Fleet Foxes

Helplessness Blues

Bella Union / Sub Pop (2011)
Από τον Παντελή Μαραγκό, 02/05/2011
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Το λοιπόν: Θα ξεκινήσω με αυτό που κανονικά θα έπρεπε να ήταν ο επίλογος. Βλέπετε, έχω σκοπό να γράψω πολλά και καθώς δεν ξέρω αν πρόκειται να καθίσετε να τα διαβάσετε, θέλω να σιγουρευτώ ότι προτού μεταπηδήσετε σε κάποια άλλη σελίδα, θα σας έχει μείνει η απολύτως απαραίτητη πληροφορία που περιέχεται σε αυτό το κείμενο. Ποια είναι αυτή; Δίσκοι σαν το "Helplessness Blues" δε βγαίνουν συχνά!

Το να προβλέψει κανείς ότι ο δεύτερος δίσκος των Fleet Foxes θα καταλήξει πολύ ψηλά στις λίστες με τα καλύτερα της χρονιάς είναι ένα ασφαλές στοίχημα. Εγώ θα το προχωρήσω ένα βήμα παραπάνω: Τολμώ να πω ότι το "Helplessness Blues" είναι ένα άλμπουμ ορόσημο που χαρακτηρίζει μια γενιά και θα το θυμόμαστε για χρόνια. Είναι προφανές ότι φέτος τίποτε δεν πρόκειται να πουλήσει έστω και το ένα τρίτο όσων πουλάει η Adele, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε το πραγματικά σπουδαίο "Let England Shake" της PJ Harvey. Ωστόσο, τούτο εδώ, έστω κι αν μόλις κυκλοφόρησε, είναι σαφές -σε εμένα τουλάχιστον- ότι κερδίζει με knock-out από τον πρώτο γύρο, καθώς το μήνυμα που κομίζει είναι πολύ πιο καθολικό και φαντάζει σαν ελπιδοφόρο αντίβαρο στα μείζονα προβλήματα των ταραγμένων καιρών μας. Θα εκπλαγώ αν ακούσω μέσα στη χρονιά κάτι ομορφότερο και πληρέστερο και, εάν αυτό συμβεί, θα κατατάξω τη μουσική εσοδεία του 2011 ως εξαιρετική.

Πατάμε play λοιπόν. Ο δίσκος ξεκινά με τους καθαρτικούς ήχους του απίθανου "Montezuma", το οποίο μοιάζει βγαλμένο μέσα από τα πρώτα άλμπουμ του Dylan, εκεί γύρω στο '62-'63. Μελωδία που έχει σφηνωθεί στο μυαλό μου και δε χορταίνω να τη σφυρίζω καθώς βαδίζω. Αυτό ακριβώς είναι η καλή μουσική. Με άκουσε η ανιψιά μου (τεσσάρων ετών) και με πήρε από πίσω, που συνήθως δε με καταδέχεται. Τα φωνητικά του χαρισματικού -και λίγα λέω- Robin Pecknold πιο ζεστά από ποτέ και οι στίχοι τραβούν αμέσως το ενδιαφέρον («So now I am older than my mother and father when they had their daughter / Now what does that say about me?») και μας μεταφέρουν αμέσως στο κλίμα της εσωτερικής αναζήτησης τύπου «εγώ πότε θα γίνω μάνα;» που διανύει ο 25χρονος γενειοφόρος από το Seattle (παρακαλώ να σημειωθεί η καταλυτική συμβολή των Fleet Foxes στη ραγδαία πτώση πωλήσεων ξυριστικών μηχανών στην πολιτεία της Washington). Κι όταν στα 00:31 έρχεται και η υπόλοιπη μπάντα να το σιγοντάρει αρμονικά, καταλαβαίνεις ότι ένα ξεχωριστό ταξίδι μόλις ξεκίνησε. Αλλά σε τι αναφέρεται όταν λέει «Oh man, what I used to be?»; Προς τι αυτή η μεταμέλεια;

