Η Patti Smith τον Ιούλιο στο Λυκαβηττό
06/05/2005 @ 05:56
H πολύ αγαπητή στη χώρα μας Patti Smith μας επισκέπτεται για μια ακόμα φορά στις 13 Ιουλίου για να μας "θυμίσει" ότι η rock μουσική δεν είναι μόνο δυνατές κιθάρες αλλά σπουδαίο ρόλο παίζουν και οι στίχοι. Η Smith συνδύασε την ποίηση με το rock τόσο μοναδικά όσο καλλιτέχνες όπως ο Bob Dylan και ο Bruce Springsteen και μέσω αυτής εξέφρασε τις ανησυχίες της για τα μεγάλα προβλήματα της ζωής και του πλανήτη. Την αγαπήσαμε μέσα από κομμάτια όπως το επικό "Land" από το ντεμπούτο της "Horses", το "Because The Night" που έγραψε για αυτήν ο Springsteen και, φυσικά, το "People Have The Power", ένα από τα σημαντικότερα τραγούδια κοινωνικοπολιτικής διαμαρτυρίας όλων των εποχών.
Κομμάτια όπως αυτά, αλλά και πολλά άλλα από την πολύχρονη καριέρα της, θα παρουσιάσει στο Θέατρο Λυκαβηττού, ενώ για πρώτη φορά θα έχουμε την ευκαιρία να ακούσουμε live τραγούδια από την περσινή πολύ αξιόλογη δουλειά της, "Trampin".
Βιογραφία:
Η διακεκριμένη ποιήτρια του punk rock, η Patti Smith, είναι μία από τις πιο σημαντικές και επιδραστικές γυναίκες στην ιστορία του rock n’ roll. Η μουσική της Smith αντιμετωπίστηκε ως το πιο συναρπαστικό μίγμα rock και ποίησης από εποχής Bob Dylan. Αν το υβρίδιο αυτό παρέμεινε αυστηρά αντιεμπορικό για τόσο μεγάλο διάστημα της καριέρας της, δεν ήταν σίγουρα λόγω κάποιας δυσκολίας στο να έχει πρόσβαση στο ευρύ κοινό, όσο στο απλό γεγονός ότι η Smith ακολουθούσε πάντα τη μούσα της όπου κι αν την πήγαινε - από τα δομημένα ροκ τραγούδια στον ελεύθερης φόρμας πειραματισμό ή ακόμα κατά περιόδους και έξω από το φάσμα της μουσικής. Οι πιο avant -garde κυκλοφορίες της είχαν μία αίσθηση αυτοσχεδιασμού και αλληλεπίδρασης από τη free jazz, αν και παρέμειναν σταθερά ριζωμένες στο θορυβώδες, πρωτόγονο rock n’ roll των τριών ακόρντων. Υπήρξε πάντα μια δυναμική παρουσία στα live της, τραγουδώντας και ψάλλοντας τους στίχους της με μία ανεκπαίδευτη αλλά ωστόσο εκπληκτική φωνή. Θαμώνας στο θρυλικό CBGB’s club κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών του Νεoυορκέζικου punk, ήταν η πρώτη που κατάφερε να αποσπάσει δισκογραφικό συμβόλαιο και να κυκλοφορήσει άλμπουμ. Η μουσική και το γενικότερο έργο της άσκησε μεγάλη επιρροή στο punk κίνημα, τόσο στη Νέα Υόρκη όσο και στην Αγγλία, ανάμεσα σε σύγχρονους και συνεχιστές της. Ακόμα περισσότερο, η Smith έγινε σύμβολο για πολλές γενιές γυναικών. Ποτέ δε στηρίχθηκε στο σεξ απιλ για την επιτυχία της, καθώς η εμφάνιση της ήταν πάντα σκληρή και ανδρόγυνη. Ποτέ δεν έκανε θέμα το φύλο της, καλώντας το κοινό να την προσέξει σαν καλλιτέχνη και όχι σαν γυναίκα. Η Smith έκανε ξεκάθαρο σε όλους τι μπορεί μια γυναίκα να κάνει στο rock και άνοιξε τα όρια έκφρασης του κάθε καλλιτέχνη ανεξαρτήτως φύλου.
