Jessica Bell

Melody Hill: On The Other Side

Self Released (2011)
Από τον Παντελή Μαραγκό, 17/11/2011
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Κι εκεί που οι μεταναστευτικοί συσχετισμοί της Ελλάδας με την Αυστραλία παρουσιάζουν ξεκάθαρα χαρακτηριστικά ημιπερατής μεμβράνης με τις ροές να μοιάζουν μονόπατα κατηφορικές (Ελλάδα ---> Αυστραλία), υπάρχουν και οι εξαιρέσεις που έρχονται να επιβεβαιώσουν τον κανόνα. Η γεννημένη στη Μελβούρνη Jessica Bell ζει και εργάζεται με έδρα την Αθήνα. Δραστήρια λογοτέχνις (κυρίως στο χώρο της ποίησης), έρχεται φέτος να εμπλουτίσει την καλλιτεχνική της έκφραση φτιάχνοντας το soundtrack της νουβέλας "String Bridge", που, όπως και το "Melody Hill: On The Other Side", κυκλοφόρησε πριν από λίγες ημέρες (Lucky Press, LLC, 2011). Και πιστέψτε με, το κάνει καλά.

Η γλυκιά φωνή, η καθαρή άρθρωση και οι φορτισμένες ερμηνείες της κεντρίζουν αμέσως το ενδιαφέρον. Οι μελωδίες στα περισσότερα κομμάτια είναι χαριτωμένες, χωρίς ωστόσο να χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερη πρωτοτυπία. Πιθανότατα δεν ήταν αυτός ο στόχος της, καθώς είναι ξεκάθαρο ότι μεγαλύτερη βαρύτητα δίνεται στους πολύ καλούς στίχους που «πηγάζουν» από την προαναφερθείσα νουβέλα. Υφολογικά, το "Melody Hill..." θυμίζει μια υποθετική «διανυκτέρευση» των Walkabouts στο πανέμορφο "From The Choirgirl Hotel" (1998) της Tori Amos, με τη βελόνα του πικάπ στο πανδοχείο να παραμένει πιστά προσηλωμένη στις ένδοξες ημέρες του rock των '90s. Οι αναφορές στη μουσική των PJ Harvey, Patti Smith και Nick Cave δε λείπουν, οπότε καταλαβαίνετε ότι ο πήχης έχει τοποθετηθεί αρκετά ψηλά, εκ των πραγμάτων.

Τα τραγούδια είναι γραμμένα από την οπτική γωνία της Melody, πρωταγωνίστριας της νουβέλας "String Bridge". Η Melody είναι μια Αυστραλή που ζει στην Ελλάδα, η οποία έχει πάρει την απόφαση να διεκδικήσει την αναβιώση μιας καριέρας στη μουσική, μετά από μια αναγκαστική παύση για χάρη της μητρότητας. Η σχέση του άλμπουμ με το βιβλίο δε συνιστά σχέση εξάρτησης, καθώς ο δίσκος στέκεται μια χαρά από μόνος του. Το concept εντοπίζεται περισσότερο στην «αντανάκλαση» των μουσικών επιρροών της Melody στο μουσικό ύφος γραφής που υιοθετεί η Bell ως συνθέτις.

Στο επίκεντρο βρίσκεται η σύγχρονη γυναίκα (μητέρα, εργαζόμενη, σύζυγος, δημιουργός κλπ.) που ελίσσεται διαμέσου των συμπληγάδων της καθημερινότητας, προσπαθώντας να μη χάσει τον εαυτό της και ό,τι την καθόριζει. Έτσι, η πρόκληση συνίσταται στην αναζήτηση των σημείων όπου επέρχεται ισορροπία μεταξύ των αντίρροπων δυνάμεων των θέλω και των πρέπει, της άσβεστης επιθυμίας για έκφραση, ζωή και αλληλεπίδραση και των αναστολών που συσσωρεύονται όταν η «ζωή» υπερχειλίζει. Για να είμαι ειλικρινής, πρέπει να ομολογήσω ότι παιδεύτηκα αρκετά να προσεγγίσω τη γυναικεία ψυχολογία και συνολικά ο δίσκος ώθησε τα όρια του αρσενικού μου νου προς μια κατεύθυνση που είχα να «επισκεφθώ» από τότε που οι "Ώρες" (2002) προτάθηκαν για εννέα Όσκαρ. Ναι, το "Melody Hill..." είναι «γυναικείος» δίσκος, αλλά ακόμη κι έτσι θα ήταν άδικο να μην παραδεχτώ ότι δεν είχα την παραμικρή δυσκολία να τον ακούσω με ενδιαφέρον.

