The Dear Hunter

Act V: Hymns With The Devil In Confessional

Rude (2016)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 07/09/2016
Για ακόμα μια φορά ο πλούτος της μουσικής των The Dear Hunter είναι απολαυστικός, τόσο σε συνολικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο μεμονωμένων συνθέσεων
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Υπάρχουν στιγμές που τα μουσικά άστρα ευθυγραμμίζονται και ξαφνικά ξεδιπλώνεται το μεγαλείο ενός καλλιτέχνη μπροστά σου, ένα μεγαλείο που δεν είχες καταφέρει να εκτιμήσεις ως τότε. Αυτό συνέβη πριν ένα χρόνο περίπου σε μένα, με τον φοβερά ταλαντούχο Casey Crescenzo, τον άνθρωπο πίσω από τους Dear Hunter.

Την ιστορία και το ταλέντο του τα παρέθεσε αναλυτικότατα και εξαιρετικά όμορφα ο Μάνος, στην πληρέστατη παρουσίαση του "Act IV: Rebirth In Reprise". Ενός άλμπουμ που αποτέλεσε μια από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις που έχω υποστεί τα τελευταία χρόνια, γεμάτο μουσικές, γεμάτο έμπνευση, γεμάτο εικόνες, γεμάτο συναισθήματα. Μόνο ο Wilson του στέρησε την κορυφή στην περσινή προσωπική μου λίστα.

Όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό ο διάδοχός του είναι μια από τις πιο αναμενόμενες κυκλοφορίες της χρονιάς για τον γράφοντα και για να είμαι εξαρχής ειλικρινής θα ήταν δύσκολο να με απογοητεύσει. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.

Πρώτα απ' όλα δεν θα μπω σε αντίστοιχη ανάλυση με αυτή που είχε κάνει ο Μάνος, κρίνοντας σωστά ότι το concept καθορίζει την ουσία του κάθε τραγουδιού. Αφενός γιατί η ελλιπής πληροφόρηση δεν μου το επιτρέπει και αφετέρου διότι το αφήνω για κάποιο μελλοντικό Footnotes. Επίσης, να επισημανθεί ότι τα τραγούδια που περιλαμβάνονται στο "Act V: Hymns With The Devil In Confessional" είχαν ηχογραφηθεί μαζί με αυτά του "Act IV", με τον διαχωρισμό να γίνεται ώστε να εξυπηρετήσει τη ροή της ιστορίας κι όχι με ποιοτικά ή άλλα κριτήρια. Οπότε, ναι, το "Act V" είναι πολύ κοντά ηχητικά στο "Act IV".

Όμως, η παλέτα του Casey είναι τόσο ευρεία που θα ήταν δύσκολο να πει κανείς ότι αυτοπεριορίζεται και ως εκ τούτου το "Act V" είναι αναμενόμενα ποικιλόμορφο και περιπετειώδες και εντυπωσιακό, αλλά την ίδια στιγμή μοιάζει πιο λιτό και κατασταλαγμένο σε σχέση με τον προκάτοχό του.

Η απαλή εισαγωγή του "Regress" με την ακουστική κιθάρα, ανοίγει το δρόμο για το "The Moon - Awake" και την μπασογραμμή που το οδηγεί. Παρόλο που δεν εντυπωσιάζει στα πρώτα ακούσματα, σταδιακά σε κερδίζει και με το εντυπωσιακό φινάλε του αποτελεί ιδανικό ξεκίνημα για το άλμπουμ, προλογίζοντας με τη σειρά του το "Cascade" μια από τις ωραιότερες συνθέσεις στο άλμπουμ, με εθιστική φωνητική μελωδία και ερμηνεία από τον Crescenzo.

Το "The Most Cursed Of Hands - Who Am" έχει ένα αμερικάνικο χρώμα στη βασική του μελωδία που στην πορεία δίνει χώρα σε κάποια trademark συμφωνικά στοιχεία της μπάντας, ενώ το "The Revival" είναι το πιο standout track του δίσκου, κάτι σαν το hit, που δεν μπορείς παρά να ακούς ξανά και ξανά και να το τραγουδάς.

Το πιάνο, η ακουστική κιθάρα και η πλούσια ενορχήστρωση καθιστούν πανέμορφο το ακουστικό "Melpomene", ενώ το "Mr.Usher (On His Way To Town)" με την τελείως jazz/bossa nova προσέγγισή του θα ξενίσει αρκετούς, αλλά εκεί ακριβώς έγκειται μέρος της μαγείας των The Dear Hunter. Σε κάνουν να ακούς ως και να απολαμβάνεις μουσικές που πιθανότατα δεν θα άντεχες να ακούσεις μόνες τους ή από κάποιον άλλο. Τουλάχιστον, αυτό συμβαίνει σε εμένα.