Η Smith γεννήθηκε στο Σικάγο στις 30 Δεκεμβρίου 1946. Οι γονείς της μετακόμισαν στη Φιλαδέλφεια όταν ήταν ακόμα τριών και έπειτα στην κοντινή και λιγότερο αστική πόλη του Woodbury του New Jersey όταν ήταν εννιά. Όντας στο σχολείο κοινωνικά απόκληρη, βρήκε σωτηρία στην ποίηση του Arthur Rimbaud, στα έργα της γενιάς του Beat και στη μουσική των soul και rock καλλιτεχνών, όπως ο James Brown, οι Rolling Stones, οι Doors και ιδιαίτερα ο Bob Dylan. Στη συνέχεια πήγε για σπουδές στο Glassboro State Teachers College, το οποίο όμως παράτησε λόγω απροσδόκητης εγκυμοσύνης. Έδωσε το παιδί για υιοθεσία και έπιασε δουλειά σε ένα εργοστάσιο, προκειμένου να μαζέψει χρήματα και να μετακομίσει αργότερα στη Νέα Υόρκη το 1967. Εκεί δούλεψε σε ένα βιβλιοπωλείο και γνώρισε τον φοιτητή τέχνης και μελλοντικό φωτογράφο Robert Mapplethorpe, ο οποίος έγινε και εραστής της, παρά το γεγονός ότι ζούσε το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του ως ομοφυλόφιλος. Το 1969, η Smith πήγε στο Παρίσι με την αδερφή της παίζοντας μουσική στους δρόμους ως πλανόδια καλλιτέχνης. Με την επιστροφή της, μετακόμισε στο ξενοδοχείο Chelsea για μια σύντομη περίοδο με τον Mapplethorpe, ενώ στη συνέχεια ήρθε σε επαφή με το underground θέατρο και το συγγραφέα Sam Shepard. Συνεργάστηκε μαζί του στη συγγραφή και συμπρωταγωνίστησαν στο αυτοβιογραφικό έργο Cowboy Mouth το 1971. Κατά την περίοδο εκείνη, η Smith δούλευε επίσης πάνω στην ποίησή της, ενώ παράλληλα γνώρισε τον κιθαρίστα Lenny Kaye, που εργαζόταν ως υπάλληλος σε ένα δισκοπωλείο και ήταν και μουσικός κριτικός. Ο Kaye είχε γράψει σε ένα περιοδικό ένα άρθρο πάνω στο doo wop, το οποίο εντυπωσίασε την Smith και οι δύο τους σύντομα ανακάλυψαν ότι μοιράζονταν την ίδια αγάπη για το πρώιμο και λιγότερο γνωστό rock n’ roll. Όταν η Smith αποφάσισε να διαβάσει δημόσια ποίηση στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου το Φεβρουάριο του 1971, κάλεσε μαζί της και τον Kaye για να τη συνοδεύσει με την ηλεκτρική του κιθάρα σε τρία κομμάτια.
Τα επόμενα δύο χρόνια, η Smith συνέχισε να εμφανίζεται σε θεατρικά έργα και σε βραδιές ποίησης. Έγραψε επίσης για αρκετά ροκ περιοδικά, δημοσίευσε δύο τόμους από τα ποιήματά της και άρχισε να συνεισφέρει με στίχους στους Blue Oyster Cult. Μαζί με τον Kaye εμφανίστηκαν και πάλι στα τέλη του 1973 και η συνεργασία τους άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο συχνή. Τον επόμενο χρόνο πρόσθεσαν και τον πιανίστα/ κιμπορντίστα Richard Sohl και έτσι οι εμφανίσεις τους εξελίχθηκαν σε ένα μίγμα ποίήσης (επηρεασμένης από το κίνημα το Beat), αυτοσχέδιων λόγων με εξίσου αυθόρμητη μουσική υποστήριξη και διασκευών παλιών rock n’ roll κομματιών. Οι συχνές συναυλίες που έδωσαν σε διάφορα μέρη στη Νέα Υόρκη, βοήθησαν στην ανάπτυξη της φήμης τους και τον Ιούνιο του 1974, με τον Mapplethorpe να πληρώνει για τις ώρες του studio, η μπάντα δημιούργησε το ανεξάρτητο single ‘Hey Joe’/ ‘Piss Factory’. Και στα δύο τραγούδια συμμετείχε ο κιθαρίστας των Television Tom Verlaine, ο οποίος έγινε στη συνέχεια και εραστής της Smith, και μαζί με των Television το ‘Little Johnny Jewel’ το single έδωσε ώθηση στην ανεξάρτητη, ‘κάντο μόνος σου’ αισθητική, που παραμένει μέχρι σήμερα το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα του punk rock.
