Hammers Of Misfortune

Dead Revolution

Profound Lore (2016)
Από τον Μάνο Πατεράκη, 08/08/2016
Μερικές φορές πολύ prog για τους κλασικομεταλλάδες, μερικές φορές πολύ κλασικό metal για τους προγκάδες, πάντα μια μπάντα-κόσμημα για τον σκληρό ήχο
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Ο John Cobbett είναι αδιαπραγμάτευτα ένας από τους πιο ταλαντούχους μουσικούς του metal ήχου. Βρίσκει με άνεση θέση στην ντυμένη στα πλεκτά πικρίας και ελιτισμού λίστα με τους μουσικούς που σε έναν «δίκαιο» κόσμο θα απολάμβαναν στάτους αντάξιο της μουσικής τους ιδιοφυίας. Σε εκείνη την ουτοπία, το όχημά του, οι Hammers Of Misfortune, θα μνημονευόταν ως ένα από τα τρία-τέσσερα καλύτερα metal συγκροτήματα των ‘00s, χάρη στην απαράμιλλη αισθητική του και στην ικανότητά του να παίζει στα όρια της πεπατημένης του κλασικού metal ήχου με μια ανεπαίσθητα καινότροπη περπατησιά. Το “The Locust Years” (2006) δε, θα αντιπροσώπευε το 10/10 στο heavy metal της δεκαετίας του.

Η φυγή του Mike Scalzi, με την ανατριχιαστικά πορωτική φωνή, για να αφιερωθεί στους Slough Feg μετά τα τρία πρώτα άλμπουμ των Hammers Of Misfortune θα μπορούσε να αποτελέσει ανεπανόρθωτο πλήγμα για οποιαδήποτε μπάντα, όχι όμως για τους Hammers. Ήρθε αμέσως το μεγαλεπήβολο και πολυσυλλεκτικό διπλό άλμπουμ “Fields/Church Of Broken Glass” (2008) με τον Cobett στο μικρόφωνο και, αν του έδινες τον χρόνο που χρειαζόταν για να θεριέψει, δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από τους προκατόχους του. Έπειτα, ακολούθησε το “17th Street” (2011) με τον οποίο μας σύστησε τον νέο του τραγουδιστή, Joe Hutton, και ήδη από το εξώφυλλο ήταν εμφανές πως επρόκειτο για μια αλλαγή στην μουσική πορεία της μπάντας και μια μικρή απομάκρυνση από το επικό στοιχείο που πάντα καιροφυλακτούσε. Το “17th Street” ήταν πιο άμεσο, ωστόσο, ό,τι παίχτηκε ποτέ από τους Hammers, ακουγόταν απροσδιόριστα διαφορετικό –και αυτές οι ιδιαιτερότητές τους είναι που στα αυτιά όλων των οπαδών τους τούς καθιστούν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ακούσματα.

Πέντε χρόνια αργότερα (και μετά τους δύο δίσκους των Vhol όπου συμμετείχε ο Cobett), έχουμε επιτέλους το “Dead Revolution”, πολύ πιο βαρύ και σκοτεινό από τον προκάτοχό του. Πολύ πιο κλασικομεταλλικό και συνεκτικό από τον προοδευτισμό του διπλού “Fields/Church”. Μέσα στα 46 λεπτά που διαρκεί, πλησιάζει περισσότερο τον ήχο των αριστουργημάτων “The August Engine” και “The Locust Years”. Τα riffs, βαριά μα και ευρηματικά όπως πάντα, ουδέποτε χρειάζεται να μακραίνουν ως σιδηρόδρομοι για να διαφοροποιηθούν. Τα πλήκτρα της Sigrid Sheie, σημαντικό μέλος της μπάντας από το 2003 μέχρι σήμερα και γυναίκα του Cobbett, δίνουν σαφή ‘70s προσανατολισμό. Το παιχνίδισμα μεταξύ των δύο σε μεταφέρει σε αλλόκοτα μεσαιωνικά χωριά, σε βλέμματα καχύποπτα πίσω από αχυρώνες, με τη μυρουδιά ξύλου μιας άλλης, κλειστής κοινωνίας. Και, έπειτα, ο ηλεκτρισμός και το σκοτάδι ντύνουν τσιμεντένιο το τοπίο, μετατρέποντάς το σε έναν κλειστοφοβικό, οργουελικό, δυστοπικό εφιάλτη, κάτι σαν αυτό που βλέπουμε στο εξαιρετικό εξώφυλλο.

Ο Hutton θυμίζει Scalzi πιο πολύ από ποτέ –εντάξει, προφανώς και κανείς δεν φτάνει τον Scalzi- και τραγουδάει πάνω στις μελωδικές γραμμές που, φαντάζομαι, αβίαστα βγαίνουν από το μυαλό του Cobbett όποτε συνθέτει. Μάλιστα, παρά την φαινομενική ομοιομορφία των ερμηνειών του, αν τον συγκρίνεις στο άκρως επιθετικό, ατσάλινο “Flying Alone” και στο αμέσως επόμενο, “Days Of ‘49” (μια ολική αναδόμηση ενός folk τραγουδιού, με doom κατάληξη), το εύρος και η τεχνική του γίνονται εμφανή. Να σημειώσουμε ότι από το άλμπουμ απουσιάζει για πρώτη φορά ένας από τους καλύτερους αφανείς ντράμερ στο metal στερέωμα, ο Chewy Marzolo, γι’ αυτό μετά από πολλές-πολλές ακροάσεις μπορεί να αντιληφθείς ότι θα λείψουν κάποια φοβερά γυρίσματα στα τύμπανα. Το πιο πιθανό είναι, βέβαια, ότι δεν θα σου λείψει τίποτα ε, να ‘χαμε να λέγαμε.

Ιδιαιτέρως ξεχωριστά τραγούδια μιας συνολικά φοβερής κυκλοφορίας είναι τα εξής: Αφενός, το ανεβαστικό ομώνυμο κομμάτι, κατά το οποίο σας καλώ να εφιστάτε την προσοχή στις πανέξυπνες κιθάρες που οργιάζουν μαζί με τα πλήκτρα στο παρασκήνιο της φωνής και αξίζει να στήσει κανείς αυτί να τα παρατηρήσει. Αφετέρου, το “Here Comes The Sky”, η πιο διαφορετική σύνθεση του άλμπουμ, με το στοιχειωτικό πιάνο που οδηγεί μια κάποια κάθοδο, τα εξαίρετα δεύτερα φωνητικά της κιθαρίστριας Leila Abdul-Rauf, και την τρομπέτα της ιδίας αμέσως μετά από slide κιθάρες κατάλοιπο, ίσως, σκληρών στιγμών των Wovenhand, να φτάνουν σε ένα εξωπραγματικό αποτέλεσμα. Οι Hammers δεν είναι πια μια από τις μπάντες που μας δείχνουν ότι μπορεί να υπάρξει μέλλον και φρεσκάδα στον heavy metal ήχο, όπως πριν από δέκα χρόνια. Είναι ο βασιλιάς κάτω από την βρώμικη κουκούλα και ένα τίναγμα της κάπας του αρκεί για δισκάρες όπως το “Dead Revolution”.

Υ.Γ.: Προσεκτική ακρόαση με στίχους πάντα θα ανεβάζει δυο σπιθαμές το αποτέλεσμα των δουλειών των Hammers Of Misfortune.

  • SHARE
  • TWEET