Santana

Guitar Heaven: The Greatest Guitar Classics Of All Time

Arista / Sony (2010)
Από τον Μανώλη Γεωργακάκη, 04/10/2010
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Δε μπορώ να φανταστώ για ποιο λόγο το εξώφυλλο της νέας δισκογραφικής δουλειάς του Santana μοιάζει με συλλογής του σωρού, από εκείνες που κάνουν ένα και ενενηνταεννιά στα πολυκαταστήματα ηλεκτρικών και, όταν τις γυρίσεις τούμπα, μόνο καναδύο τίτλους μπορεί και να έχεις ακουστά. Εν προκειμένω, αν δεν ξέρεις τα τραγούδια που απαριθμεί το οπισθόφυλλο, μάλλον δεν έχεις καμία επαφή με τη rock.

Εδώ, αντί για κάποιο φιλοσοφικοθρησκευτικό μονολεκτικό ψάρωμα, ο τίτλος που επελέγη είναι περιγραφικός. «Guitar Heaven», λέει, άνω και κάτω τελεία, «The Greatest Guitar Classics Of All Time». Και ενώ ίσως αρχικά θα περίμενε κανείς να ακούσει τον πιο αντιεμπορικό Carlos Santana να ξεπατώνεται στα solo, διασκευάζοντας τα πιο τεχνικά των πιο τεχνικών, τελικά αντιμετωπίζουμε μια ενοχλητικά επιτηδευμένη προσπάθεια «να πουλήσουμε σε όλους». Προς απογοήτευση, λοιπόν, του σνομπ σαραντάρη κιθαρίστα με τα πατομπούκαλα και τις ασύμμετρες φαβορίτες που μένει στον τρίτο και μας παίρνει τα αυτιά όποτε του καπνίσει, δε θα βρούμε εδώ το "Scuttle Buttin" του Stevie Ray Vaughan, αλλά το "Smoke On The Water" των Deep Purple - «πάλι».

Αλίμονο, ο Carlos Santana ήξερε ανέκαθεν να διασκευάζει. Κατάφερε κάποτε να μας κάνει να ξεχάσουμε ότι το "Black Magic Woman" είναι σύνθεση του Peter Green. Ακόμη, δε, και στα πλαίσια της μεθόδου της κραυγαλέας «φτιαχτής» μουσικής συνάντησης, ο κύριος Santana μπορεί να πυρπολήσει το βινύλιο. Στη μάνα των album συμμετοχών, στο "The Healer" του John Lee Hooker, το ομώνυμο αριστούργημα του «ανήκει». Συνεχίζοντας λοιπόν την -από το "Supernatural" και δώθε- αποτελεσματική τάση του «άλλος τραγουδιστής σε κάθε κομμάτι», εδώ ακούμε διάφορους διάσημους να τραγουδούν διάφορα διάσημα, περασμένα από την πιο λουστραρισμένη αποστειρωμένη pop παραγωγή.

Απ' όλα έχει ο πλαστικός μπαχτσές και όλα τα παιδάκια θα βρούνε τη χαρά τους. Τον Rob Thomas του εμπορεύματος "Smooth" να χαριεντίζεται στον αποτρόπαιο latin ρυθμό ενός διαστρεβλωμένου "Sunshine Of Your Love" των Cream. Το θεϊκό "While My Guitar Gently Weeps" των Beatles να ευνουχίζεται από την καθωσπρέπει soul τρυφερότητα της πιο ραδιοφιλικής India Arie. Τον ιερό Joe Cocker να σφίγγεται στο "Little Wing" του ιερού Jimi Hendrix, για να συγκινηθεί ο εξηντάρης. Το «παιδί θαύμα» Johnny Lang να ιδροκοπάει πλάι στη φωτιά του "I Ain't Superstitious", για να χειροκροτήσει ο μπλουζάς. Και κάτι από Def Leppard και κάτι από Van Halen και κάτι από T-Rex, από πιο μονδέρνους ερμηνευτές, που θα «μιλήσουν» σε μια post-grunge γενιά.

