Leonard Cohen

I'm Your Man

Columbia (1988)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 24/07/2008
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Η δεκαετία του '80 υπήρξε πολύ σκληρή με τους καλλιτέχνες των '60s και '70s. Λίγο το πέρασμα των χρόνων και η αυξανόμενη ηλικιακά απόσταση από το νεανικό κοινό, αρκετά η είσοδος νέων τεχνολογιών και οργάνων όπως τα synthesizers και το programming και περισσότερο η αλλαγή της μουσικής σκηνής με την έκρηξη του new wave και του electro-pop, τα χρόνια αυτά δε φέρθηκαν καλά στους περισσότερους. Χωρίς, βέβαια, να είναι και οι ίδιοι άμοιροι ευθυνών, καθώς ποτέ δε μπόρεσαν, αν και κάποιοι προσπάθησαν, να εξοικειωθούν με τις υπό διαμόρφωση συνθήκες και να τις εκμεταλλευτούν αντί να αναλωθούν σε αναμασήματα και αντιγραφές πιο φρέσκων (τότε) ήχων. Ακόμα όμως και οι επιτυχημένες προσπάθειες, που συνάντησαν την αναγνώριση του κοινού ή/και των κριτικών, συχνά ακούγονται στις μέρες μας παρωχημένες και ξεπερασμένες.

Σε επιβεβαίωση του μοναδικού κανόνα που δεν έχει εξαίρεση, ότι δηλαδή κάθε κανόνας έχει τις εξαιρέσεις του, λάμπει σα φάρος στην ομίχλη το "I'm Your Man" του Leonard Cohen. Τόσο ενταγμένο στην εποχή του αλλά και τόσο αυθάδικα διαχρονικό, στέκει όχι μόνο ανάμεσα στα καλύτερά του αλλά και αποτελεί τη δουλειά με την οποία καθιερώθηκε στο ευρύ κοινό 20 χρόνια μετά την πρώτη του δισκογραφική κίνηση.

Ο Cohen στον δίσκο αυτό είναι ήδη 54 χρονών και η φωνή του, βραχνή από φυσικού της, έχει αποκτήσει μία επιπλέον βραχνάδα που προσδίδει μία πρόσθετη γοητεία στα τραγούδια. Το γεγονός αυτό μαζί με την ενορχήστρωση αλλά και τις συνθέσεις του δίσκου αποπνέουν μελαγχολία και ατμοσφαιρικότητα, ενώ οι στίχοι-ποίηση του Καναδού προφέρονται άλλοτε με επιθετικότητα και ειρωνεία και άλλοτε με αγάπη και τρυφερότητα.

Με το εναρκτήριο "First We Take Manhattan" ο ακροατής που θυμάται τον Leonard Cohen ως έναν τροβαδούρο με ακουστική κιθάρα θα περάσει ένα σοκ. Το τραγούδι είναι απολύτως παιγμένο από synthesizer και ο μόνος φυσικός ήχος είναι η υπέροχη φωνή του τραγουδιστή και της Anjani που προσφέρει τα δεύτερα φωνητικά. Τα λόγια που μισοαπαγγέλει-μισοτραγουδάει είναι ανάμεσα στα καλύτερα που έχει γράψει:
"They sentenced me to 20 years of boredom
for trying to change the system from within.
I’m coming now, I’m coming to reward them,
First we take Manhattan then we take Berlin"

