Raphael Saadiq

Stone Rollin'

Columbia (2011)
Από τον Παντελή Μαραγκό, 23/09/2011
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Θυμάστε το "The Seed (2.0)", εκείνη την κομματάρα των Roots με τον Cody ChesnuTT από το 2002; Δεν είχε απίθανο ήχο; Θυμάστε επίσης πόσοι και πόσοι την πάτησαν αγοράζοντας εξαιτίας του το εξαιρετικό για το είδος του άλμπουμ "Phrenology", στο rap/hip hop του οποίου, ωστόσο, το εν λόγω κομμάτι, με την ιδανική δοσολογία funky, rock και soul στοιχείων, δεν ήταν παρά μόνο μια ευχάριστη (για τους αμύητους στη μαύρη μουσική) παρένθεση. Προσωπικά τοποθετώ το track εκείνο πολύ ψηλά και σίγουρα ψηλότερα από το άθροισμα των υπόλοιπων κομματιών του δίσκου. Και -πιστέψτε με- λατρεύω το καλό r'n'b και στο τέταρτο άλμπουμ των Roots υπάρχει μπόλικο από δαύτο. Δε σας το κρύβω, πάντως, ότι από εκείνα τα τεσσεράμισι εξαιρετικά λεπτά μου έμεινε ένα ισχυρό αίσθημα ανικανοποίητου κι έκτοτε εύχομαι να έπιανα κάποτε στα χέρια μου ένα σύγχρονο δίσκο γεμάτο με το feeling εκείνου του κλασικού, πλέον, κομματιού.

Εε, λοιπόν η (ευλογημένη) εκείνη ώρα έφτασε. Το τέταρτο studio άλμπουμ του πολυτάλαντου Raphael Saadiq ήρθε φέτος για να καλύψει αυτό το χρονίζον απωθημένο μου και -το κύριότερο- για να κάνει σημαντικά πιο χαρούμενο όποιον εκτεθεί στη μεστή ιδιοφυΐα του. Για ακόμη μια φορά ο κατά κόσμον Charles Ray Wiggins (χωρίς να ασπαστεί το Ισλάμ, το άλλαξε σε "Saadiq" που στα αραβικά πάει να πει «εκείνος που κρατά το λόγο του»), τραγουδα, γράφει και κάνει την παραγωγή μόνος του. Παράλληλα, παίζει τα περισσότερα όργανα (μπάσο, πλήκτρα, κιθάρα, mellotron και drums) στην πλειονότητα των κομματιών και -το κυριότερο- συνδυάζει τις ομορφότερες αποχρώσεις της παλέτας της μαύρης μουσικής. Αντλεί τις καλύτερες στιγμές από το χαρωπό rock 'n' roll του Chuck Berry, μέχρι τη soul των κοινωνικών προεκτάσεων του Marvin Gaye, δια μέσου του funk του James Brown και του Sly Stone και των harmonica blues του Sonny Boy Williamson, για να δώσει αυτό που -κατά πάσα πιθανότητα- θα μείνει ως η retro κυκλοφορία της χρονιάς.   

Δεν είναι κανένας καινούργιος ο Saadiq. Είναι 20 χρόνια τώρα που βρίσκεται στο κουρμπέτι. Μια φορά κι έναν καιρό με το ενδιαφέρον νεό-soul τρίο Tony! Toni! Toné! και έκτοτε μόνος του. Παρ' όλα αυτά, μόλις το 2008 με το "The Way I See It" κατάφερε να προσελκύσει το ενδιαφέρον ενός μεγαλύτερου κοινού, πετυχαίνοντας να κάνει το crossover στο rock ακροατήριο. Μιλάμε για έναν καλλιτέχνη που έχει συνεργαστεί με το crème de la crème της σύγχρονης μουσικής και έχει μια ντουζίνα υποψηφιότητες για Grammy (έχει πάρει κι ένα), χωρίς ωστόσο να αποτελεί το αγαπημένο παιδί των media, παρόλο που τυγχάνει τεράστιας κριτικής αποδοχής (ακόμη κι o Jagger στάζει μέλι για αυτόν). Βλέπετε, δεν είναι ο r'n'b καλλιτέχνης που κάνει μουσική για το lifestyle με τις πολυτελείς βίλες και τα πανάκριβα αυτοκίνητα, ούτε βασίζεται στα video clip με τις λάγνες γκόμενες για να περάσει το μήνυμα που αυτός -εν αντιθέσει με ξέρετε ποιους φελούς- κομίζει. Πιθανότατα για αυτό και δεν πρόκειται να τον δείτε σε κάποιο μουσικό κανάλι και δεν αναφέρομαι μόνο στα εγχώρια, καθώς το κακό είναι γενικότερο και η κατηφόρα δε γνωρίζει σύνορα.

