Om

Advaitic Songs

Drag City (2012)
Από τον Μανώλη Κληρονόμο, 25/07/2012
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Δεν υπάρχουν πολλά συγκροτήματα που έχουν ανατρέψει τόσο έντονα τα δεδομένα της doom μουσικής όσο οι OM την περασμένη δεκαετία. Οι Al Cisneros και Chris Hakius -το rhythm section του μονολιθικού τέρατος που ακούει στο όνομα Sleep- κατάφεραν, μετά τη διάλυση των τελευταίων, να δημιουργήσουν σοκαριστική μουσική, χρησιμοποιώντας μόνο μπάσο και drums, γκρουβάροντας ανελέητα σε κομμάτια άνω των δέκα-δεκαπέντε λεπτών το καθένα. Η φυγή του Hakius μετά το εκπληκτικό "Pilgrimage" (2007), αποτέλεσε μεγάλο πλήγμα, η έλευση του Emil Amos των Grails έδωσε έναν πιο έντονο ανατολίτικο αέρα στις συνθέσεις των OM, αλλά το "God Is Good" (2009) που ακολούθησε, αν και ήταν καλό, τελικά ήταν σαφώς κατώτερο των προσδοκιών και των υψηλότατων στάνταρ που μας είχαν συνηθίσει.

Τρία χρονιά μετά από το προαναφερθέν τελευταίο τους πόνημα, οι OM επιστρέφουν και, παρά την επανένωση των Sleep και τη βουτιά στο μονολιθικό παρελθόν τους, ο Cisneros μοιάζει παντελώς ανεπηρέαστος και σπρώχνει τη μουσική των OM στα όριά της. Η ακρότητα των τριών πρώτων δίσκων φαίνεται να έχει περάσει ανεπιστρεπτί, αφού η συμβολή του Amos στις συνθέσεις δίνει έναν αέρα από Grails, χωρίς όμως να ακούγονται σαν Grails. Το αποτέλεσμα είναι 100% OM, αλλά είναι οι OM που κάνουν ένα μεγάλο βήμα παραπέρα, που πειραματίζονται και δικαιώνονται. Είναι οι OM που κάνουν το κόλπο-γκρόσο και φέρνουν τη χαρισματική Jackie Perez Gratz (Giant Squid, Grayceon) για να πλαισιώσει το μπάσο του Cisneros με τις μαγευτικές μελωδίες του τσέλου της. Είναι οι OM που δεν κωλώνουν να σπρώξουν πιο πίσω τις μπασογραμμές -σήμα κατατεθέν της μουσικής τους- για χάρη της έντασης του διαλογισμού και της αγνής μαστούρας που παράγει η μουσική τους.

Το εξώφυλλο, μέσα στη γραφικότητά του, εξηγεί πολύ λακωνικά στους μη-μυημένους με τη μουσική των OM το τι θα επακολουθήσει και από το εναρκτήριο "Addis" ξεκινά ο διαλογισμός, αλλά και γίνεται εμφανής η στροφή στον ήχο. Την κατανυκτική προσευχή συνοδεύουν το τσέλο, διάφορα samples, ντέφι και μινιμαλιστικές κιθάρες. Οι δονούμενες μπασογραμμές του παρελθόντος έχουν μετατραπεί σε λιτές αποχρώσεις στο background, αφήνωντας το ρυθμικό και τελετουργικό drumming να οδηγεί τις συνθέσεις σε πνευματικά μονοπάτια λυτρωτικών ήχων. Το εκκωφαντικό fuzz του μπάσου κάνει την εμφάνισή του μονάχα στο εκπληκτικό "State Of Non-Return" και με ένα εκπληκτικό groove-άρισμα οδηγεί τις ψυχές που έχουν αναδυθεί πάνω από τα σώματα των πιστών που στέκονται οκλαδόν προσευχόμενοι σε ένα mosh-pit αδυσώπητης έντασης, για να να έρθει η ηρεμία μέσα από τις μαγικές νότες του τσέλου που, σε συνδυασμό με το βιολί που μπαίνει στον χορό, οδηγούν στην εξιλέωση. Η αναζήτηση συνεχίζεται και η διαλογιστική διάσταση του δίσκου εντείνεται στα επόμενα τρία -και μεγαλύτερα σε διάρκεια- κομμάτια, παρά την απουσία του fuzz. Ο Cisneros, σαν μαστουρωμένος ιεροκήρυκας, κηρύττει την αναζήτηση της αλήθειας με ασύντακτη στιχομυθία και προκαλεί έκσταση με το εκπληκτικό σόλο στο φινάλε του "Gethsemane", ενώ το νωχελικό groove του "Sinai" δημιουργεί μια πρωτόγνωρη ευφορία. Στο "Haqq Al-Yaqin" που κλείνει θριαμβευτικά τον δίσκο, το τσέλο της Gratz κλέβει την παράσταση, δημιουργώντας ηχοτοπία σπάνιας ομορφιάς που δίνουν μια πιο εύθυμη χροιά, ολοκληρώνοντας το ταξίδι με αριστουργηματικό τρόπο.

Το "Advaitic Songs" επισφραγίζει με τον πλέον θριαμβευτικό τρόπο τη συνθετική ωριμότητα του Cisneros, ο οποίος καταφέρνει και δημιουργεί ένα ανυπέρβλητο οδοιπορικό τρομερά έντονης και υπερβατικής δύναμης που είναι ικανό να προκαλέσει ντελίριο χωρίς την επιπλέον χρήση «ουσιών». Αυτή η ανυπολόγιστη πνευματική δύναμη είναι που καθιστά το "Advaitic Songs" ως τον καλύτερο και πιο συναρπαστικό δίσκο των OM.

  • SHARE
  • TWEET