Κι αν στο χαλαρό και μεταβατικό "The Haves Have Naught" το λογοπαίγνιο μοιάζει λίγο πιο ενδιαφέρον από τη μουσική, στο ακουστικό "The Light" ο Casey βρίσκει λίγο χρόνο να μιλήσει προσωπικά και να γράψει ένα τραγούδι-γράμμα στον γιό του, μόνος με την ακουστική του κιθάρα, κάνοντάς το όσο όμορφα θα περίμενε ένας οπαδός του, θυμίζοντας αρκετά τον Claudio Sanchez των Coheed And Cambria κι αντίστοιχα δικά του εγχειρήματα.

Σε αυτό το σημείο του άλμπουμ μπαίνει στην τελική του ευθεία για την ολοκλήρωσή του, με το "Gloria" να είναι μια μάλλον τυπική σύνθεση της μπάντας, συμπαθητική αλλά ως εκεί, ενώ το πολύ δυνατό και συναισθηματικά φορτισμένο "The Flame (Is Gone)" κερδίζει σαφώς το μάλλον άνευρο "The Fire (Remains)". Το "The March" επαναφέρει κυρίως κάποια θέματα από προηγούμενα τραγούδια του concept (κάτι που γίνεται και σε άλλα σημεία, αλλά πιο κεκαλυμμένα) για να δέσει την ιστορία, ενώ το "The Blood" προσπαθεί να δώσει μια κλιμάκωση, πριν το χαλαρό κλείσιμο του "A Beginning". Δεν είναι κακό σε καμία περίπτωση, αλλά το κλείσιμο του άλμπουμ θα μπορούσε να ήταν πιο δυνατό, έχω την αίσθηση.

Σε θέματα παραγωγής και ενορχήστρωσης, δεν χρειάζεται να αναφερθούμε καν, αφού έχουμε να κάνουμε με κορυφαίο επίπεδο, αλλά θα ήθελα να σταθώ σε δυο άλλους παράγοντες που κατ’ εμέ προσθέτουν πολλούς πόντους στη μουσική τους. Πρώτα απ' όλα είναι εντυπωσιακή η δουλειά που γίνεται στα φωνητικά και σε επίπεδο γραμμών, αλλά κυρίως σε επίπεδο φωνητικών αρμονιών, με τα πολλαπλά layer να είναι σχεδόν πάντα απολαυστικά. Επίσης, ο τρόπος με τον οποίο γράφει τους στίχους του ο Crescenzo είναι εξαιρετικός, πρωτότυπος και ξεχωριστός, επιτρέποντας στον ακροατή να κρατήσει επιμέρους τραγούδια ή στίχους και να τα συνδέσει με κάτι διαφορετικό, κάτι δικό του, πέραν των ορίων του concept.

Το "Act V" μπορεί να μην έχει την λάμψη του "Act IV", αλλά είναι φτιαγμένο από τα ίδια εντυπωσιακά υλικά και θα ικανοποιήσει στο έπακρο τους υφιστάμενους ακόλουθους του μεγαλεπήβολου μουσικού οράματος του Casey Crescenzo. Παρόλο που εκκρεμεί το έκτο και τελευταίο μέρος της "Act" σειράς, ο Crescenzo έχει ξεκαθαρίσει πως αυτό είναι το τελευταίο rock άλμπουμ και βάσει των όσων έχει στο μυαλό του, το κλείσιμο θα έρθει με τελείως διαφορετικό τρόπο μουσικά, πιθανότατα σε κάτι πιο συμφωνικό, οπότε πιθανότατα εδώ ολοκληρώνεται ένας σπουδαίος κύκλος, ένα μεγάλο μουσικό ταξίδι.

Εγώ συνεχίζω να στέκομαι θαμπωμένος από το όραμα και το ταλέντο αυτού του καλλιτέχνη κι από τον μουσικό πλούτο που περιλαμβάνει κάθε δουλειά του. Χωρίς να είναι ανατρεπτικό και εκθαμβωτικό σαν το "Act IV", το "Act V: Hymns With The Devil In Confessional" είναι για μια ακόμα φορά απολαυστικό τόσο σαν συνολικό έργο, όσο και σε επίπεδο μεμονωμένων συνθέσεων. Μπορείτε άφοβα να αφεθείτε στον μαγικό κόσμο του.

 

  • SHARE
  • TWEET