Χαμένος ανάμεσα σε όρια και συναρτήσεις αναζητά το σταθερό του σημείο στη μουσική που ακούει. Θαυμαστής μοναχά της μελωδίας, αδιαφορεί μεν για το είδος του πλαισίου που την παρέχει, όχι όμως και για...

Cory Marks
Sorry For Nothing
Ραδιοφωνική βλαχιά, καρό πουκάμισο και φθηνό μπέρμπον για τις μάζες
Ο Cory Marks είναι από τον Καναδά που για κάποιο λόγο του ταιριάζει καλύτερα από το να είναι κλασικά Αμερικανός. Το country rock που παίζει πάει σε πιο κρύο, βουνίσιο κλίμα κάποιας laketown του Οντάριο με μεγάλες φάρμες και πανύψηλα δάση. Φέτος κυκλοφορεί το "Sorry For Nothing" που ναι μεν είναι μόλις ο τρίτος του δίσκος αλλά είναι ήδη αρκετά γνωστός, ειδικά στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ώστε να έχει πάνω από ένα εκατομμύριο μηνιαίους ακροατές στο Spotify.
Έχει σημασία αυτό θα μου πεις, μπορεί και ναι μπορεί και όχι θα απαντήσω. Εξαρτάται από το τί μουσική έφερε όλους αυτούς τους ακροατές στους δίσκους του. Δηλαδή θέλω να πω ότι εδώ που τα λέμε δεν είναι πολύ δύσκολο να σε ακούσει πολύς κόσμος στην Αμερική αν παίζεις country rock, με τον πιο safe δυνατό τρόπο και έχεις και μια αρκετά καλή φωνή για να το στηρίξεις. Τέλος πάντων, η ποιότητα της μουσικής είναι που εν τέλει έχει σημασία. Στο δίσκο τώρα, το "Sorry For Nothing" ξεκινάει πολύ διαφορετικά απότι περίμενα, τα τρία πρώτα κομμάτια είναι hard rock, με μια country βάση, δυναμίτες στο στυλ των Black Stone Cherry. Οι συμμετοχές, στο πρώτο, των Sully Erna (Godsmack), Mick Mars και Travis Tritt καθώς και στο δεύτερο του Daniel Laskiewicz (Bad Wolves) δίνουν όντως πόντους στα τραγούδια που είναι πραγματικά πολύ καλά, με έμφαση σε δυνατές κιθάρες και ωραία ρεφρέν. Το τρίτο κομμάτι μπαίνει σε πιο country χωράφια θυμίζοντας αρκετά τη μουσική του Blues Saraceno, πολύ ωραίο κι αυτό. Από το τέταρτο και μετά όμως έχουμε άλλο δίσκο. Τα πιο σκληρά ροκ στοιχεία και οι μεγάλες κιθάρες εξαφανίζονται, μπαίνει η μία άνευρη ραδιοφωνική μπαλάντα μετά την άλλη, με τραγούδια που ταιριάζουν σε ένα μπαρ αμερικάνικης κωμόπολης μισογεμάτο από rednecks με καρό πουκάμισα Πέμπτη απόγευμα, ή ακόμα χειρότερα σε σειρά που διαδραματίζεται σε αντίστοιχο σκηνικό αλλά παίζει στο netflix. Σώζονται κάνα δυο ακόμα τραγούδια, το πιο χορευτικό "Drunk When I'm High", το σχεδόν πιο σκληρό "A Lot Like Me" και το μοναδικό πραγματικά καλό, πέραν των τριών πρώτων, "Lit Up" που έρχεται λίγο πριν το τέλος.
Τελικά το σύνολο του δίσκου είναι πιο κοντά στο να χαρακτηριστεί βαρετό από οτιδήποτε άλλο και είναι κρίμα γιατί ξεκινάει πολύ καλά. Δε λέω να μην είχε καμία από αυτές τις χλιαρές country ροκομπαλάντες μωρέ αφού του αρέσουν τόσο, αλλά ρε παιδί μου αν έβγαζε δυο τρεις (μάλλον τρεις) από αυτές και έγραφε άλλα τρία καλά ροκ τραγούδια στη θέση τους θα μπορούσε να ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον το συνολικό αποτέλεσμα. Ξέρω γω μπορεί από την άλλη το ραδιόφωνο του Καναδά να λατρεύει τόσο πολύ αυτόν τον ήχο που να μην υπάρχει λόγος να γράψει κάτι άλλο, εγώ πάλι όχι.