Prins Obi

The Grasshopper Lies Heavy

Inner Ear (2021)
Από τον Κώστα Σακκαλή, 04/11/2021
Πειστικός γενικά, απολαυστικός ανά περίπτωση, σε μία απολύτως προσωπική δουλειά
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Η προσωπική δισκογραφία του Prins Obi έχει σαν βασικό γνώρισμα ότι συνήθως εκτείνεται σε στυλ και ύφος (απο)καλύπτοντας πολλές από τις επιρροές του ή εν πάσει περιπτώσει τους ήχους που έχει απορροφήσει. Κάποιες φορές αυτό καταλήγει σε ένα σύνολο ελάχιστα ομοιογενές, άλλες πάλι φαίνεται να υπάρχει ηθελημένα ή όχι μία ραχοκοκαλιά που διατρέχει τα πάντα και αυτές οι φορές δίνουν και τα καλύτερα αποτελέσματα. Εδώ έχουμε τη δεύτερη περίπτωση και προσπαθώντας να ψηλαφήσουμε την αδιόρατη κλωστή που ενώνει τα τραγούδια, μάλλον θα αγγίξουμε μία art pop προσέγγιση, όπου pop με τη '60s έννοια του όρου.

Υπό αυτήν την προσέγγιση, είναι προφανές ότι μπορούμε να μιλήσουμε πολύ για Beatles ή για να γίνουμε πιο ακριβείς για Paul McCartney, εκτός των άλλων και γιατί η δημιουργία του δίσκου βασίστηκε στο δόγμα «συνθέτω και παίζω σχεδόν τα πάντα» στο οποίο ο Sir Paul έχει, βεβαίως, διδακτορικό. Τηρουμένων των αναλογιών φυσικά, και ο Γιώργος Δημάκης τα καταφέρνει εξίσου καλά να φτιάξει έναν προσωπικό σε όλα του δίσκο και να βγει από το εγχείρημα κάτι παραπάνω από απλώς αλώβητος.

Ηχητική αφετηρία στην αποκωδικοποίηση του δίσκου δεν μπορεί να είναι άλλη από τη βρετανική ψυχεδέλεια όπως την έπαιξαν ο Syd Barret και οι απόγονοί του (π.χ. Kaleidoscope). Αυτό είναι εμφανές στα "Apricot Jive" και στο ομώνυμο τραγούδι περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο σημείο του δίσκου. Μένοντας ψυχεδελικός αλλά περνώντας στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, με πιο ηλεκτρονικά στοιχεία αλλά πάντα στην ίδια δεκαετία, θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για τους Silver Apples στο "Neon Genesis Evangelion" ενώ αν συνεχίσουμε στο ηλεκτρονικό μονοπάτι τότε οδηγούμαστε στο a la Suicide πρώιμο electro punk του "You're The Virus".

Αυτό που πρέπει οπωσδήποτε να κρατήσουμε είναι το πόσο άνετα και πειστικά παίζει ο Prins Obi με τοn ήχο και το ύφος των πλήκτρων διασχίζοντας είδη ή/και δεκαετίες, δείχνοντας μία ευρύτητα γνώσης, δεξιότητας και ιδεών. Πέρα από τα προαναφερθέντα, υπάρχουν στιγμές που από μόνα τους τα όποια πλήκτρα είτε, στη χειρότερη, αναδεικνύουν ένα κατά τα άλλα αδιάφορο κομμάτι (μακάρι στο "Banana" να κρατούσε τα space/krautrock πλήκτρα και να το έχτιζε όλο από την αρχή), είτε δίνουν το κάτι παραπάνω σε ένα ήδη πολύ όμορφο τραγούδι (τα σε στυλ Vangelis λίγα δευτερόλεπτα στο φινάλε του "Devil's Treat" είναι από τις πολυτέλειες που κάνουν το καλό καλύτερο), είτε εκφράζουν έντονα συναισθήματα (στο "Lady Kabbalah", με την παραγωγή να κάνει το πιάνο να ακούγεται σα σε δωμάτιο δίπλα στον ακροατή, η φωνή περιττεύει - κι ας υπάρχει στίχος αναφορά στους πολυαγαπημένους MC5). Το "Just A Shield" κάνει το ίδιο αλλά με κιθάρα αντί πλήκτρων, είναι όντως instrumental και μία από τις καλύτερες στιγμές του δίσκου. Μιλώντας για τα φωνητικά, θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε ότι ένα μόνο τραγούδι υψώνει απαιτήσεις για κάτι καλύτερο, το "Hard To Pliz", μία καθαρά anthemic rock σύνθεση, έστω και «πειραγμένη», που θα έκανε τους Free περήφανους αλλά αντίστοιχα «ζητάει» μία φωνή τύπου Paul Rodgers για να απογειωθεί.

Το σύνολο των ιδεών που απαρτίζουν το "The Grasshopper Lies Heavy" έχει σίγουρα θετικό πρόσημο, αρκετές στιγμές για να επιστρέψεις και η ακρόασή του είναι ένα όμορφο ταξίδι στο μυαλό του δημιουργού του. Ταυτόχρονα, ένα σχολαστικός ακροατής ίσως προσέξει ότι ενώ κάποιες ιδέες έχουν ολοκληρωθεί, άλλες ίσως ήθελαν έναν παραγωγό ή τέλος πάντων ένα δεύτερο αυτί/χέρι που θα τις αναπτύξει ή θα τις αναδείξει πετώντας ό,τι περιττό έχουν πάνω τους. Αυτά όμως έχουν οι τόσο προσωπικοί δίσκοι και οφείλουμε να τους δεχτούμε ως έχουν.

  • SHARE
  • TWEET