Solstice

White Horse Hill

White Horse (2018)
Από τον Βασίλη Σκιαδά, 20/03/2018
Χλιαρή και άνιση κυκλοφορία
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Τα μαντάτα είχαν φανεί από το 2013 και την κυκλοφορία του mini LP "Death’s Crown Is Victory", όταν και οι θρυλικοί Βρετανοί Solstice αποφάσισαν να αφιερωθούν στις folk και απλοϊκές epic metal καταβολές της μουσικής τους. Oι καθαρόαιμες doom metal στιγμές στο φετινό "White Horse Hill" είναι και πάλι ελάχιστες και χωρίς ιδιαίτερη ένταση. Για τον λόγο αυτόν, δεν θα πρότεινα σε κάποιον που του έχω ζαλίσει τα μυαλά με το «πόσο ωραίοι είναι οι Solstice, τι μεγαλοπρεπή και μοναδικό ήχο έχουν, μπλα μπλα», να ξεκινήσει τη γνωριμία του μαζί τους με αυτό το άλμπουμ. Το γεγονός αυτό, πιστεύω, είναι μια μικρή ήττα για τον ηγέτη Richard M. Walker (κιθάρα, μοναδικό εναπομείναν ιδρυτικό μέλος), ο οποίος, φαίνεται να έχει επενδύσει καλλιτεχνικά και συναισθηματικά σε αυτό το νέο epic/folk δρόμο της μπάντας του.

Οι προθέσεις δείχνουν αγαθές και η προσοχή σε σημαντικούς παράγοντες, όπως οι επικοί και μελαγχολικοί στίχοι, το εκπληκτικά μοναδικό artwork (Chris Smith) και η ζεστή, αναλογική παραγωγή ήταν η δέουσα. Η διάρκεια του άλμπουμ -σωστά- κρατήθηκε στα 46 μόλις λεπτά, διότι, κατά το δελτίο τύπου της μπάντας, δεν είναι δυνατόν πια να βγει ενδιαφέρον δίσκος που να ξεπερνά τη μία ώρα. «Αν δεν χωράει ο δίσκος στην πλευρά μιας 90άρας κασσέτας, τότε είναι πολύ μεγάλος», διαμηνύουν οι Solstice, στο δελτίο τύπου που συνοδεύει τον δίσκο τους. Μαντέψτε όμως ποιου συγκροτήματος οι καλύτεροι δίσκοι φτάνουν και ξεπερνούν τη μία ώρα, η οποία μάλιστα περνά «νεράκι».

Σωστά, οι Solstice είναι αυτό το συγκρότημα. To "Lamentations" του 1994 διαρκεί 57 λεπτά και το "New Dark Age" διαρκεί περίπου 65 λεπτά και χαρακτηρίζονται αμφότερα κάθε άλλο παρά βαρετά. Αντίθετα, το φρέσκο "White Horse Hill", με τα 46 λεπτά του, με τα τρία εκ των επτά τραγουδιών του ήδη γνωστά από το 2016 ("To Sol A Thane", "For All Days, And For None" και "White Horse Hill") με άλλο ένα ("III") να είναι «ατμοσφαιρική» εισαγωγή με εφέ από γλάρους και ψαροπούλια και ένα ακόμη να είναι folk μπαλάντα ("Beheld, A Man Of Straw"), είναι ένας δίσκος, με κάποιες συμπαθητικές μεν στιγμές, αλλά συνολικά -επιεικώς- μονότονος.

Σαφώς και ξεχωρίζουν το ομώνυμο Manowar-οειδές τραγούδι και το 13λεπτο "Under Waves Lie Our Dead", το οποίο θυμίζει τους κραταιούς Solstice και έχει το βλέμμα στον ύμνο "Cromlech", δεν αρκούν όμως για ισοσταθμίσουν τα χασμουρητά που προξενεί το "To Sol A Thane", το "Gallow Fen" και τα ατελείωτα ημι-ακουστικά σημεία με τα ζορισμένα υμνικά φωνητικά (σε ύφος «βαρύτονου») του νέου Paul Kearns (πρώην Arcane Sun, μεταξύ άλλων). Όχι ότι ο άνθρωπος δεν τραγουδά σωστά ή έχει ενοχλητική χροιά (εξάλλου ποτέ τα φωνητικά, κατά τη γνώμη μου, δεν ήταν το μεγάλο ατού των Solstice), απλά οι φωνητικές μελωδίες που τραγουδά, δεν έχουν τίποτε το αξιομνημόνευτο και έτσι αναγκάζεται να υπερβάλλει στις ερμηνείες του προκειμένου να «βγει» το επικό συναίσθημα. Τέλος, έχω την εντύπωση ότι και τα lead κιθαριστικά μέρη του R. Walker αποπνέουν μια αύρα προχειρότητας, η οποία έρχεται να προστεθεί κι αυτή στα προβληματικά σημεία αυτής της πολυαναμενόμενης, αλλά τελικά χλιαρής και άνισης κυκλοφορίας.

Παρ' όλα αυτά, δεν θεωρώ απίθανο σε κάποιον να αρέσει το "White Horse Hill". Ήδη υπάρχει κόσμος στο διαδίκτυο (το άλμπουμ έχει κυκλοφορήσει ήδη από το Φεβρουάριο στο bandcamp του συγκροτήματος) που ακούγεται ενθουσιασμένος γι’ αυτό. Κανείς εξάλλου δεν παραβλέπει την ζεστή, νοσταλγική ατμόσφαιρα του δίσκου, τους σοβαρούς στίχους και την old school αισθητική σε παραγωγή και παίξιμο. Οι δε μπαλάντες ("For All Days, And For None", "Beheld, A Man Of Straw") ακούγονται -ίσως- ευχάριστα υπό ορισμένες συνθήκες. Για εμένα όμως, αυτά δεν αρκούν, για να συγκροτήσουν έναν άξιο διάδοχο για τους εμβληματικούς doom ογκόλιθους, που λέγονται "Lamentations" και "New Dark Age". Προχωρήστε με επιφύλαξη.

  • SHARE
  • TWEET