The Velvet Underground & Nico

The Velvet Underground & Nico

Verve (1967)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 24/10/2011
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Τον Απρίλιο του 1966 οι Beatles είχαν έξι μήνες που είχαν δώσει στον κόσμο το "Rubber Soul" και βάδιζαν προς τα αριστουργήματά τους, οι Rolling Stones μόλις κυκλοφορούσαν το "Aftermath" που θα σοβάρευε πλέον τη μουσική τους συνεισφορά, ο Bob Dylan είχε μόλις διαμορφώσει το ηλεκτρικό rock του μέλλοντος, ο Eric Clapton είχε πρόσφατα γυρίσει από την περιπλάνησή του στην Ελλάδα και δεν είχε γίνει ακόμα ο πρώτος guitar god, η ψυχεδέλεια ήταν ακόμα υπό διαμόρφωση, καθώς δεν είχαν κυκλοφορήσει ακόμα ούτε τα ντεμπούτο άλμπουμ των Jefferson Airplane, 13th Floor Elevators ή Big Brother & The Holding Company (για να ονομάσουμε κάποιους ενδεικτικά), ενώ ο Jimi Hendrix δεν είχε δείξει σε όλο τον κόσμο τις πραγματικές δυνατότητες της κιθάρας, παραμένοντας (για λίγο ακόμα) ένας άγνωστος session κιθαρίστας. Το καλοκαίρι της αγάπης ήταν ένα χρόνο μακριά, ο χιπισμός άκμαζε και ούτε το sex ούτε τα drugs ήταν ακόμα δεδομένα για το rock 'n' roll. Υπό αυτό το μουσικό περιβάλλον μία πεντάδα μουσικών ξεκίνησε να ηχογραφήσει τραγούδια για το σαδομαζοχισμό, την ηρωίνη, το θάνατο και την παρακμή. Χα!

Ο πυρήνας του συγκροτήματος υπήρξε η συνεργασία του Lou Reed με τον John Cale, δύο κλασικά μορφωμένων μουσικών (ο Reed στο πιάνο και ο Cale στο βιολί), που πειραματίζονταν σε avant garde ήχους και ποίηση, όχι πολύ μακριά από το πνεύμα των beatniks. Στους πειραματισμούς τους αυτούς το rock στοιχείο κέρδιζε διαρκώς έδαφος και μετατράπηκαν σε πλήρη μπάντα με την προσθήκη του Sterling Morrison και της Maureen Tucker σε κιθάρα/μπάσο και drums αντίστοιχα, ενώ ο Reed είχε αναλάβει το τραγούδι και την κιθάρα και ο Cale τη βιόλα και τα πλήκτρα. Οι εμφανίσεις τους σε μικρά club της Νέας Υόρκης, που ήταν το ορμητήριό τους, συνοδεύονταν (όπως μπορεί να φανταστεί κανείς) από δυσκολίες και ήταν μία τέτοια μέρα που θα άλλαζε η πορεία τους. Στο Café Bizarre του Greenwich Village, ένα beat και folk στέκι, τους απαγόρευσαν να παίξουν το τραγούδι τους "Black Angel's Death Song" και η μη συμμόρφωσή τους τούς χάρισε μία ωραιότατη έξωση από το μαγαζί αλλά και τη γνωριμία με τον τυχαίως παρευρισκόμενο εικαστικό καλλιτέχνη Andy Warhol.

Εντυπωσιασμένος ο τελευταίος από τη μουσική τους πρόταση τούς καλεί να συνοδεύουν ηχητικά τις εικόνες και το σύνολο της τέχνης του σε μία παράσταση που ονομάζει "The Exploding Plastic Inevitable". Περιτριγυρισμένος ο ίδιος από κάθε λογής καλλιτέχνες, «καλλιτέχνες» και γενικώς τους περίεργους της Νέας Υόρκης, εισαγάγει και τους Velvets σε έναν κόσμο διανόησης αλλά και παρακμής, στον οποίο και θα δώσουν έκφραση. Μέσα από αυτή τη μικρή κοινωνία θα προέρθει και η τραγουδίστρια με την αιθέρια φωνή, γνωστή με το όνομα Nico (αληθινό όνομα Christa Paffgen), η οποία κατόπιν επιμονής του Warhol όχι μόνο θα τραγουδήσει τρία τραγούδια του συγκροτήματος, αλλά θα δει και το όνομά της στο εξώφυλλο του επερχόμενου δίσκου...