Καλύτερα να πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Μια μπάντα από το Kirkland (προάστιο του Seattle, με πληθυσμό 45.000 κατοίκων), την οποία ξεκίνησε ο Pecknold με τον παλιόφιλό του Skyler Skjelset όταν ακόμη πήγαιναν στο σχολείο, έκανε όλο τον κόσμο να παραμιλά το 2008 με τις απαράμιλλες μελωδίες του πρώτου της δίσκου (θυμίζω το "White Winter Hymnal"), αλλά και του πολύ καλού EP "Sun Giant" (2008), που περιείχε το συγκλονιστικό "Mykonos" (το ξαναβλέπω live π.χ. εδώ, κι αναρωτιέμαι σε τι διεστραμμένο κόσμο ζούμε και δεν έχει πάει ακόμη #1 αυτή η μπάντα;). Εδώ, στο Rocking.gr, ο Μανώλης Γεωργακάκης μαγεμένος από την ονειρική ομορφιά των ήχων που κλήθηκε να περιγράψει, είχε διατυπώσει -υπέροχα, όπως πάντα- το μεγαλείο εκείνου του διαμαντιού, που έμοιαζε να έρχεται από το πουθενά.

Ο δίσκος εκείνος έμελλε να αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον του κόσμου για την ξεχασμένη ψυχεδελική folk των '60s και να στρώσει το έδαφος σε μια σειρά από βρετανικά -κυρίως- ονόματα, όπως οι Mumford & Sons, η Laura Marling κ.ά., που, πλέον, απολαμβάνουν ανέλπιστη επιτυχία. Το να αναφερθεί κάποιος απλά στα baroque στοιχεία για να περιγράψει τη μουσική του συγκροτήματος είναι αφελώς περιοριστικό. Σίγουρα, μπορούν, εύκολα, να εντοπιστούν οι επιρροές ονομάτων όπως οι Simon & Garfunkel, ο Van Morrison, οι Beach Boys (της δεύτερης φάσης τους), οι Crosby, Stills & Nash, οι Fairport Convention, οι Incredible String Band, ο Roy Harper ή οι Pentangle, αλλά θα ήταν άδικο αν δεν τους αναγνωρίσουμε ότι έχουν προχωρήσει το μουσικό ιδίωμα που μεταχειρίστηκαν οι προαναφερθέντες στο παρελθόν, κάνοντάς το να ακούγεται σαν κάτι φρέσκο.

Με ένα ντεμπούτο τόσο σημαντικό από κάθε άποψη (μουσική, παίξιμο, φωνές, επιρροή, βραβεία κτλ.), είναι ευνόητο ότι τα πράγματα δε θα ήταν καθόλου εύκολα στη διαδικασία παραγωγής του επόμενου «βήματος». Ο πήχης τοποθετήθηκε σε δυσθεώρητα ύψη. Το ενδιαφέρον του κόσμου υπήρξε τεράστιο και ήταν φυσικό να μεσολαβήσει μια εξαντλητική περιοδεία που κράτησε την ηχογράφηση των νέων κομματιών -τα οποία έχουν γραφτεί εδώ και πολύ καιρό- αρκετά πίσω. Προσθέστε και μια σειρά από αναποδιές (πρόβληματα στις φωνητικές χορδές του Pecknold που τον ανάγκασαν να σταματήσει τις ηχογραφήσεις για πολλούς μήνες, κατεστραμμένες κόπιες, επανηχογραφήσεις κομματιών που τα θεωρούσαν τελειωμένα επειδή του κυρίου δεν του άρεσαν, προσωπική περιοδεία του Josh Tillman για την προώθηση του δικού του project) και καταλαβαίνετε ότι ο χρόνος είχε αρχίσει να περνά ιδιαιτέρως αγχωτικά. Παρεμπιπτόντως, καθώς νωρίτερα αναφέρθηκε ο Dylan, να θυμίσω ότι στα νιάτα του ο γερό-Bob έβγαζε τέσσερα άλμπουμ (και τι άλμπουμ!) μέσα σε τρία χρόνια.