Δεν υπάρχει κακό ή έστω μέτριο track. Από την άλλη μεριά, όμως, δεν υπάρχει και κάποιο που θα μπορούσε να παιχτεί εύκολα στο (σημερινό) ελληνικό ραδιόφωνο. Προσωπικά θα πέρναγα δυόμισι ενδιαφέροντα λεπτά αν άκουγα το "Love Is A Bitch Of A Wine (Whine)" από κάποιο σταθμό, αλλά ξέρετε πώς δουλεύουν τα πράγματα στη χώρα μας. Στην ίδια κατηγορία ανήκουν και το πολύ όμορφο "Wash Me Away" και το γραμμένο από τη μητέρα της Bell, Erika Bach (των πάλαι ποτέ Hard Candy) "Famous", με τους χαρακτηριστικούς στίχους «So you want to live the life of a star / And you want to be at peace with mankind  […] So you want to start your own revolution / And you want to teach your daughter it all». Η αλήθεια είναι όμως ότι ενώ τα πράγματα κυλούν πολύ όμορφα μέχρι το κομμάτι αυτό (το έκτο από τα δέκα), από εκεί και πέρα γίνεται μια απότομη κοιλιά και ο δίσκος προς το τέλος του ακούγεται όλο και πιο άνισος σε σχέση με το απολύτως ικανοποιητικό άθροισμα των πρώτων έξι tracks.

Η περίπλοκη ψυχοσύνθεση της Melody (και της Bell, ας μου επιτραπεί να πω, καθώς τα παιδικά της χρόνια απέχουν από αυτό που θα χαρακτήριζε κάποιος ως «φυσιολογικά») συνοψίζεται στους στίχους του πολύ καλού "If You Were Me" με το οποίο ξεκινά το άλμπουμ:

«I am not worth the effort, dear / Just solitude and no hate, no fear
This plastic smile is all I can give / Until the beat puts my heart back in
Don’t lock me in / I need to feel
I need to sing again / Let me be me»

μας διηγείται με αφοπλιστική ειλικρίνεια και μερικές φορές δε χρειάζεται να πει κανείς κάτι παραπάνω. Μιας κι η συνεργασία Reed / Metallica είναι το μείζον θέμα του τελευταίου καιρού, δε μπορώ να μην αρπάξω την ευκαιρία για να αναρωτηθώ τί παραπάνω μπορεί να ζητήσει κανείς από τέτοιου είδους κυκλοφορίες, πέρα από ένα «Why do I cheat on me?» αρθρωμένο από τη «σκαμμένη» και ταλαιπωρημένη -μα ολότελα αληθινή- φωνή του Lou Reed. Κάπως έτσι, ολότελα αληθινά φτάνουν στα αυτιά μου τα λόγια από την απείρως πιο εύηχη φωνή της Jessica Bell. Αξιολογότατη κυκλοφορία που μας υποχρεώνει να ανάψουμε «πράσινο», απαιτώντας να υπάρξει συνέχεια.

Υ.Γ.: Η ηχογράφηση των κομματιών έγινε από τον Αλέξανδρο Μπόλμπαση στα studio της Artracks στην Αθήνα (πλην του "Famous" που ηχογραφήθηκε στην Ιθάκη), όπως και η παραγωγή, η ενορχήστρωση και η τελική μίξη των κομματιών, την οποία επιμελήθηκε ο Γιώργος Πρινιωτάκης, ο οποίος παίζει και lead κιθάρα στο άλμπουμ. Ακουστική κιθάρα και μπάσο παίζει η Bell. Περισσότερα για το βιβλίο και το album θα βρείτε εδώ.
  • SHARE
  • TWEET