Creeper

Sex, Death & The Infinite Void

Roadrunner (2020)
Από τον Αντώνη Μαρίνη, 25/08/2020
Death by stereo!
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Στο αχανές κτίσμα του κινηματογράφου υπάρχει ένας τεράστιος κι ελαφρώς άχρηστος χώρος για τις ταμπέλες. Εκεί, κάτω από τις μεγάλες και καλογυαλισμένες υπάρχει μία που γράφει "horror-comedy". Εκείνο το παράξενο, geeky υποείδος που κρατάει κάποια βασικά συστατικά από ταινίες τρόμου, τα κοιτάει από την ανάποδη, τα μπασταρδεύει με ό,τι πιο αταίριαστο μπορεί να βάλει ο νους του μέσου θεατή, και τα σερβίρει με μεγάλο χαμόγελο. Προφανώς τα αποτελέσματα διαφέρουν ανά περίπτωση. Το ζήτημα είναι ότι αν ο συνδυασμός πετύχει, η φρεσκάδα που προκύπτει ξεφεύγει από τα όρια των δύο επιμέρους συστατικών.

Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τη δεύτερη δουλειά των Creeper; Έχουν και παραέχουν αγαπητή αναγνώστρια/αγαπητέ αναγνώστη. Για να υπάρχει αυτή η απορία, οι πιθανότητες είναι να μην έχεις ακούσει το πρώτο πόνημα της παρέας από το Southhampton. Κακώς, γιατί το "Eternity, In Your Arms" βρίσκεται χωρίς δυσκολία ανάμεσα στα πιο κολλητικά, καλοφτιαγμένα κι εν τέλει αξιοπρόσεκτα ντεμπούτα στο μοντέρνο rock της τελευταίας πενταετίας. Δεν είχε καινοτομίες, ούτε προβολή στο πραγματικό mainstream. Είχε όμως μελωδίες και προσωπικότητα. Δίπλα στο punk rock του, υπήρχε κάμποση θεατρικότητα και μία απολύτως ταιριαστή horror αισθητική.

Το πιο λογικό δεύτερο βήμα για το σεστέτο θα ήταν να ακολουθήσει τη δοκιμασμένη συνταγή και να τραβήξει το στυλ του στα όρια του δυνατού. Στα όρια του να μην ξενίσει το κοινό του, σαν να λέμε. Εν μέρει, η πρώτη γεύση μέσω του "Born Cold", κάτι τέτοιο άφηνε να φανεί. Πιο πιασάρικο, πιο rock 'n' roll, σχετικά ανανεωμένο, αλλά σταθερά κοντά στο ύφος που τους καθιέρωσε. Το αυτό και με την, ακόμα πιο τσιτωμένη, "Annabelle" που ακολούθησε. Κάπως έτσι έσκασε μετά το "Cyanide" και τα προγνωστικά έφυγαν από το παράθυρο. Άγνοια κινδύνου, θάρρος, πείτε το όπως θέλετε, αλλά στο τέλος της ημέρας οι Creeper έκαναν ένα μεγάλο βήμα.

Η ιδιότροπη ατμόσφαιρα παραμένει ως σημείο αναφοράς στο άλμπουμ. Τα χρώματα είναι ακόμα σκούρα, αλλά πιο φανταχτερά. Οι ταχύτητες μειώνονται. Οι γραμμές του Will Gould στέκονται στο επίκεντρο των συνθέσεων, με τη Hannah Greenwood να ακολουθεί ένα βήμα πίσω και να προσθέτει κάμποσες υπέροχες πινελιές. Οι πάνκικες στιγμές μοιάζουν μετρημένες, αλλά είναι εκεί. Το μπάσιμο με το "Be My End" είναι έξυπνα διαλεγμένο. Η ουσία βρίσκεται μοιρασμένη ανάμεσα στις απανωτές εναλλαγές και τον τρόπο που ξετυλίγεται το concept· στο σαξόφωνο του "Paradise", στο doo-wop-ish "Thorns Of Love", και στο έτοιμο για αφιερώσεις "Four Years Ago".

Το "Sex, Death & The Infinite Void" είναι μία όαση στον χώρο του σύγχρονου εμπορικού ροκ. Έχει τραγούδια, κέφι, στυλ και μερικά τραγούδια ακόμα. Είναι φιλόδοξο και διασκεδαστικό μέχρι εκεί που πάει, και δεν προσπαθεί να περάσει ως κάτι άλλο. Οι διαφορετικοί ήχοι συμβάλλουν τα μέγιστα ώστε στα σαράντα λεπτά να μην υπάρχει ούτε στιγμή που να ξέρεις τι θα ακολουθήσει. Εκεί που έχεις στο μυαλό σου τους μαυροντυμένους My Chemical Romance, πετάγεται μία προκλητική britpop αναφορά, και πριν το καταλάβεις έχεις αρχίσει να χορεύεις λες και βρίσκεσαι σε μία μικρή πόλη της Καλιφόρνια το 1987. Ακόμα κι αν δεν είχες γεννηθεί τότε.

  • SHARE
  • TWEET