Ο δίσκος ξεκινά με το "Heart Attack", το οποίο σα μια συνάντηση του Sly Stone με το βρώμικο βαβουροfunk-rock του Jon Spencer της εποχής των "Acme" και "Acme+" παρασύρει σε ξέφρενους χορούς που μπορεί να προκαλέσουν συμφόρηση και ως εκ τούτου αντενδείκνυται για καρδιακούς (όνομα και πράγμα). Όσοι έχετε χαρτί από γιατρό μπορείτε ελεύθερα να του δώσετε να καταλάβει, ακούγοντας και χορεύοντάς το στη διαπασών, εναλλάξ με το -τόσο ταιριαστό με το ωραίο εξώφυλλο- "Radio", το οποίο μας μεταφέρει στις πρώτες μέρες του rock 'n' roll, θυμίζοντάς ότι ένας από τους σημαντικότερους εν ζωή καλλιτέχνες είναι ο γίγαντας που ακούει στο όνομα Chuck Berry. Οι στίχοι του τα λένε όλα με δυο κουβέντες: «I tried to move away. She found me the very next day», όπως στα παλιά, καλά rhythm 'n' blues. Ακούστε το υπό κανονικές συνθήκες (με κλειστή την τηλεόραση και μακριά από μακάβρια πρωτοσέλιδα εφημερίδων) κι αν δε σας φτιάξει το κέφι, μη μου ξαναμιλήσετε.

Προσωπικό αγαπημένο, το ταξιδιάρικο και λυτρωτικό "Go To Hell", που βρίσκεται ανάμεσα στα δύο προαναφερθέντα, στο οποίο μας φέρνει στο επίκεντρο της προσωπικής του πάλης με τα θηρία. Το μπάσο, τα τύμπανα και η ορχήστρα δημιουργούν μια επιβλητική ατμόσφαιρα, που έρχεται σε αντιδιαστολή με το κλαψιάρικο ύφος που υιοθετεί o Saadiq, το οποίο πάει γάντι με τη μελιστάλαχτη χροιά του. Στην πορεία «βρίσκει» τη φωνή και το ανάστημά του και όλα αυτά συγκλίνουν, καθώς το κομμάτι κλιμακώνεται μέσα σε μια θάλασσα από «Let love bring us together» που φέρνει στο μυαλό τους Rolling Stones του "Let It Bleed" (1969). Ωραίο και αμαρτωλό είναι και το βαρύ blues του ομότιτλου track, ενώ ξεχωριστή στιγμή που δεν πρέπει να προσπεράσετε είναι το "Day Dreams", μέσα από το χαρούμενο doo-wop και τα παλαμάκια του οποίου μας διηγείται τον καταναλωτικό πυρετό που κάλλιστα θα μπορούσε να συνιστά την επιτυχημένη ιστορία της πιστωτικής κάρτας και τη δραματική κατάληξη των απρόσεχτων κατόχων της. «I am living on Day Dreams. Going to buy me something I can't afford”. Πραγματικά ξεκαρδιστικό.   

Παρ' όλα αυτά, καθώς ο δίσκος προχωρά, το ύφος σταδιακά αλλάζει και τα πράγματα σοβαρεύουν, προσεγγίζοντας την κλασική soul, με αποκορύφωμα το δραματικό "Good Man". Σε αυτό το κλίμα, αξίζει να αναφερθεί και το πολύ καλό "Movin' Down The Line", το οποίο μοιάζει βγαλμένο από το "Let's Get It On" (1973) του Marvin Gaye.

Συνολικά, τo "Stone Rollin'" είναι γεμάτο διαμαντάκια και δεν είναι υπερβολή να γραφτεί ότι δεν περισσεύει κανένα από τα κομμάτια του. Ακούγεται μονορούφι όπως είναι και δε θα άλλαζα ούτε νότα. Παράλληλα, είναι αξιοθαύμαστο το πως o Saadiq διατρέχει με επιτυχία τόσα μουσικά στυλ από track σε track και με ένα υποδειγματικό sequencing καταφέρνει να φτάσει προοδευτικά και απολύτως πειστικά σε ένα εντελώς διαφορετικό μουσικό έδαφος από εκείνο από όπου ξεκίνησε. Δεν ξέρω εάν και κατά πόσο σας λείπει η Amy. Προσωπικά ομολογώ πως εξακολουθώ να είμαι «χαλασμένος» από τον πρόωρο χαμό της. Με τούτο εδώ πάντως, μου δόθηκε η ευκαιρία να την πενθήσω όπως της αξίζει.
  • SHARE
  • TWEET