...ο οποίος θα ολοκληρωθεί το Νοέμβριο του 1966, με τελευταίο τραγούδι που ηχογραφείται το "Sunday Morning". Μέχρι τότε την παραγωγή έχει εγκαταλείψει ο Andy Warhol, που παραμένει μόνο ως manager του συγκροτήματος, και την παραδίδει στα σαφώς πιο ικανά χέρια του Tom Wilson. Το συγκεκριμένο τραγούδι προορίζεται να γίνει ο εμπορικός Δούρειος Ίππος του συγκροτήματος και αρχικά ήταν να αποτελέσει την τέταρτη ερμηνεία της Nico πριν τελικά αναλάβει ο Lou Reed τα φωνητικά (και) σε αυτό. Όντως αποτελεί ίσως την πιο εμπορική και «ποπ» στιγμή του δίσκου, γεγονός που οφείλεται αρκετά στο ονειρικό celesta που παίζει ο Cale. Είναι, δε, το ένα από τα μόλις τρία τραγούδια που δεν αποδίδονται συνθετικά εξ ολοκλήρου στον Lou Reed.

Η κυκλοφορία του ως single θα συνοδεύεται στη δεύτερη πλευρά από το έτερο ονειρικό τραγούδι του άλμπουμ με τον τίτλο "Femme Fatale". Γραμμένο κατόπιν παραγγελίας του Warhol προς τιμήν της Edie Sedgwick, αποδίδεται από τη Nico σε στυλ folk μπαλάντας. Αν κανείς έμενε στα δύο αυτά τραγούδια σίγουρα θα είχε εντελώς εσφαλμένη εντύπωση για τη μουσική των Velvet Underground. Αν και είναι αμφότερα παραδομένα σε μία λανθάνουσα σκοτεινιά, παραμένουν οι πιο ατμοσφαιρικές, εύηχες και «άκακες» στιγμές του δίσκου.

Προφανώς δεν επιλέχθηκαν τυχαία ως το δεύτερο 45άρι του συγκροτήματος μετά την πρώτη προσπάθεια που αποτελούσε το "All Tomorrow's Parties" / "I'll Βe Your Mirror". Το πρώτο είναι «ψυχεδελικό πριν την ψυχεδέλεια» και βασίζεται στο άβολο και επαναλαμβανόμενο ρυθμικό μοτίβο, τη βαθιά φωνή της Nico, τις ηχητικές / τεχνικές πρωτοβουλίες των μουσικών και τον κιθαριστικό σχολιασμό του Lou Reed, που δε θα προσεγγίσει ποτέ περισσότερο τον ήχο του San Francisco από ό,τι εδώ. Το δεύτερο, που ολοκληρώνει και τη συνεισφορά της Nico στους Velvet Underground, κινείται επίσης σε mid tempo ψυχεδελικούς ρυθμούς. Χαρακτηριστικά πρέπει να σημειώσουμε ότι, παρά την επαναληψιμότητα ρυθμών και μελωδιών, δε χαρακτηρίζεται κανένα από τη φόρμα κουπλέ / ρεφρέν, δίνοντας μία ακόμα αντιεμπορική διάσταση στο αποτέλεσμα.

