημειωθεί πως τα ακριβή credits του δίσκου παραμένουν ένα μυστήριο, καθώς στο δίσκο συνεισέφεραν αμέτρητοι μουσικοί, μεταξύ των οποίων μάλιστα ο Robbie Krieger (όπως και στο “Extraterrestrial Live”), αλλά και ο Joe Satriani στο κομμάτι με τίτλο… “The Siege And Investiture Of Baron Von Frankenstein’s Castle At Weisseria”!

Το 1991 ο Riddle αποχώρησε. Από το 1991 έως και το 1995, καθώς και τη διετία 1996-97, πίσω από τα drums βρισκόταν ο Chuck Burgi. Το 1995 και στις αρχές του 1996 πέρασαν από την ίδια θέση οι John Miceli και John O’Reilly. To 1997 ήρθε η σειρά του Bobby Rondinelli, ο οποίος το 2004 έδωσε τη θέση του στον Jules Radino που παραμένει μέχρι και σήμερα. Το εντυπωσιακό είναι πως και οι τέσσερις drummer: Burgi, Miceli, O’Reilly και Rondinelli έχουν περάσει και από τις τάξεις των Rainbow!



Στη θέση του μπασίστα οι αλλαγές ήταν εξίσου πολλές κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών. Ο Rogers έφυγε το 1995 και αντικαταστάθηκε από τον Danny Miranda, ο οποίος το 2005 ανέλαβε τη θέση του μπασίστα στους Queen + Paul Rodgers! Το κενό του συμπλήρωσε ο Richie Castellano, ο οποίος σήμερα όμως παίζει πλήκτρα και κιθάρα, αφού ο Lanier για λόγους υγείας έχει αποσυρθεί από το 2006. Στην τωρινή σύνθεση χρέη μπασίστα έχει αναλάβει ο βετεράνος Rudy Sarzo! Στην επερχόμενη συναυλία όμως των Blue Oyster Cult στην Αθήνα, μαζί με το συγκρότημα θα είναι ο Danny Miranda, αφού ο Rudy Sarzo το καλοκαίρι θα περιοδεύσει με τον Dio. Όταν τελειώσει η περιοδεία του Dio, o Sarzo θα επιστρέψει στους B.O.C., και ο Miranda στους Queen…

Στο μεταξύ, το 1992 οι B.O.C. συμμετείχαν στο soundtrack της ταινίας “Bad Channels” με δύο κομμάτια. Στιχουργικά του βοήθησε ο συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας, John Shirley. Τα υπόλοιπα κομμάτι του δίσκου ανήκουν στον Buck Dharma.



Δύο χρόνια αργότερα, το 1994, κυκλοφόρησε η συλλογή “Cult Classic”, με κλασσικά κομμάτια του συγκροτήματος ηχογραφημένα εκ νέου. Η επανεκτέλεση του “(Don’t Fear) The Reaper” ακούγεται στη μίνι σειρά του Stephen King, “The Stand”, η οποία είναι βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του (γνωστό και ως «Το Κοράκι»).

Το 1998, και πάλι με τη βοήθεια του J. Shirley, οι Blue Oyster Cult κυκλοφόρησαν τον πρώτο τους δίσκο μετά το “Imaginos”, με τίτλο “Heaven Forbid”. Ο δίσκος είναι ο πιο βαρύς στην ιστορία της μπάντας (αγγίζει τα όρια του metal σε κάποια σημεία) και αποτελεί σημείο αναφοράς για τη Hard Rock μουσική στην, ισχνή για το ιδίωμα, δεκαετία των 90’s. Στην τελευταία στροφή του εναρκτήριου “See You In Black”, οι στίχοι πάνε ως εξής:

“We’ll run away to Greece, We’ll walk the ruins of the Parthenon, We’ll drink ouzo in our cup, watch the dust billow ‘til the night is gone”

Ο διάδοχος του “Heaven Forbid” ήρθε το 2001. Το “Curse Of The Hidden Mirror” είναι η τελευταία μέχρι σήμερα στούντιο δουλειά των Cult, ενώ μουσικά ακολουθεί πιστά το δρόμο που χάραξε ο προκάτοχός της.

Το 2002 κυκλοφόρησε και το τελευταίο μέχρι στιγμής live album της μπάντας, το ηχογραφημένο στο Σικάγο: “A Long Day’s Night”.

Από το 2002 και μετά, η μπάντα περιοδεύει ασταμάτητα, κυρίως στην Αμερική. Τωρινή σύνθεση: Eric Bloom (φωνή / κιθάρες), Buck Dharma (κιθάρες / φωνητικά), Rudy Sarzo (μπάσο - στην Αθήνα θα βρεθεί ως προσωρινός αντικαταστάτης του ο Danny Miranda), Richie Castellano (πλήκτρα), Jules Radino (drums)

Δισκογραφία (χωρίς συλλογές, singles και συμμετοχές σε soundtrack):
Blue Oyster Cult (1972) / Tyranny And Mutation (1973) / Secret Treaties (1974) / On Your Feet Or On Your Knees – Live (1975) / Agents Of Fortune (1976) / Spectres (1977) / Some Enchanted Evening – Live (1978) / Mirrors (1979) / Cultosaurus Erectus (1980) / Fire Of Unknown Origin (1981) / Extraterrestrial Live (1982) / The Revolution By Night (1983) / Club Ninja (1986) / Imaginos (1988) / Live 1976 (1994) / Heaven Forbid (1998) / St. Cecilia: The Elektra Recordings (ως Stalk-Forrest Group) (2001) / Curse Of The Hidden Mirror (2001) / A Long Day’s Night – Live (2002)



Προτεινόμενη δισκογραφία: Agents Of Fortune / Secret Treaties / Fire Of Unknown Origin / Heaven Forbid / Spectres / Some Enchanted Evening - Live

  • SHARE
  • TWEET