Coheed And Cambria

The Afterman: Ascension

Hundred Handed / Everything Evil (2012)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 11/10/2012
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Δεν υπάρχει αντίστοιχο συγκρότημα με τους Coheed And Cambria. Ούτε μουσικά, αλλά ούτε και αναφορικά με τις περιπέτειες στις οποίες υπόκειται αυτή η μπάντα, όποτε πρόκειται να κυκλοφορήσει καινούργιο άλμπουμ. Η νέα τους δουλειά δε θα μπορούσε να αποτελεί εξαίρεση...

Πάνω που έβγαιναν νικητές με τον κυκεώνα που προηγήθηκε του "Year Of The Black Rainbow", ο, γνωστός για την αδυναμία του στις περίεργες ουσίες, μπασίστας Michael Todd είχε τη λαμπρή ιδέα να ληστέψει ένα φαρμακείο πριν από μια συναυλία, με αποτέλεσμα να συλληφθεί και να οδηγηθεί εκ νέου εκτός συγκροτήματος. Επίσης, λίγο καιρό μετά ο πολύς drummer Chris Pennie αποχώρησε μόνος του, χωρίς προφανή λόγο και αιτία, αναγκάζοντας, τον Claudio Sanchez να αναζητήσει εκ νέου συνοδοιπόρους για τη συνέχιση του καλλιτεχνικού του οράματος, πάνω που έδειχνε να έχει βρει την ιδανική σύνθεση. Πόσο εύκολο είναι άραγε να σου γκρεμίζουν συνεχώς εξωγενείς παράγοντες αυτό που χτίζεις;

Από ότι φαίνεται ο Sanchez έχει μάθει να ζει με τις δυσκολίες, έχει μάθει να παίρνει τα ρίσκα του και στο νέο του έργο "The Afterman" αποφάσισε να κινηθεί μπροστά, κοιτώντας πίσω. Το πρώτο ρίσκο που πήρε ήταν η επαναφορά πίσω από τα τύμπανα του Josh Eppard, προς τέρψιν των οπαδών, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είχε προκαλέσει σημαντικά προβλήματα στην μπάντα στο παρελθόν, όταν λόγω των δικών του εξαρτήσεων είχε εγκαταλείψει την μπάντα εν μέσω περιοδείας. Δεύτερο ρίσκο ήταν η ανάληψη της παραγωγής από τον ίδιο τον Claudio, γεγονός που μπορεί να θεωρηθεί πισωγύρισμα αν αναλογιστεί κανείς πως στο προηγούμενο άλμπουμ την δουλειά αυτή είχαν αναλάβει από κοινού δύο τεράστια ονόματα, όπως ο Atticus Ross (Nine Inch Nails, Jane's Addiction) και ο Joe Barresi (Tool, Queens Of The Stone Age). Τρίτο ρίσκο, η εμπιστοσύνη της θέσης του μπάσου σε έναν rookie όπως ο Zach Cooper, χωρίς παραστάσεις στο επίπεδο που παίζει η μπάντα πλέον.

Όμως, το μεγαλύτερο ρίσκο που πήρε αφορά στο συνθετικό κομμάτι, μιας και ο Sanchez -που δεν φημίζεται για τις «εκπτώσεις» του σε αυτόν τον τομέα- έγραψε υλικό για δύο άλμπουμ, διασπώντας το "The Afterman" στο πρώτο μέρος του "Ascension" και στο δεύτερο μέρος του "Descension", το οποίο θα ακολουθήσει σε λίγους μήνες. Ως επακόλουθο, για πρώτη φορά οι C&C κυκλοφορούν ένα άλμπουμ διάρκειας 39 λεπτών, στο οποίο είναι μάλλον περιττό να αναφέρουμε πως εκτυλίσσεται κάποιο μέρος της ιστορίας του "Amory Wars", όπως φυσικά σε κάθε άλμπουμ.

Αυτές οι αλλαγές είναι εμφανείς από τις πρώτες ακροάσεις, καθώς ο ήχος του άλμπουμ δεν αποτελεί συνέχεια των πιο «προσεγμένων» "No World For Tomorrow" και "Year Of The Black Rainbow", αλλά κοιτάζει σε πιο προγενέστερες δουλειές του συγκροτήματος. Η απουσία των Pennie και Todd αφαιρεί λάμψη από το παίξιμο, αλλά ειδικά ο Eppard δεν αφήνει το κενό να φανεί ιδιαίτερα. Η δε μικρή διάρκεια του δίσκου από τη μια πλευρά τον καθιστά ως την πιο «συμπαγή» και «εύκολη στο σύνολο» κυκλοφορία των C&C, από την άλλη, όμως, αφαιρεί στοιχεία πολυπλοκότητας και περιπέτειας που χαρακτηρίζουν κάθε κυκλοφορία τους ως σήμερα. Πάντως, επί της ουσίας, και δη συνθετικά τα καταφέρνουν εκ νέου εξαιρετικά.