Στα τέλη του 1974, η Smith και η μπάντα της έπαιξαν σε μερικές συναυλίες στη Δυτική Ακτή. Όταν επέστρεψαν, πρόσθεσαν και τον κιθαρίστα/ μπασίστα Ivan Kral για να ανανεώσουν τον ήχο τους και έγιναν μέρος μαζί με τους Television στην αναπτυσσόμενη new-rock σκηνή στο CBGB’s. Η δίμηνη παρουσία τους στις αρχές του 1975, όπου πολλές φορές συμμετείχε ο ντράμερ Jay Dee Daugherty και αργότερα έγινε και κανονικό μέλος, τράβηξε την προσοχή του προέδρου της Arista Records, Clive Davis, που πρόσφερε στην Smith δισκογραφικό συμβόλαιο. Εκείνη στη συνέχεια μπήκε στο στούντιο με το πρώην μέλος των Velvet Underground John Cale στο ρόλο του παραγωγού και στα τέλη του 1975 κυκλοφόρησε το ντεμπούτο άλμπουμ της Horses, που έγινε το πρώτο art-punk άλμπουμ. Το Horses περιείχε ανορθόδοξες party-rock διασκευές μελωδιών, όπως τα ‘Gloria’ και ‘Land of 1000 Dances’, καθώς αυθεντικά τραγούδια και λόγια ειπωμένα σε μορφή αυτοσχεδιασμού. Παρά την παντελή έλλειψη ακρόασης των κομματιών από τα ραδιόφωνα, ο δίσκος κατάφερε ωστόσο να φτάσει στο Τοπ 50.
Το Radio Ethiopia του 1976 περιείχε μερικά από τα πιο άμεσα ροκ τραγούδια της Patti Smith (“Ask the Angels”, “Pumping (My Heart)”), μαζί με μερικά από τα πιο πειραματικά της (όπως το ομώνυμο κομμάτι). Στις αρχές του 1977, η Smith έπαιζε στο Tampa της Φλόριντα, όπου έπεσε κατά λάθος από τη σκηνή σπάζοντας δύο σπόνδυλους στο λαιμό της, γεγονός που την ανάγκασε να αποσυρθεί για λίγο μέχρι να αναρρώσει. Κατά την περίοδο εκείνη έγραψε ένα βιβλίο ποίησης με τον τίτλο Babel. Επέστρεψε το 1978 για να ηχογραφήσει το Easter, ένα άλμπουμ σαφώς πιο ραδιοφωνικό, που περιείχε τη συνεργασία της Smith με τον Bruce Springsteen ‘Because the Night’. Η μπαλάντα αυτή έφτασε στο Νο 13 των pop charts και έστειλε το Easter στο Τοπ20. Στο Easter υπήρχε επίσης και η διαβόητη ‘μπηχτή’ της Smith, το ‘Rock n’ Roll Nigger’, στο οποίο προσπάθησε να μετατρέψει την έννοια του όρου σε σύμβολο τιμής για όποιον ζούσε έξω από κατεστημένο. Με το Wave του 1979, ο ήχος της Smith έγινε πιο ‘στιλπνός’, κυρίως χάρη στο νέο της παραγωγό Todd Rundgren. H Smith που ζούσε στο μεταξύ για κάποιο καιρό με τον κιμπορντίστα των Blue Oyster Cult Allen Lanier, στη συνέχεια συνέχισε με τον κιθαρίστα των MC5/Sonic’s Rendezvous Band Fred “Sonic” Smith. Και πράγματι τα τραγούδια ‘Dancing Barefoot’ και ‘Frederick’ είναι αφιερωμένα σε αυτόν. Το ζευγάρι παντρεύτηκε το 1980, και η Smith αποσύρθηκε σε μια ζωή οικογενειακή κοντά στο Detroit, μεγαλώνοντας δύο παιδιά με το σύζυγό της. Το 1988, η Smith εμφανίστηκε και πάλι στο προσκήνιο για το άλμπουμ ‘Dream of Life’, στο οποίο ο Fred συμμετείχε στο γράψιμο όλου του υλικού και έπαιξε επίσης και κιθάρα με τη μουσική υποστήριξη και των Soul και Daugherty από τη μπάντα της Smith. Μετά την κυκλοφορία του δίσκου, η Smith εξαφανίστηκε και πάλι. Συνέχισε ωστόσο να γράφει, συμπληρώνοντας μια ποιητική συλλογή με τον τίτλο Woolgathering.