Τέλος πάντων, η ουσία είναι ότι η ανάγκη του Pecknold να βγάλει ακριβώς αυτό που είχε στο μυαλό του, δίχως τον παραμικρό συμβιβασμό, μετατράπηκε σε εμμονή και του στοίχισε ιδιαιτέρως στην προσωπική του ζωή. Κλείστηκε στον εαυτό του και έγινε ανυπόφορος σε τέτοιο βαθμό, που η επί πέντε χρόνια κοπέλα του αναγκάστηκε να τον παρατήσει. Ο ίδιος, σε συνέντευξή του στο UNCUT, δήλωσε ότι είχε μετατραπεί σε τέτοιο τέρας εγωισμού, που στο βωμό αυτού του δίσκου είχε σταματήσει να δίνει το παραμικρό στη σχέση του, αλλά και οπουδήποτε αλλού! Μάλιστα, το έκανε αυτό απολύτως συνειδητά, καθώς είχαν μπει και στο δικό του μυαλό ιδέες, ότι το μοναδικό ταλέντο και τη φαιά ουσία του καλύτερα θα κάνει να την αξιοποιήσει προς όφελος ενός μεγαλύτερου σκοπού. Της ανθρωπότητας, συμπληρώνω εγώ. Όπως και να το κάνουμε, υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που προορίζονται για δύσκολες, «ανώτερες» αποστολές, που υπερβαίνουν τα περιορισμένα όρια του μικρόκοσμού τους.

Παραδόξως, ωστόσο, ακριβώς μέσα από αυτή τη διαδικασία μοναχισμού και αφοσίωσης, προήλθε η κεντρική ιδέα του δίσκου: Η ματαιότητα και τα αδιέξοδα των εγωιστικών συμπεριφορών και η ανάγκη του ανθρώπου που μεγαλώνει να βρει ένα σκοπό στην ύπαρξή του και να δημιουργήσει κάτι που ξεπερνά τον ίδιο και το στενό περιβάλλον του. Έτσι, στο κατά τ' άλλα χαρωπό "Battery Kinzie", το οποίο θα μπορούσε να βρίσκεται στο ιστορικό "Parsley, Sage, Rosemary and Thyme" (1966) των Simon & Garfunkel, τον ακούμε να περιγράφει πόσο σάπιος, άχρηστος και χαμένος νοιώθει ψάχνοντας κάτι που να δίνει νόημα στην ανώφελη ζωή του. Άκουσον, άκουσον, τι κάθεται και σκέφτεται κάποιος με τόσο ξεχωριστό χάρισμα που ομορφαίνει τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων και χαρίζει στον κόσμο δίσκους που θα μείνουν για πάντα. Χωρίς υπερβολή, τέτοιο δίσκο κυκλοφόρησαν και πάλι οι Fleet Foxes και μάλιστα ακόμη καλύτερο από τον πρώτο. Ειλικρινά, δεν ξέρω τι να πρωτογράψω. Νομίζω ότι δεν υπάρχει πιο εύστοχος τρόπος για να περιγράψω τη σπουδαιότητά του από το να παραθέσω ορισμένα από τα κεντρικά σημεία του. Για παράδειγμα, οι εναρκτήριοι στίχοι στο ομότιτλο κομμάτι:

«I was raised up believing I was somehow unique,
like a snowflake distinct among snowflakes,
unique in each way you can see.
And now after some thinking, I'd say I'd rather be,
a functioning cog in some great machinery,  
serving something beyond me»

Πόσες και πόσες κοινωνικές ομάδες δε θα μπορούσαν να το κάνουν ύμνο τους (εάν έμπαιναν στον κόπο να το ακούσουν, που αν είναι για κακό σκοπό, να μην το κάνουν ποτέ!); Έχει ήδη πάρει θέση, εκεί ψηλά μαζί με το "The Cave" των Mumford & Sons, χωρίς να κάνει χρήση των clichés στα οποία, εύκολα, καταφεύγει εκείνο. Διατίθεται δωρεάν εδώ και καιρό (ακούστε το εδώ) και αποτέλεσε ένα πρώτο δείγμα, που για όποιον μπήκε στον κόπο να το προσέξει, εκτίναξε τις προσδοκίες του σε υψόμετρα που ο αέρας είναι πολύ αραιός και η υποξία βέβαιη.

Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι, πιστεύοντας ακράδαντα στις δυνάμεις του ταλέντου τους και της διαφήμισης τύπου «word of mouth», ουδέποτε αντιτάχθηκαν στο παράνομο downloading. Αντιθέτως, το αποδέχονται και το υποστηρίζουν, θεωρώντας ότι έχει θετικό αντίκτυπο στη μουσική. Άλλωστε, ο Pecknold έχει δηλώσει ότι απέκτησε τα ακούσματά του, ακριβώς, μέσα από αυτήν τη διαδικασία. Βλέπετε, έχουν τον τρόπο τους οι Fleet Foxes να υπερβαίνουν τις -ομολογουμένως δυσάρεστες- παρενέργειές αυτής της πραγματικότητας. Φτιάχνουν δισκάρες, τις πακετάρουν πανέμορφα με υπέροχα εξώφυλλα και όλοι θέλουν να έχουν το φυσικό προϊόν να κοσμεί τη δισκοθήκη τους. Κάπως έτσι, ήρθαν αθόρυβα οι πωλήσεις των 500.000 μόνο στη Βρετανία για το σπουδαίο ντεμπούτο τους και κάτι μου λέει ότι το "Helplessness Blues" θα τα πάει ακόμη καλύτερα.

Ύστερα από μια τέτοια επιτυχία, πολλοί νοιώθουν την ανάγκη να αλλάξουν και να παίξουν κάτι διαφορετικό. Όχι όμως κι αυτοί. Ευτυχώς, διατήρησαν τη συνταγή και απλώς τη βελτίωσαν. Όσο κι αν θεωρούσα ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να ξαναγράψουν κομμάτια όπως το "Blue Ridge Mountains" ή το "He Doesn't Know Why", έρχονται σήμερα να μας δώσουν έναν ολόκληρο δίσκο με tracks αυτού του επιπέδου. Σύμφωνα με τον Pecknold, πολλά από τα κομμάτια γράφτηκαν όταν η Joanna Newsom τον κάλεσε να ανοίξει μια σειρά από live της. Έτσι παράχθηκαν τραγούδια που προορίζονταν να παίζονται solo με μια ακουστική κιθάρα και αυτό, εν πολλοίς, εξηγεί για ποιο λόγο ο frontman του συγκροτήματος φαίνεται να βρίσκεται περισσότερο στο επίκεντρο, σε σχέση με τις προηγούμενες ηχογραφήσεις τους.

Εδώ θα βρείτε τις γνωστές αιθέριες μελωδίες, το σπουδαίο παίξιμο (θα το απολαύσουν ιδιαίτερα οι λάτρεις της κλασικής κιθάρας), καθώς επίσης και τις αρμονικές πολυφωνίες και τα φωνητικά (κατά τη γνώμη μου, τα καλύτερα στην πιάτσα) που ανασηκώνουν τις τρίχες, προκαλώντας αισθητή αύξηση του όγκου του σώματος (εξαιρετική χρήση του reverb). Με τον Phil Ek και πάλι στην παραγωγή και το μιξάρισμα (έχει δουλέψει με μπάντες όπως ο Modest Mouse, οι Shins, οι Mudhoney και οι Band Of Horses, μεταξύ άλλων), πήρε πάνω από ένα χρόνο για να ηχογραφηθεί. Στα τύμπανα (αλλά και στις ενορχηστρώσεις) ο Josh Tillman, ο οποίος ξέρει πότε να παίζει και πότε να σταματά, υπογραμμίζοντας την ιδιοφυία του Pecknold. Καθοριστική είναι και η προσθήκη του Morgan Henderson ως έκτο μέλος της μπάντας. Παίζει μια σειρά από όργανα, προσφέροντας κι άλλα επίπεδα στον ήδη εντυπωσιακό τους ήχο.

Εκεί, όμως, που έχουν βελτιωθεί κατά πολύ τα πράγματα είναι στον τομέα των στίχων. Οι ιστορίες πέρα από κάθε τόπο και χρόνο φαίνεται να υποχωρούν λιγάκι, για να δώσουν τη θέση τους σε πιο εύληπτα θέματα. Προς Θεού, μη νομίσετε ότι έχουμε να κάνουμε με κάτι το χειροπιαστό. Δεν είναι εύκολο να μπεις στο μυαλό του αγοραφοβικού και χορτοφάγου Pecknold. Ακόμη κι έτσι, όμως, οι στίχοι μοιάζουν να γίνονται πιο εύκολα αντιληπτοί και -το κυριότερο- έχουν αυτή τη μοναδική ικανότητα, καίτοι, προερχόμενοι από προσωπικές εμπειρίες, να προσαρμόζονται στη ζωή του καθενός και να αφορούν κάτι μεγαλύτερο από τον ίδιο τον Pecknold, εσάς ή εμένα. Αφορούν όλους μας και περιγράφουν το αδιέξοδο των εγωιστικών συμπεριφορών, καθώς επίσης και την ανάγκη να κατανοηθεί ότι η αναχώρηση από αυτή τη λούμπα είναι επιτακτική ανάγκη.