Ακολουθώντας μια ακόμα «ονειρική» εισαγωγή, το "Domino The Destitute" έχω την εντύπωση πως είναι 100% ο ήχος των Coheed And Cambria σήμερα. Στακάτος, πολυεπίπεδος, αλλά όχι ιδιαίτερα καλογυαλισμένος. Όταν δόθηκε στη δημοσιότητα ως αποκομμένο single δεν εντυπωσίασε καθότι τα οχτώ λεπτά δεν ενδείκνυνται για τέτοια χρήση, όμως αναδεικνύεται πολύ καλύτερα ως μέρος του άλμπουμ, ενώ το "The Afterman" χτίζεται πάνω σε μια κιθαριστική φράση με delay και κλιμακώνεται προς το τέλος, σε μια σχετικά ήρεμη, αλλά αρκετά ξεχωριστή σύνθεση. Τα "Mothers Of Men" και "Goodnight, Fair Lady" αποτελούν δύο κλασικές σε δομή και μελωδίες συνθέσεις της μπάντας, με το πρώτο είναι απλώς συμπαθητικό, αλλά το δεύτερο να περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που αγαπάνε οι οπαδοί, στην εμπορική πλευρά της μπάντας.

Οι τρεις επόμενες συνθέσεις μαζί με το "Domino The Destitute" συμπληρώνουν μια τετραλογία -από αυτές στις οποίες αρέσκεται να γράφει ο Claudio- υπό τον τίτλο "Key Entity Extraction". Το "Hollywood The Cracked" χαρακτηρίζεται από μια πιο άμεση -ως και επιθετική- προσέγγιση, το "Vic The Butcher" αναδεικνύει τον επαναστατικό εαυτό που κρύβει ο Claudio και το "Evagria The Faithful" φέρνει εκ νέου στην επιφάνεια την αστείρευτη μελωδικότητα και την αίσθηση ρυθμού που έχει αυτή η μπάντα, για να κλείσει το άλμπουμ με την ακουστική μπαλάντα του "Subtraction", σε ένα ύφος στο οποίο πάντα διέπρεπαν συνθετικά.

Επιμένω πως κανείς δεν ακούγεται σαν αυτούς. Ο μαεστρικός τρόπος με τον οποίο ενσωματώνουν τα στοιχεία των επιρροών τους και τα οικειοποιούνται είναι μοναδικός, είτε είναι οι Iron Maiden στην εισαγωγή του "Domino The Destitute", είτε είναι οι Thin Lizzy στο "Goodnight, Fair Lady", είτε οι U2 στο "The Afterman". Όσες αναφορές κι αν γίνουν, ο ήχος από την πρώτη μέχρι την τελευταία νότα είναι ο δικός τους και μόνο.

Όπως φαίνεται, η μόνη πραγματική δυσκολία για αυτή την μπάντα είναι η σύγκριση της εκάστοτε νέας δουλειάς της με τις προγενέστερες και ως εκ τούτου ο μόνος της αντίπαλος είναι ο ίδιος της ο εαυτός. Αναπόφευκτα, το "The Afterman: Ascension" θα κληθεί να σταθεί δίπλα στις προηγούμενες δουλειές και οφείλω να ομολογήσω πως θα το κατέτασσα πιο χαμηλά σε σχέση με τις τρεις τουλάχιστον προηγούμενες δουλειές της μπάντας. Όχι πως αυτό λέει κάτι, καθότι ο δίσκος μπορεί να είναι λίγο κάτω από τον δικό τους μέσο όρο, αλλά αρκετά πιο πάνω από τον μέσο όρο των περισσότερων σημερινών σχημάτων.

Ίσως πρέπει να περιμένουμε την κυκλοφορία και του "Descension" για να κρίνουμε το συνολικό όραμα πίσω από το "The Afterman", όμως κι ως αυτόφωτο πρώτο μέρος, το "Ascension" είναι από τα άλμπουμ που ακόμα και οι καλές σημερινές μπάντες με δυσκολία προσεγγίζουν. Οι Coheed And Cambria με κάθε άλμπουμ πιστοποιούν ότι μια μέρα θα θεωρούνται κλασσικοί και μεταξύ των σπουδαιότερων rock ονομάτων της τρέχουσας εποχής. Αλήθεια, πόσα τέτοια αναγνωρίστηκαν την εποχή που μεσουρανούσαν εδώ;
  • SHARE
  • TWEET