Η συνέχεια είναι σαφώς πιο ερωτική με το "There Ain't No Cure For Love", μία αρκετά πιο easy-listening μπαλάντα που χωρίς να ξεχωρίζει αποτελεί μία ευχάριστη προσθήκη στο δίσκο. Τα "Everybody Knows" και "I'm Your Man", όμως, θα επαναφέρουν τη μελαγχολική ατμόσφαιρα και θα γίνουν και οι μεγαλύτερες επιτυχίες του δίσκου. Το μεν πρώτο, με αρκούντως δεικτικούς στίχους, αναφέρεται σε κάποια παλιά αγαπημένη που υπήρξε "faithful, give or take a night or two", στην οποία καλό θα ήταν να τοποθετηθεί "a meter on her bed that will disclose what everybody knows". Μουσικά ξεχωρίζουν οι πινελιές από ούτι, παιγμένες πάνω από το στρώμα των synthesizers. Στο "I'm Your Man" από την άλλη έχουμε μία διαφορετική θεματική, όπου σε πρώτο πρόσωπο ο τραγουδιστής σχεδόν παρακαλετά βεβαιώνει την αγαπημένη του ότι για οτιδήποτε χρειαστεί είναι ο άνθρωπός της, μόνο για να διαπιστώσει τελικά ότι κανένας άντρας δεν κέρδισε ποτέ μία γυναίκα πέφτοντας στα πόδια της.

Ακόμα και τραγούδια που ανεβάζουν το ρυθμό ενσωματώνουν κάτι το δυσοίωνο, όπως για παράδειγμα το "Take This Waltz" που είναι βασισμένο στο ποίημα του Federico Garcia Lorca "Pequeno Vals Vienes" (Little Viennese Waltz). Παρόλο που πρόκειται για ένα ερωτικό βαλς, η μυρωδιά του χωρισμού, του θανάτου, του ανεκπλήρωτου και του τέλους -με ό,τι μπορεί αυτό να σημαίνει- είναι πανταχού παρούσα. Πρόκειται για ένα από τα καλύτερα τραγούδια που έγραψε ποτέ ο τόσο προικισμένος τροβαδούρος και, κατά την προσωπική μου άποψη, η κορυφαία στιγμή του δίσκου. Αξίζει να αναφερθεί η συμμετοχή της Jennifer Warnes στα φωνητικά, η οποία, ειδικά στην τελευταία στροφή (του ποιήματος ή του χορού άραγε;), δίνει τον καλύτερό της εαυτό.

Το να διαδεχθείς ένα τέτοιο αριστούργημα ήταν από μόνο του αρκετά δύσκολο, ομολογουμένως ο Cohen το έκανε δυσκολότερο. Το "Jazz Police" που ακολουθεί είναι μία μάλλον αποτυχημένη avant-garde προσπάθεια που, αν και με τον καιρό και μετά από πολλές ακροάσεις αναδεικνύει κάποιες αρετές, χαλάει τη συνοχή του δίσκου και είναι από τις ελάχιστες φορές που η ψηφιακή ευκολία της αλλαγής τραγουδιών φαίνεται ευεργετική.

Επιστρέφοντας στο προηγούμενο στυλ του, ο δίσκος κλείνει με τα "I Can't Forget" και "Tower Of Song". Το δεύτερο περιγράφει με όμορφο και γλαφυρό τρόπο το αναπόφευκτο της επιλογής του να γίνει τραγουδιστής και να προστεθεί και αυτός στο οικοδόμημα της τραγουδοποιίας:
"I was born like this, I had no choice
I was born with the gift of a golden voice
And twenty-seven angels from the great beyond
They tied me to this table right here
In the tower of song"

Ομολογώ ότι αδυνατώ να αξιολογήσω το δίσκο αυτό αντικειμενικά. Τουλάχιστον 4 από τα τραγούδια του με έχουν συντροφεύσει σε ιδιαίτερες στιγμές της ζωής μου. Πιστεύω όμως ακράδαντα ότι, πέρα από συναισθηματισμούς, ο δίσκος αυτός στέκει σα διαμάντι στη δισκογραφία του Cohen. Όχι μόνο γιατί περιλαμβάνει μερικές από τις καλύτερες στιγμές του που ακούγονται ακόμα στις ζωντανές εμφανίσεις του, αλλά και γιατί μπόρεσε πειραματιζόμενος και ρισκάροντας να δαμάσει τον ήχο μιας εποχής που έδειχνε τόσο αφιλόξενη για τη γενιά του.

  • SHARE
  • TWEET