Υπαρξιακά δεμένος με την λογοτεχνία και τη μουσική, χαρτογραφεί και τις δύο με την υπενθύμιση ότι οι χάρτες δεν είναι ποτέ ο τόπος ο ίδιος. Του αρέσει ό,τι μπορεί να περιγράψει ως πολύχρωμο, παραμυθικό,...

Κασκαντέρ
Κασκαντέρ
Οι Κασκαντέρ κάνουν την αρχή τους με ολοκληρωμένη μουσική πρόταση, αφήνοντας υποσχέσεις για το μέλλον
Ποιος μπορεί να τα βάλει με τους αμείλικτους ρυθμούς της καθημερινότητας; Όχι οι Κασκαντέρ, πάντως, το εκ Θεσσαλονίκης ορμώμενο ντουέτο του Γιώργου Κυτίδη (φωνή, κιθάρα) και Σταύρου Κορτέσα (ντραμς), που στο ντεμπούτο τους κραυγάζουν για την ανάγκη να μπει κάπου ένα stop στην παράνοια, ή έστω να τους βρει η παραγωγή έναν κασκαντέρ να βγάλει τη βρωμοδουλειά. Η ενορχηστρωτική αμεσότητα του garage rock, αλλά με καθαρές κιθάρες και mid-tempo ταχύτητες, φαίνεται να ταιριάζει πολύ καλά στην μίνιμαλ αισθητική των Κασκαντέρ, αλλά και στην τραχιά φωνή του Κυτίδη, και τον κομματιασμένο, σχεδόν συλλαβιστικό τρόπο που εκφράζει τους στίχους.
Παρά το εκρηκτικό εξώφυλλο που ξεχειλίζει χρώμα, η αλήθεια είναι ότι ο δίσκος αποδεικνύεται πιο σκοτεινός. Το "Αγρίμια" είναι η πρώτη τονική αλλαγή, με την προσθήκη των δεύτερων φωνητικών από την Κωνσταντίνα Αθανασίου να προσθέτει ιδιαίτερο βάρος. Ψυχρά αρπίσματα, μετριασμένες προσθήκες σε synths και εφέ και μία δυναμική εξέλιξη σε κάθε κομμάτι που οδηγεί σε κορυφώσεις, και γενικώς ευκολομνημόνευτοι και λιτοί στίχοι, με τους οποίους εξοικειώνεσαι γρήγορα και τους σιγοτραγουδάς χωρίς πρόβλημα.
Ενδεχομένως, όταν φτάνουμε στο Παυλιδικό "Κλείσε το PC" να περιμέναμε ότι η βόλτα θα ήταν λίγο πιο περιπετειώδης, πως θα είχε μεγαλύτερες ή περισσότερες διακυμάνσεις. Αυτή η γενικότερη συστολή είναι που ίσως κρατά το υλικό του "Κασκαντέρ" στοχευμένο και μεστό από τη μία, αλλά και κάπως συγκρατημένο απ’ την άλλη. Ενδεικτικά, το "Μια Φορά" εκτροχιάζεται με Jack White σολιστικές διακοσμήσεις παραμένοντας σύντομος δυναμίτης, αλλά το "Πλαστελίνη" νιώθω ότι θα αναζωογονούνταν από περισσότερο ηχητικό όγκο και παρατεταμένο ψυχεδελικό τζαμάρισμα. Στο ίδιο κλίμα, αισθάνομαι ότι η ροκ βρωμιά που συναντούμε προς το τέλος του "Επικοινωνία" μοιάζει με σύντομη επιτάχυνση, που ύστερα θα μας λείψει.
Η χημεία μεταξύ των δύο μουσικών, όμως, που έχουν δοκιμαστεί και στο αγγλόφωνο rock σχήμα των The Rundays, λειτουργεί υπέρ τους, κι έτσι ο δίσκος αποδεικνύεται μεγαλύτερος των μερών του. Η εισαγωγή τους στο δισκογραφικό κόσμο κρίνεται θετικά, με ορισμένα μάλιστα πολύ δυνατά κομμάτια που είναι ικανά να κεντρίσουν το ενδιαφέρον του κοινού στο ελληνόφωνο ροκ και να εξάψουν την φαντασία για το τι θα ακολουθήσει μόλις το συγκρότημα βρει το ρυθμό του.