Ne Obliviscaris

Citadel

Season Of Mist (2014)
Από τον Αντώνη Κονδύλη, 14/10/2014
Ένα ακόμα μαγευτικό ταξίδι και ένας δίσκος που διευρύνει τα όρια της ίδιας της μπάντας
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Όταν πριν δύο χρόνια είχε κυκλοφορήσει το ντεμπούτο των Αυστραλών Ne Obliviscaris δικαίως αρκετοί στην συντακτική ομάδα πάθαμε παράκρουση και δικαίως το επιλέξαμε στις καλύτερες κυκλοφορίες της χρονιάς. Δύο χρόνια μετά και ενώ έχουν μετακομίσει σε μεγαλύτερη εταιρεία, οι απαιτήσεις πλέον από αυτούς βρίσκονται στα ύψη.

Οι πρώτες ακροάσεις του καινούργιου τους δίσκου με ξενίζουν και με μπερδεύουν, γιατί μάλλον περίμενα να ακούσω κάτι διαφορετικό. Οι Αυστραλοί αποφασίζουν να τραβήξουν τα δύο άκρα στα οποία κινούνται ακόμα πιο μακριά και να δυσκολέψουν, όχι τόσο το άκουσμα, αλλά τη διαδικασία αποδοχής του.

Το άλμπουμ αρχίζει με ένα κομμάτι χωρισμένο σε τρία μέρη. Το "Painters Of The Tempest (Part I): Wyrmholes" αποτελεί το πρώτο μέρος και ανοίγει με τα μονότονα χτυπήματα του πιάνου που συνδυάζονται με το μυστηριακό κρεσέντο του βιολιού, δημιουργώντας μια κλειστοφοβική, γεμάτη αγωνία ατμόσφαιρα. Στη συνέχεια του με τον τίτλο "Painters Of The Tempest (Part II): Triptych Lux" αισθάνεσαι ότι τα πράγματα αγριεύουν όταν ένα τραχύ riff ορμάει, με τη φόρα του να διακόπτεται από το βιολί και τα γυναικεία φωνητικά που διαφοροποιούν το κλίμα και την ατμόσφαιρα, πριν ξαναεμφανιστεί ένα ισοπεδωτικό πέρασμα, για να συνεχίσει ένα κομμάτι που διαρκεί περισσότερα από 16 λεπτά και παρουσιάζει φυλαγμένα μυστικά που σε περιμένουν να τα ανακαλύψεις. Στη μουσική δωματίου του "Painters Of The Tempest (Part III): Reveries From The Stained Glass Womb", το βιολί συνοδεύεται από ακουστική κιθάρα προσφέροντας αυτή τη φορά μια πιο εύπεπτη και προσιτή ατμόσφαιρα.

Στο "Pyrrhic" μια εντελώς απρόσμενα βάρβαρη death metal διάθεση ξεπροβάλει, που εξισορροπείται από τις παρεμβάσεις του βιολιού, αλλά δεν αρκεί για να κατευνάσει την ορμητικότητά που περικλείει, παρά μόνο όταν το death metal παραμερίζει εντελώς για να οδηγηθούμε σε ένα μινιμαλιστικό περιβάλλον, με τη συνοδεία βιολιού και τυμπάνων.

Το υπέροχο "Devour Me, Colossus (Part I): Blackholes" είναι το μόνο κομμάτι που βρίσκεται πιο κοντά στο "Portal Of I" και ίσως το μοναδικό που βρίσκεται πιο κοντά στο ύφος που εκτιμούσα ότι θα κινούνταν οι Ne Obliviscaris.

Αν μη τι άλλο η περιπέτεια και το απρόσμενο του ντεμπούτου διατηρούνται αναλλοίωτα και τώρα. Για μια ακόμη φορά το βιολί είναι πλήρες όργανο στο άλμπουμ και είναι αυτό που πολλές φορές δίνει τον τόνο και καθοδηγεί το συναίσθημα, αλλά και την ατμόσφαιρα. Τα καθαρά φωνητικά (αντρικά ή γυναικεία) είναι περισσότερα. Η avant-garde προσέγγιση, τα jazz ακόμα και flamenco στοιχεία υπάρχουν και προσφέρουν περίσσεια ευχαρίστηση στον καθένα που γοητεύεται από αυτούς τους μουσικούς ακροβατισμούς.

Η μεγάλη διαφορά των δύο άλμπουμ είναι ότι, ενώ το "Portal Of I" παρά την μεγάλη του διάρκεια και το ιδιαίτερο συνθετικό του βάθος είχε μια ροή και ήταν πιο εύκολο να το παρακολουθήσει κάθε θιασώτης του ακραίου progressive, στο "Citadel" αυτή η ροή διαλύεται από τα ιντερλούδια και από αντισυμβατικές λογικές στη σύνθεση και στη διάθεση.

Το "Citadel" προσπαθεί να διευρύνει τα όρια όχι μόνο της ίδιας της μπάντας, αλλά και των metal οπαδών που την παρακολουθούν. Σίγουρα ένα δύσκολο άκουσμα στο σύνολό του, πιθανότατα περίεργο και δυσνόητο. Ίσως να είναι και καλύτερα, αφού ένας καλλιτέχνης δεν είναι απαραίτητο να γίνεται πάντα κατανοητός και προσιτός.

Με τον δεύτερό τους δίσκο, οι Ne Obliviscaris μας πηγαίνουν ένα ακόμα μαγευτικό ταξίδι και δείχνουν περίτρανα ότι έχουμε να κάνουμε με μια πάντα που εκτός απροόπτου θα μας απασχολήσει πολύ στο μέλλον.
  • SHARE
  • TWEET