Βέβαια νομίζω ότι όποιος δώσει σημασία θα αναρωτηθεί ποίου σκορδοκαΐλα ήταν να ακούσει τον τραγουδιστή των Papa Roach να τραγουδάει Deep Purple και εκείνον των Creed να τραγουδάει Creedence Clearwater Revival. Μπροστά στο μύθο, η ερμηνεία του τελευταίου υποφέρει από έκπτωση ανάλογη με αυτή που υπέστη το όνομα της μπάντας του σε σχέση με τους διασκευαζόμενους. Όποιος επιλέξει τη μη deluxe έκδοση θα έχει το προνόμιο να αποφύγει αυτή την καημένη διασκευή, καθώς και το ανούσιο δωράκι που έκανε ο Santana στον τραγουδιστή της μπάντας του, Andy Vargas, που αναπαράγει το -παρείσακτο- "Under The Bridge" των Red Hot Chili Peppers.

Χωρίς να προκύπτουν μνημεία, στο album αυτό ικανοποιούνται και δυο rock φετίχ, με τον Chris Cornell να ξελαρυγγιάζεται σε Zeppelin και τον Scott Weiland να αλητεύει σε Stones. Δύο άλλα, όμως, είναι τα τραγούδια που θα άξιζαν να το κουβεντιάσουμε. Ο Chester Bennington, ο φωνακλάς των Linkin Park, ανταμώνει τον Ray Manzarek και επιχειρεί το "Riders On The Storm" των Doors. Οϊμέ, προσπαθώντας -λέει- να μη θυμίσει τον Jim Morrison, καταφεύγει σε μια ξεψυχισμένη ψιθυριστή ερμηνεία με το περήφανο χάρισμα της πιο αγουροξυπνημένης αμοιβάδας. Και εκεί που όλα έδειχναν ότι η συλλογή διασκευών αυτή θα πνιγόταν στην ατολμία, έρχεται το "Back In Black" των AC/DC από τον εξαιρετικό rapper Nas. Ας πάθουν εγκεφαλικά οι θρησκόληπτοι ροκαμύντορες. Με το στόμφο του μουσικού blockbuster, με τη φόρα του δυναμικού hip-hop λέγειν και το ξεσάλωμα της κιθάρας, θα εντυπωσίαζε και θα «έκοβε κεφάλια», αν δεν μολυνόταν -και αυτό- από τα αφερέγγυα latin τουμπερλέκια.

Ο ίδιος ο μεγάλος Carlos παίζει τον αναμενόμενο αγαπημένο ρόλο του. Σύμφωνοι, ήδη ακούγοντας τα δύο πρώτα τραγούδια θα συμπεράνουμε ότι ο Santana προφανώς δε διαθέτει τη μεσσιανική βλοσυρότητα του Jimmy Page, ούτε την άγαρμπη μαγκιά του Keith Richards. Δε νομίζω ότι περίμενε κανείς κάτι τέτοιο και δε θα (έπρεπε να) τολμούσε κανείς να συγκρίνει τόσο υψηλά ταλέντα. Το πρόβλημα είναι ότι, κινούμενος στα συνδικαλιστικά όρια της εμπορικότητας των τελευταίων πολλών ετών, δε δίνει αρκετό χώρο στα solo του. Περί jazzαριστών jam, δε, ούτε κατά διάνοια. Η έγνοια για εμπορική αξιοποίηση των ηχογραφήσεων λιμάρει τα νύχια τους τόσο πολύ, που το album καταντά ακίνδυνο.

Τόσο ακίνδυνο που εδώ θα βρει άλλοθι για να «το παίξει» ροκάς και ο μόδιστρος της Μυκόνου. Τόσο ακίνδυνο που ο ροκάς deejay θα καταφέρει να «το παίξει» Μυκονιάτης μόδιστρος στο αφεντικό. Τόσο ακίνδυνο που θα καταφέρεις να πείσεις το αγύριστο κεφάλι που φέρει τα πανέμορφα αυτάκια του κοριτσιού να ακούσει επιτέλους αυτά τα τραγούδια. Τόσο ακίνδυνο που δε μπορώ να το βγάλω από το αμάξι.
  • SHARE
  • TWEET