Δυστυχώς, στο πέρασμα του χρόνου η Smith έχασε κάποιους από τους κοντινότερους συνεργάτες της, όπως τον επί χρόνια φίλο της και φωτογράφο των εξώφυλλων των άλμπουμ της Robert Mapplethorpe, που πέθανε το 1989, και τον Richard Sohl, που πέθανε ένα χρόνο αργότερα. Στο τέλος του 1994, τόσο ο σύζυγος της όσο και ο αδερφός της Todd πέθαναν από καρδιά, με διαφορά ενός μήνα. Η Smith επέστρεψε και πάλι στις ζωντανές εμφανίσεις σαν μέσο θεραπείας και επανασχημάτισε τους Patti Smith Group–με τον Kaye, τον Daugherty και το νέο μπασίστα Tony Shanahan- για μια μικρή περιοδεία προκειμένου να επανασυνδεθεί με το κοινό της και να οριοθετήσει και πάλι τον εαυτό της πάνω στη σκηνή. Το 1996, το γκρουπ μπήκε στο στούντιο και ηχογράφησε το Gone Again, όπου συμμετείχε και ένας δεύτερος κιθαρίστας, ο Oliver Ray. To Gone Again είχε ένα πιο αισιόδοξο από τα αναμενόμενα ήχο και πήρε πολύ καλές κριτικές. Το επόμενο άλμπουμ ήταν το Peace and Noise του 1997, το οποίο κέρδισε μια υποψηφιότητα στα Grammy για το κομμάτι ‘1959’. Με πιο σκοτεινό περιεχόμενο από τον προκάτοχό του, το άλμπουμ αυτό είχε αναφορές και στο θάνατο δύο βασικών επιρροών της Smith, του Allen Ginsberg και του William S. Burroughs. Η Smith επέστρεψε το 2000 με το Gung Ho, το πιο επιθετικό ηχητικά και κοινωνικό στη συνείδηση άλμπουμ της. Το τραγούδι ‘Glitter in their Eyes’ κέρδισε για την Smith μια δεύτερη υποψηφιότητα στα Grammy. H Smith το 2002 έφυγε από τη δισκογραφική Arista για να υπογράψει στην Columbia. Το πρώτο άλμπουμ της για την Columbia είχε τον τίτλο ‘Trampin’ και κυκλοφόρησε την άνοιξη του 2004.

Βιογραφία:
Η διακεκριμένη ποιήτρια του punk rock, η Patti Smith, είναι μία από τις πιο σημαντικές και επιδραστικές γυναίκες στην ιστορία του rock n’ roll. Η μουσική της Smith αντιμετωπίστηκε ως το πιο συναρπαστικό μίγμα rock και ποίησης από εποχής Bob Dylan. Αν το υβρίδιο αυτό παρέμεινε αυστηρά αντιεμπορικό για τόσο μεγάλο διάστημα της καριέρας της, δεν ήταν σίγουρα λόγω κάποιας δυσκολίας στο να έχει πρόσβαση στο ευρύ κοινό, όσο στο απλό γεγονός ότι η Smith ακολουθούσε πάντα τη μούσα της όπου κι αν την πήγαινε - από τα δομημένα ροκ τραγούδια στον ελεύθερης φόρμας πειραματισμό ή ακόμα κατά περιόδους και έξω από το φάσμα της μουσικής. Οι πιο avant -garde κυκλοφορίες της είχαν μία αίσθηση αυτοσχεδιασμού και αλληλεπίδρασης από τη free jazz, αν και παρέμειναν σταθερά ριζωμένες στο θορυβώδες, πρωτόγονο rock n’ roll των τριών ακόρντων. Υπήρξε πάντα μια δυναμική παρουσία στα live της, τραγουδώντας και ψάλλοντας τους στίχους της με μία ανεκπαίδευτη αλλά ωστόσο εκπληκτική φωνή. Θαμώνας στο θρυλικό CBGB’s club κατά τη διάρκεια των πρώτων ημερών του