Ξεπερνώντας τις παραπάνω προσπάθειες που, ποιοτικότατες όσο κι αν ήταν, περιόριζαν τους Velvet Underground ως την υποστηρικτική μπάντα της Nico, αποκαλύπτεται ο πραγματικός χαρακτήρας και η καινοτομία, αν θέλετε, του συγκροτήματος. Τα "Waiting For The Man" και "Heroin" μοιράζονται τη θεματολογία των σκληρών ναρκωτικών, αποκομένα από κάθε είδους ρομαντισμό που θα διέπει το acid rock για μερικά ακόμα χρόνια. Για το λόγο αυτό και χάνονται σε εφιαλτικές δυστοπίες με θορυβώδη έγχορδα, απαγγελτικές ερμηνείες από τον Lou Reed που θα γίνουν το σήμα κατατεθέν του μελλοντικά, μονότονα μοτίβα και απεγνωσμένα κρεσέντα. Πώς αλλιώς εξάλλου θα μπορούσε να στηριχτεί ηχητικά η φράση «Heroine, it's my wife and it's my life»; Στο ίδιο κλίμα κινείται και το εκπληκτικό "Venus In Furs", με μία διαφορετική θεματική-ωδή στο S&M, που ορίζεται πλήρως και πειστικότατα μέσω της ερμηνείας του Reed από το τετράστιχο:

«Shiny, shiny, shiny boots of leather
Whiplash girlchild in the dark
Comes in bells, your servant, don't forsake him
Strike, dear mistress, and cure his heart»

Το άλμπουμ συμπληρώνεται από το garage που θα ζήλευαν και οι καλύτεροι εκπρόσωποι του είδους, "Run Run Run", το "There She Goes Again", που αν η παραγωγή του δε φανέρωνε την ηλικία του θα ήταν άξιος εκπρόσωπος οποιασδήποτε indie σκηνής από τη δεκαετία του '80 και μετά, η avant garde προβολή των talking blues του Bob Dylan, αλλά με τη βιόλα του Cale να πρωταγωνιστεί, που έχει τίτλο "Black Angel's Death Song", και το "European Son", δηλαδή ό,τι κοντινότερο σε blues jam ηχογράφησαν οι Velvet Underground, που ουσιαστικά αποτελεί ένα θρίαμβο του feedback πριν ο Hendrix το κάνει δομικό συστατικό του rock ήχου.

Το άλμπουμ κυκλοφόρησε σχεδόν ένα χρόνο μετά την έναρξη των ηχογραφήσεων σε γενική δυσπιστία των δισκογραφικών για την απήχησή του. Είχαν δίκιο. Είναι χαρακτηριστική περίπτωση έργου που κυκλοφόρησε πολύ μπροστά από την εποχή του. Συνάντησε τη γενική αδιαφορία του κοινού, ενώ μεγαλύτερη αίσθηση προκάλεσε το μινιμαλιστικό pop-art εξώφυλλο του Andy Warhol, η περίφημη «μπανάνα», που ήταν εκτός των άλλων και διαδραστικό. Η επισήμανση «peel slowly and see» αποκάλυπτε ένα αυτοκόλλητο εν είδη μπανανόφλουδας.

Η συνέχεια των Velvet Underground υπήρξε σύντομη αλλά ποιοτική. Εν μέσω προστριβών ανάμεσα στους Cale και Reed και τη σταδιακή αποχώρηση και των δύο, θα κυκλοφορήσουν κι άλλοι εξαιρετικοί δίσκοι. Όταν, δε, θα ακολουθήσουν προσωπική πορεία, θα συναντήσουν την καλλιτεχνική (Cale) και ταυτόχρονα εμπορική (Reed) καταξίωση που ως ένα σημείο θα αποτελέσει και την αφορμή να ασχοληθεί περισσότερος κόσμος με αυτό εδώ το πρώτο αριστούργημά τους. Πολύ περισσότερο όμως αυτό θα συμβεί όταν από τη δεκαετία του '80 και μετά μία σειρά συγκροτημάτων, από τους R.E.M. μέχρι τους Jesus & Mary Chain, αναφέρουν το "The Velvet Underground & Nico" ως τη μέγιστη επιρροή τους. Και κάτι παραπάνω θα έλεγα εγώ, αφού το συνδυασμό μελωδίας και θορύβου, ευαισθησίας και παρακμής, αμεσότητας και πειραματισμού, πολλοί προσπάθησαν, ουδείς κατάφερε να τελειοποιήσει σε τέτοιο βαθμό όσο οι Velvet Underground, εκεί, στην απαρχή της Ροκ Ιστορίας.
  • SHARE
  • TWEET