Ας επανέλθουμε όμως στα κομμάτια. Τα ανατολίτικα στοιχεία ξεχειλίζουν στο "Bedouin Dress", το οποίο θυμίζει το διάβα ενός χαρούμενου άραβα προσκόπου (!). Ή μήπως είναι Έλληνας τελικά; «If to borrow is to take and not return, I have borrowed all my lonesome life / And I can't, no I can't get through / The borrower's debt is the only regret of my youth». Για να γίνουμε και επίκαιροι, ο Pecknold προφανώς τάσσεται υπέρ της πλήρους αποπληρωμής του χρέους και όχι κάποιου είδους αναδιάρθρωσης (άντε να δούμε ποιος θα «σκάσει» πρώτος, εμείς ή η JP Morgan; «Απελθέτο απ' εμού το απεχθές χρέος τούτο»). Εξίσου όμορφο το "Sim Sala Bim" με το χαλαρωτικό jamαρισμά του από το 01:57 μέχρι το τέλος (πως το έλεγαν οι Zeppelin, "Hats Off To (Roy) Harper";) και με πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία πίσω του.

Για το "Battery Kinzie" τα είπαμε, «ο Paul Simon ζει και μη κάνεις τη χαζή». Ακολουθεί το "The Plains/Bitter Dancer", με το πρώτο, ορχηστρικό, μέρος να χτίζεται σταδιακά και να οδηγεί στο εξαιρετικό δεύτερο, που πέφτει σα δροσερή βροχούλα σε διψασμένο πρόσωπο. Τι ωραία που θα είναι όταν θα τα έχω μάθει όλα απ' έξω και θα μπορώ να τραγουδώ μαζί τους (κοντεύω)! Με το "Helplessness Blues", το κομμάτι που δίνει τον τίτλο στο άλμπουμ, είμαι ήδη εκεί και δεν το χορταίνω. Δεύτερη ορχηστρική ανάπαυλα το "The Cascades", για μια γουλιά νερό και μερικές ασκήσεις στην κιθάρα, και ακολουθούν τα αξιοπρεπέστατα "Lorelai" (κυκλικό βαλς πάνω σε καρουσέλ αφιερωμένο στον παλιόφιλο Skye Skjelset, που ποιος ξέρει τι θα τράβηξε κι αυτός μέχρι να τελειώσουν το δίσκο) και "Someone You'd Admire" (τι φωνές Θεέ μου;), αλλά εγώ θα προχωρήσω, γιατί δεν κρατιέμαι καθώς φτάνουμε στο "The Shrine/An Argument".

Σύμφωνα με τον Pecknold, η οκτάπλεπτη σπονδυλωτή αυτή σύνθεση περιγράφει τα τέσσερα στάδια ενός χωρισμού, που κατά τον ίδιο είναι: ο διαλογισμός/αναπόληση, ο θυμός, η θλίψη/ματαίωση και η μοναξιά. Και κάθε φορά, όταν στα 00:46 και 01:54 του κομματιού βρυχάται «Sunlight over me, no matter what I do», νοιώθω τις τρίχες στο σβέρκο μου να ανασηκώνονται. Δεν έχω λόγια για τα όσα συμβαίνουν. Στο τελευταίο μέρος, ένα αυτοσχέδιο free-jazz παραλήρημα ακούγεται σαν έντονος διάλογος. Σα να ακούς πουλιά να καυγαδίζουν. Δεν έχει σημασία αν δεν καταλαβαίνεις τι ακριβώς λένε. Από τους πιο εκφραστικούς τρόπους για να αποδοθεί η ένταση μιας διαφωνίας που έχουμε ακούσει ποτέ. Η διένεξη μοιάζει να έρχεται από κάπου μακριά και, ενώ το σώμα παρίσταται, το μυαλό έχει ήδη αναχωρήσει και βρίσκεται αλλού. Για να ισιώσω, ανέτρεξα στο "Bitches Brew" (1970) του Miles Davies, το οποίο, ύστερα από αυτό, το είδα με άλλο μάτι. Σπάνιο κομμάτι. Ένα γήινο, ακουστικό "Paranoid Android".