Νεoυορκέζικου punk, ήταν η πρώτη που κατάφερε να αποσπάσει δισκογραφικό συμβόλαιο και να κυκλοφορήσει άλμπουμ. Η μουσική και το γενικότερο έργο της άσκησε μεγάλη επιρροή στο punk κίνημα, τόσο στη Νέα Υόρκη όσο και στην Αγγλία, ανάμεσα σε σύγχρονους και συνεχιστές της. Ακόμα περισσότερο, η Smith έγινε σύμβολο για πολλές γενιές γυναικών. Ποτέ δε στηρίχθηκε στο σεξ απιλ για την επιτυχία της, καθώς η εμφάνιση της ήταν πάντα σκληρή και ανδρόγυνη. Ποτέ δεν έκανε θέμα το φύλο της, καλώντας το κοινό να την προσέξει σαν καλλιτέχνη και όχι σαν γυναίκα. Η Smith έκανε ξεκάθαρο σε όλους τι μπορεί μια γυναίκα να κάνει στο rock και άνοιξε τα όρια έκφρασης του κάθε καλλιτέχνη ανεξαρτήτως φύλου.
Η Smith γεννήθηκε στο Σικάγο στις 30 Δεκεμβρίου 1946. Οι γονείς της μετακόμισαν στη Φιλαδέλφεια όταν ήταν ακόμα τριών και έπειτα στην κοντινή και λιγότερο αστική πόλη του Woodbury του New Jersey όταν ήταν εννιά. Όντας στο σχολείο κοινωνικά απόκληρη, βρήκε σωτηρία στην ποίηση του Arthur Rimbaud, στα έργα της γενιάς του Beat και στη μουσική των soul και rock καλλιτεχνών, όπως ο James Brown, οι Rolling Stones, οι Doors και ιδιαίτερα ο Bob Dylan. Στη συνέχεια πήγε για σπουδές στο Glassboro State Teachers College, το οποίο όμως παράτησε λόγω απροσδόκητης εγκυμοσύνης. Έδωσε το παιδί για υιοθεσία και έπιασε δουλειά σε ένα εργοστάσιο, προκειμένου να μαζέψει χρήματα και να μετακομίσει αργότερα στη Νέα Υόρκη το 1967. Εκεί δούλεψε σε ένα βιβλιοπωλείο και γνώρισε τον φοιτητή τέχνης και μελλοντικό φωτογράφο Robert Mapplethorpe, ο οποίος έγινε και εραστής της, παρά το γεγονός ότι ζούσε το μεγαλύτερο μέρος της ενήλικης ζωής του ως ομοφυλόφιλος. Το 1969, η Smith πήγε στο Παρίσι με την αδερφή της παίζοντας μουσική στους δρόμους ως πλανόδια καλλιτέχνης. Με την επιστροφή της, μετακόμισε στο ξενοδοχείο Chelsea για μια σύντομη περίοδο με τον Mapplethorpe, ενώ στη συνέχεια ήρθε σε επαφή με το underground θέατρο και το συγγραφέα Sam Shepard. Συνεργάστηκε μαζί του στη συγγραφή και συμπρωταγωνίστησαν στο αυτοβιογραφικό έργο Cowboy Mouth το 1971. Κατά την περίοδο εκείνη, η Smith δούλευε επίσης πάνω στην ποίησή της, ενώ παράλληλα γνώρισε τον κιθαρίστα Lenny Kaye, που εργαζόταν ως υπάλληλος σε ένα δισκοπωλείο και ήταν και μουσικός κριτικός. Ο Kaye είχε γράψει σε ένα περιοδικό ένα άρθρο πάνω στο doo wop, το οποίο εντυπωσίασε την Smith και οι δύο τους σύντομα ανακάλυψαν ότι μοιράζονταν την ίδια αγάπη για το πρώιμο και λιγότερο γνωστό rock n’ roll. Όταν η Smith αποφάσισε να διαβάσει δημόσια ποίηση στην εκκλησία του Αγίου Μάρκου το Φεβρουάριο του 1971, κάλεσε μαζί της και τον Kaye για να τη συνοδεύσει με την ηλεκτρική του κιθάρα σε τρία κομμάτια.
