Witchcraft

Nucleus

Nuclear Blast (2016)
Από τον Κώστα Πολύζο, 03/01/2016
Οι προσδοκίες για την εξέλιξη του ήχου τους που μας δημιούργησε ο φοβερός προπομπός "The Outcast" δεν επαληθεύονται
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Σκεφτόμουν πως ο Magnus ο Pelander θα συνέχιζε στο μονοπάτι που άνοιξε με το "Legend" και θα έχτιζε πάνω σε αυτό τον ήχο των Witchcraft του 2016 αλλά, φευ. Όταν συντάκτης του site που έχει εκφράσει πολλάκις την λατρεία του στον Σουηδό, κάνει την κότα την λυράτη και δεν θέλει να αναλάβει την παρουσίαση του νέου του δίσκου, καταλαβαίνεις πως κάτι δεν πάει καλά εδώ.

Ξεκινώντας από τα βασικά, η παραγωγή του δίσκου είναι πολύ καλή και εξυπηρετεί το συνθετικό ύφος. Παράλληλα το σχέδιο του εξωφύλλου σε λευκό φόντο αν και αρκετά μινιμαλιστικό, ικανοποιεί ευχάριστα το μάτι. Θα περίμενε κανείς βέβαια ο Magnus να κρατήσει το line-up του προηγούμενου υπερ-επιτυχημένου (τουλάχιστον σε καλλιτεχνικούς όρους) δίσκου, αλλά ούτε καν. Ακόμα και ο Ola Henriksson την έκανε από την μπάντα που πλέον μας συστήνεται ως τριο, με τους Tobias Anger και Rage Widerberg να πλαισιώνουν τον αρχηγό, ο οποίος έχει αναλάβει εξολοκλήρου τις κιθάρες του "Nucleus".

Το "Malstroem" που θα ανοίξει τον δίσκο θα καταστήσει άμεσα σαφές πως τα πράγματα έχουν πάρει μια πιο βαριά κατεύθυνση. Αυτό βέβαια θα συμβεί μόλις ξεπεράσεις το σοκ της καταπληκτικής εισαγωγής με το φλάουτο και τους αρπισμούς. Το βασικό riff δε, θα σου φέρει στο μυαλό την σκοτεινιά doom συγκροτημάτων (και δη και των Candlemass). Οι μεγαλειώδεις και βιωματικές ερμηνείες του Pelander μαρτυρούν έναν άνθρωπο που τον έχει ταλαιπωρήσει το μυαλό του, αλλά μήπως αυτά τα προβλήματα είναι τελικά η αιτία της τεράστιας καλλιτεχνικής του υπόστασης;

Αν δεν παρεμβαλλόταν το μικρό και όχι και τόσο ιδιαίτερο "Theory Of Consequence" με το άκουσμα των "The Outcast" και "Nucleus" που έπονται, θα μιλάγαμε για ένα ιδεατό άνοιγμα δίσκου προσπαθώντας να μαζέψουμε το σαγόνι μας από το πάτωμα. Για το πρώτο δεν υπάρχουν λόγια να το περιγράψεις. Χωρισμένο ουσιαστικά σε δυο μέρη, στο πρώτο μισό θα σου βγάλει μια ανεβαστική διάθεση με το φλάουτο να συνοδεύει τον βασικό ρυθμό στο ρεφρέν και τον Pelander σχεδόν να απαγγέλει, με την γάργαρη φωνή του, τους κάπως ασύνδετους στίχους. Στο μέσο θα υπάρχει ένα πανέμορφο κόψιμο και σταδιακά θα ανεβούν πάλι οι ρυθμοί για να έρθει ένα χαοτικό κλείσιμο. Το ομώνυμο είναι ένα 14-λεπτο αργόσυρτο και πένθιμο τραγούδι δομημένο έτσι ώστε να σε κρατάει συνεχώς σε εγρήγορση με τις εναλλαγές των θεμάτων και την εκφραστικότητα και ένταση των φωνητικών. Το ακορντεόν, το φλάουτο, τα βιολιά και τα γυναικεία φωνητικά θα σε εκπλήξουν με τον τρόπο που κουμπώνουν πάνω σε αυτή την πολύ όμορφη σύνθεση.

Δυστυχώς κάπου εδώ σταματάνε οι εκπλήξεις του δίσκου. Καλό το αργό "An Exorcism Of Doubts" με έξυπνες μελωδίες και ωραία δυναμικά ξεσπάσματα. Το "The Obsessed" ανοίγει με ένα μουχλιασμένο βαρύ riff με συνοδεία το groove-ατο παίξιμο στα τύμπανα και έχει κάποιες όμορφες leed κιθάρες, ενώ το "To Transcend Bitterness" έχω την αίσθηση πως είναι η πιο "Legend" στιγμή του δίσκου, χωρίς όμως να πιάνει το μεγαλείο εκείνης της κυκλοφορίας. Το "Helpless" είναι και αυτό αρκετά αργό και νομίζω πως το σώζουν κάποιες εμβόλιμες ακουστικές κιθάρες και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα που σου βγάζουν. Τέλος έχουμε το "Breakdown" με την υπερβολικά μεγάλη και μονότονη εισαγωγή, καθώς πρέπει να περάσουν επτά λεπτά για να μπει το βασικό doom riff. Μάλιστα αυτό θα σέρνεται για το υπόλοιπο του τραγουδιού, μέχρι να ολοκληρωθούν και τα δεκαπέντε λεπτά της συνολικής του διάρκειας, δημιουργώντας σου έντονα τη διάθεση να πατήσεις το stop και να βάλεις τέλος στο μαρτύριο. Το bonus track "Chasing Rainbows" που κυκλοφορεί στην περιορισμένη έκδοση του CD και στο βινύλιο, χωρίς να είναι κάποιο σπουδαίο τραγούδι βγάζει μια διαφορετική διάθεση και σπάει λίγο την μονοτονία με τον πιο γρήγορο ρυθμό του. Μοιάζει με ιδέα που περίσσεψε από το "Legend" και σε βάζει σε σκέψεις του τι θα γινόταν αν το άλμπουμ είχε διαφορετική κατεύθυνση.

Είναι η αλήθεια πως η πρώτη ακρόαση του "Nucleus" με άφησε μουδιασμένο και όχι ικανοποιημένο. Μετά τα απανωτά ακούσματα κατέληξα στο συμπέρασμα πως ο δίσκος είναι αρκετά καλός ανά σημεία, αλλά ταυτόχρονα έχει και κάμποσες μέτριες έως απλά καλές στιγμές. Το σίγουρο είναι πως οι προσδοκίες για την εξέλιξη του ήχου τους που μας δημιούργησε το καταπληκτικό "The Outcast" δεν επαληθεύονται, καθώς γινόμαστε μάρτυρες μιας απελπιστικά εσωστρεφούς (επι)στροφής σε πιο heavy μονοπάτια, η οποία δυστυχώς δεν είναι εμπνευσμένη στο σύνολό της.

  • SHARE
  • TWEET