One Less Reason

The Memories Uninvited

Tattooed Millionaire Records (2016)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 08/08/2016
Η καλή πλευρά του mainstream αμερικάνικου, ραδιοφωνικού rock
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Ο Chris Brown – o ένας και μοναδικός άνθρωπος πίσω από τους One Less Reason – αντιπροσωπεύει ό,τι ακριβώς αναφέρει ο υπότιτλος της παρουσίασης παραπάνω. Γράφει τραγούδια που εμπεριέχουν ό,τι καλό έχει να παρουσιάσει το mainstream/radio friendly rock της απέναντι όχθης του Ατλαντικού. Απλές δομές, πιασάρικες μελωδίες, κάμποσο συναίσθημα, δυνατή παραγωγή/ενορχήστρωση.

Δεδομένου ότι δεν παρουσιάζει κάτι ρηξικέλευθο, ούτε κάτι που προσαρμόζεται κατά περίπτωση σε επιμέρους τάσεις, η σημαντική εμπορική επιτυχία των One Less Reason δεν θα πρέπει να υποτιμηθεί. Ούτε η πρώτη θέση στα Heatseeker charts του εξαιρετικού “Faces & Four Letter Words”, ούτε ο χρυσός δίσκος του “Everydaylife”, ούτε η επιλογή τραγουδιών για την σειρά του CSI, ούτε τα περισσότερα από μισό εκατομμύριο επίσημα downloads που έχουν φτάσει. Στην πραγματικότητα είναι απλά πολύ καλοί σε αυτό που κάνουν.

Τα παραπάνω επιτεύγματα έδωσαν την δυνατότητα στον Brown να αγοράσει το δικό του στούντιο και να προσλάβει τον πολύ Randy Staub (Metallica, Nickelback, Motley Crue) για την μίξη του νέου άλμπουμ, “The Memories Uninvited”. Έτσι, πήρε όσο χρόνο ήθελε, έγραψε και ξαναέγραψε πολλές φορές τα τραγούδια, μέχρι να μείνει απόλυτα ικανοποιημένος και τελικά κυκλοφορεί ένα άλμπουμ που τους επαναφέρει στο υψηλό επίπεδο, μετά το σχετικά αδιάφορο για τα δεδομένα τους “A Blueprint For The Writhing” του 2012.

Το εναρκτήριο “Break Me” είναι κολλητική τραγουδάρα, με στίχους ξυράφι και μεγάλο ρεφραίν, περιλαμβάνοντας και κάποιες κραυγές που έρχονται από το πολύ βαθύ μουσικό παρελθόν του Brown. Μαζί με το αγαπημένο και εξίσου πιασάρικο “Sometimes” αποτελούν τις καλύτερες στιγμές του άλμπουμ, ακολουθούμενες από το δυναμικό “Where Were You”, το πιο «μοντέρνο» “Time” και το λίγο πιο εμπορικό από τα υπόλοιπα “The Lie”.

Υπάρχουν οι πιο δυνατές και up tempo στιγμές και φυσικά υπάρχουν και οι μπαλαντοειδείς συνθέσεις κι αν έπρεπε να επισημάνω ένα μικρό πταίσμα, θα έλεγα ότι το άλμπουμ είναι σχετικά «εμπροσθοβαρές», καθώς το πρώτο μισό περιλαμβάνει σαφώς καλύτερα τραγούδια σε σχέση με το δεύτερο. Επίσης, δεν έχει για κλείσιμο μια μεγάλη τραγουδάρα σαν το “The Distance” του “Faces & Four Letter Words” να ισορροπεί λίγο την κατάσταση, αν και το ακουστικό, μπαλαντοειδές “Rainmaker” σβήνει όμορφα τον δίσκο.

Στιχουργικά, ο Brown στηρίζεται εκ νέου στο κλασσικό τετράπτυχο «love, hate, pain, hope» και παρόλο που δεν έχει απωλέσει τον πεσιμισμό του, η θεματολογία των τραγουδιών μοιάζουν λιγότερο σκοτεινή σε σχέση με το παρελθόν, προφανώς αντανακλώντας την καλύτερη περίοδο στην οποία βρίσκεται η ζωή του.

Για να το συνοψίσω, δύσκολα θα βρείτε πολύ καλύτερη κυκλοφορία αν θέλετε κάτι στον αμερικάνικο, alternative, ραδιοφωνικό ήχο. Αν ψάχνετε μια μπάντα με συνέπεια, ποιότητα και πραγματικά καλά τραγούδια σε αυτόν τον ήχο επενδύστε στους One Less Reason και στο “The Memories Uninvited”. Μην σας αποτρέψουν επιφανειακοί παραλληλισμοί με μπάντες όπως οι Nickelback, καθώς επί τις ουσίας υπάρχουν ειδοποιείς διαφορές που καθιστούν αδόκιμη και άδικη όποια τέτοια σύγκριση.

  • SHARE
  • TWEET