Τα επόμενα δύο χρόνια, η Smith συνέχισε να εμφανίζεται σε θεατρικά έργα και σε βραδιές ποίησης. Έγραψε επίσης για αρκετά ροκ περιοδικά, δημοσίευσε δύο τόμους από τα ποιήματά της και άρχισε να συνεισφέρει με στίχους στους Blue Oyster Cult. Μαζί με τον Kaye εμφανίστηκαν και πάλι στα τέλη του 1973 και η συνεργασία τους άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο συχνή. Τον επόμενο χρόνο πρόσθεσαν και τον πιανίστα/ κιμπορντίστα Richard Sohl και έτσι οι εμφανίσεις τους εξελίχθηκαν σε ένα μίγμα ποίήσης (επηρεασμένης από το κίνημα το Beat), αυτοσχέδιων λόγων με εξίσου αυθόρμητη μουσική υποστήριξη και διασκευών παλιών rock n’ roll κομματιών. Οι συχνές συναυλίες που έδωσαν σε διάφορα μέρη στη Νέα Υόρκη, βοήθησαν στην ανάπτυξη της φήμης τους και τον Ιούνιο του 1974, με τον Mapplethorpe να πληρώνει για τις ώρες του studio, η μπάντα δημιούργησε το ανεξάρτητο single ‘Hey Joe’/ ‘Piss Factory’. Και στα δύο τραγούδια συμμετείχε ο κιθαρίστας των Television Tom Verlaine, ο οποίος έγινε στη συνέχεια και εραστής της Smith, και μαζί με των Television το ‘Little Johnny Jewel’ το single έδωσε ώθηση στην ανεξάρτητη, ‘κάντο μόνος σου’ αισθητική, που παραμένει μέχρι σήμερα το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα του punk rock.
Στα τέλη του 1974, η Smith και η μπάντα της έπαιξαν σε μερικές συναυλίες στη Δυτική Ακτή. Όταν επέστρεψαν, πρόσθεσαν και τον κιθαρίστα/ μπασίστα Ivan Kral για να ανανεώσουν τον ήχο τους και έγιναν μέρος μαζί με τους Television στην αναπτυσσόμενη new-rock σκηνή στο CBGB’s. Η δίμηνη παρουσία τους στις αρχές του 1975, όπου πολλές φορές συμμετείχε ο ντράμερ Jay Dee Daugherty και αργότερα έγινε και κανονικό μέλος, τράβηξε την προσοχή του προέδρου της Arista Records, Clive Davis, που πρόσφερε στην Smith δισκογραφικό συμβόλαιο. Εκείνη στη συνέχεια μπήκε στο στούντιο με το πρώην μέλος των Velvet Underground John Cale στο ρόλο του παραγωγού και στα τέλη του 1975 κυκλοφόρησε το ντεμπούτο άλμπουμ της Horses, που έγινε το πρώτο art-punk άλμπουμ. Το Horses περιείχε ανορθόδοξες party-rock διασκευές μελωδιών, όπως τα ‘Gloria’ και ‘Land of 1000 Dances’, καθώς αυθεντικά τραγούδια και λόγια ειπωμένα σε μορφή αυτοσχεδιασμού. Παρά την παντελή έλλειψη ακρόασης των κομματιών από τα ραδιόφωνα, ο δίσκος κατάφερε ωστόσο να φτάσει στο Τοπ 50.
