John Garcia And The Band Of Gold

John Garcia And The Band Of Gold

Napalm (2018)
Από τον Νικόλα Ρώσση, 28/12/2018
Ο Garcia επιστρέφει στο φυσικό του περιβάλλον
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Είναι αυτό το αντίο του Garcia; Και αν είναι, φεύγει γυρνώντας την πλάτη του σε εκρήξεις ή μας σερβίρει τσάι με μπαγιάτικα μπισκότα; Μετά τους υπαινιγμούς του Garcia σε πρόσφατη συνέντευξη του ότι έχει βαρεθεί λίγο την ταλαιπωρία με την μουσική και ότι η φάση με το desert έχει λίγο παραγίνει μας έχουν μπει ψύλλοι στα αυτιά. Βέβαια αυτό μπορεί να αντικατοπτρίζει τις δυσκολίες που αντιμετώπισε για την δημιουργία αυτού του δίσκου και να είναι απηυδισμένος ή είναι απλά κόλπο για να τραβήξει την προσοχή. Ελπίζω να είναι το πρώτο και να του περάσει.

Πάντως, παρά την γκρίνια του ο Garcia με την Band of Gold, κυκλοφορούν ένα άλμπουμ ακριβώς σαν αυτό που προσδοκούμε κάθε φορά να ακούσουμε από τον Περήφανο Μεξικάνο. Συνειδητά πιο heavy με ολίγη από Kyuss, Slo Burn, Unida και Hermano και πάντα με το μαγικό άγγιγμα του ανεπανάληπτου και επιδραστικού Chris Goss στην παραγωγή.

Το εισαγωγικό "Space Vato" είναι από τα πιο desert και βαριά πράγματα που έχει βγει από Garcia δίσκο τα τελευταία 20 χρόνια περίπου, αλλά δυστυχώς είναι instrumental. Το σχεδόν ερωτικό "Chicken Delight" μας παραπέμπει στα '90s με τους Kyuss-ικούς αναστεναγμούς του Garcia, ενώ το σφιχτό κεντρικό riff έχει έναν αέρα από Dave Angstrom. Στο "Kentucky II" η κληρονομιά του Johnny κοιτάει προς τα '70s και το ρυθμικό μοτίβο του τραγουδιού, περιχύνεται με επιρροές που σε κάποιους ίσως θυμίσουν Hendrix. To "My Everything" αν και έχει και αυτό ευαίσθητη θεματολογία, το υπέρβαρο riff του κρατάει το επίπεδο επιθετικότητας ψηλά. Στο "Lilianna" γίνεται μια πιο εμπορική στροφή με την κιθάρα να παραπέμπει ελαφρώς σε Jack White, ενώ το ρεφρέν το καθιστά σε χιτάκι, αν και θα έπρεπε να επαναλαμβάνεται μερικές φορές παραπάνω για να γίνει και κλασικό και κολλητικό.

Το "Pop Corn" κρέμεται ολόκληρο από τα φωνητικά και θεωρώ ότι αποτελεί μια από τις καλύτερες και πιο έντονες ερμηνείες του τα τελευταία χρόνια, καθώς αναδεικνύεται η ιδιαίτερη οξύτητα της φωνής του Garcia. Το "Apache Junction" δεν είναι το highlight του δίσκου, αλλά λόγω του ιδιαίτερου ρυθμού του, αν ήταν παιγμένο σε πιο γρήγορο tempo θα ήταν κάτι που θα μπορούσε να βρίσκεται με άνεση στο Songs For The Deaf στην θέση του "No One Knows" για παράδειγμα. Το ρολόι δείχνει πάλι '90s στο "Don’t Even Think About It" και με μπόλικο fuzz και wah-wah, δεν μπορώ παρά να εικάζω για εκατομμυριοστή φορά τι θα μπορούσε να έχει γίνει αν οι Kyuss δεν διαλυόντουσαν. Να κάτι τέτοια γίνονται και έχει μείνει το stoner ακόμα στην μόδα.

Το σχεδόν εξάλεπτο "Cheyletiella" ξεκινά με ορμή, αλλά μετατρέπεται σύντομα σε ένα βασανιστικά αργόσυρτο αυτοσχεδιαστικό έπος, για να επιστρέψει λίγα δευτερόλεπτα πριν την εκπνοή του στο αρχικό riff. Ο δίσκος κλείνει με το ψυχεδελικό "Softer Side", που πράγματι είναι και η πιο ήπια και τρυφερή στιγμή του άλμπουμ, την οποία την αντιλαμβάνομαι σαν μια πιο -ας μου επιτρέψετε την έκφραση- grunge εκδοχή του "Riders In The Storm", αν και προς το τέλος τα πνεύματα οξύνονται ελαφρώς για πάρουν και πάλι ένα υποτονικό μονοπάτι μέχρι το οριστικό τέλος.

Ότι κάνει τον Johnny boy θρύλο και μοναδικό στο χώρο του υπάρχει σε επάρκεια μέσα σε αυτό το άλμπουμ. Δεν είναι βέβαια και δεν θα γίνει Kyuss, αλλά δεν είναι αυτό το ζήτημα, ούτε ο στόχος έτσι και αλλιώς. Επίσης δεν υπάρχει κάτι στο δίσκο που δεν το έχουμε ξανακούσει. Αλλά αντικατοπτρίζει πλήρως την ιστορία του Garcia και οι συνθέσεις του δίσκου τιμούν την κληρονομιά των προκατόχων του. Ο πιο ουσιαστικός και πιο προσωπικός δίσκος του John Garcia.

  • SHARE
  • TWEET