Τι όμορφα που έπειτα από αυτήν την καταιγίδα έρχεται το "Blue Spotted Tail", με τον Pecknold μόνο με τη φωνή και την κιθάρα του να δίνει, εντελώς απογυμνωμένη, μια μελωδία απλή, αλλά κλασική. Με κάνει να κοιτάω το πιάνο μου και να αναρωτιέμαι πως, έπειτα από τόσα χρόνια μουσικής ιστορίας, εξακολουθούν να υπάρχουν τέτοιες μελωδίες που περιμένουν να ανακαλυφθούν. Και τι στίχοι;

«Why in the night sky are the lights on? / Why is the Earth moving round the sun?
Floating in the vacuum with no purpose, not a one / Why in the night sky are the lights on?
Why is life made only for to end? / Why do I do all this waiting then?  
Why this frightened part of me that’s fades to pretend? / Why is life made only for to end?»

Ο δίσκος κλείνει με το πιο ρυθμικό κομμάτι του, το πολύ καλό (έχω ξεμείνει από κοσμητικά επίθετα) "The Grown Ocean", για το οποίο η μπάντα έχει δώσει ένα video εν είδει making-of. Βλέπουμε συχνά -και γελάμε- μέτριους δίσκους να κυκλοφορούν με bonus dvd, poster, αυτοκόλλητα, κονκάρδες και ό,τι άλλο φανταστεί κανείς, τα οποία προβάλλουν και εξιστορούν το μέγεθος του «αριστουργήματος» που καλά-καλά δεν πρόλαβε να κυκλοφορήσει και αντιμετωπίζεται με λογική legacy edition, λες και πρόκειται για το "London Calling" (1979). Φυσικά, πολύ σπάνια αποδεικνύεται ότι πρόκειται πράγματι για αυτό που υποσχέθηκαν οι συντελεστές, η εταιρεία και όσοι άλλοι είναι στο κόλπο. Εδώ, ενώ (θα το δείτε) μιλάμε για διαμάντι, τα πράγματα γίνονται χωρίς πολλές φανφάρες. Η μουσική είναι το μέσο και βρίσκει ...bullseye.

Συνοψίζω: To "Helplessness Blues", μια από τις πλέον αναμενόμενες κυκλοφορίες της χρονιάς, είναι ένας πραγματικός θρίαμβος που δυσκολεύομαι να πιστέψω. Ένα άλμπουμ τόσο κλασσικό, που θα μπορούσε να είχε κυκλοφορήσει οποιαδήποτε στιγμή κατά τα τελευταία 50 χρόνια (εξαιρούνται, φυσικά, τα υπερφίαλα και πληθωρικά '80s) και για αυτό θα παραμείνει αναλλοίωτο στο χρόνο, με τη φήμη του απλά να μεγαλώνει. Χρειάζεται να πω κι άλλα; Φλυάρησα ακατάσχετα με κίνδυνο να σας στερήσω τη μαγεία της ανακάλυψης. Συγχωρήστε με, σταματώ εδώ. ΑΚΟΥΣΤΕ ΤΟ ΚΑΙ ΠΕΙΤΕ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΑΣ ΓΙΑ ΑΥΤΟ!  

Υ.Γ.: Αα, να μην το ξεχάσω. Σύμφωνα με πληροφορίες, η κοπέλα του Robin Pecknold, που τον είχε παρατήσει διότι την παραμελούσε, έχοντας πέσει με τα μούτρα στη δουλειά για να φτιάξει αυτό το αριστούργημα, τα ξαναβρήκε μαζί του όταν άκουσε τα κομμάτια. Να και το happy end.

  • SHARE
  • TWEET