Το Radio Ethiopia του 1976 περιείχε μερικά από τα πιο άμεσα ροκ τραγούδια της Patti Smith (“Ask the Angels”, “Pumping (My Heart)”), μαζί με μερικά από τα πιο πειραματικά της (όπως το ομώνυμο κομμάτι). Στις αρχές του 1977, η Smith έπαιζε στο Tampa της Φλόριντα, όπου έπεσε κατά λάθος από τη σκηνή σπάζοντας δύο σπόνδυλους στο λαιμό της, γεγονός που την ανάγκασε να αποσυρθεί για λίγο μέχρι να αναρρώσει. Κατά την περίοδο εκείνη έγραψε ένα βιβλίο ποίησης με τον τίτλο Babel. Επέστρεψε το 1978 για να ηχογραφήσει το Easter, ένα άλμπουμ σαφώς πιο ραδιοφωνικό, που περιείχε τη συνεργασία της Smith με τον Bruce Springsteen ‘Because the Night’. Η μπαλάντα αυτή έφτασε στο Νο 13 των pop charts και έστειλε το Easter στο Τοπ20. Στο Easter υπήρχε επίσης και η διαβόητη ‘μπηχτή’ της Smith, το ‘Rock n’ Roll Nigger’, στο οποίο προσπάθησε να μετατρέψει την έννοια του όρου σε σύμβολο τιμής για όποιον ζούσε έξω από κατεστημένο. Με το Wave του 1979, ο ήχος της Smith έγινε πιο ‘στιλπνός’, κυρίως χάρη στο νέο της παραγωγό Todd Rundgren. H Smith που ζούσε στο μεταξύ για κάποιο καιρό με τον κιμπορντίστα των Blue Oyster Cult Allen Lanier, στη συνέχεια συνέχισε με τον κιθαρίστα των MC5/Sonic’s Rendezvous Band Fred “Sonic” Smith. Και πράγματι τα τραγούδια ‘Dancing Barefoot’ και ‘Frederick’ είναι αφιερωμένα σε αυτόν. Το ζευγάρι παντρεύτηκε το 1980, και η Smith αποσύρθηκε σε μια ζωή οικογενειακή κοντά στο Detroit, μεγαλώνοντας δύο παιδιά με το σύζυγό της. Το 1988, η Smith εμφανίστηκε και πάλι στο προσκήνιο για το άλμπουμ ‘Dream of Life’, στο οποίο ο Fred συμμετείχε στο γράψιμο όλου του υλικού και έπαιξε επίσης και κιθάρα με τη μουσική υποστήριξη και των Soul και Daugherty από τη μπάντα της Smith. Μετά την κυκλοφορία του δίσκου, η Smith εξαφανίστηκε και πάλι. Συνέχισε ωστόσο να γράφει, συμπληρώνοντας μια ποιητική συλλογή με τον τίτλο Woolgathering.
Δυστυχώς, στο πέρασμα του χρόνου η Smith έχασε κάποιους από τους κοντινότερους συνεργάτες της, όπως τον επί χρόνια φίλο της και φωτογράφο των εξώφυλλων των άλμπουμ της Robert Mapplethorpe, που πέθανε το 1989, και τον Richard Sohl, που πέθανε ένα χρόνο αργότερα. Στο τέλος του 1994, τόσο ο σύζυγος της όσο και ο αδερφός της Todd πέθαναν από καρδιά, με διαφορά ενός μήνα. Η Smith επέστρεψε και πάλι στις ζωντανές εμφανίσεις σαν μέσο θεραπείας και επανασχημάτισε τους Patti Smith Group–με τον Kaye, τον Daugherty και το νέο μπασίστα Tony Shanahan- για μια μικρή περιοδεία προκειμένου να επανασυνδεθεί με το κοινό της και να οριοθετήσει και πάλι τον εαυτό της πάνω στη σκηνή. Το 1996, το γκρουπ μπήκε στο στούντιο και ηχογράφησε το Gone Again, όπου συμμετείχε και ένας δεύτερος κιθαρίστας, ο Oliver Ray. To Gone Again είχε ένα πιο αισιόδοξο από τα αναμενόμενα ήχο και πήρε πολύ καλές κριτικές. Το επόμενο άλμπουμ ήταν το Peace and Noise του 1997, το οποίο κέρδισε μια υποψηφιότητα στα Grammy για το κομμάτι ‘1959’. Με πιο σκοτεινό περιεχόμενο από τον προκάτοχό του, το άλμπουμ αυτό είχε αναφορές και στο θάνατο δύο βασικών επιρροών της Smith, του Allen Ginsberg και του William S. Burroughs. Η Smith επέστρεψε το 2000 με το Gung Ho, το πιο επιθετικό ηχητικά και κοινωνικό στη συνείδηση άλμπουμ της. Το τραγούδι ‘Glitter in their Eyes’ κέρδισε για την Smith μια δεύτερη υποψηφιότητα στα Grammy. H Smith το 2002 έφυγε από τη δισκογραφική Arista για να υπογράψει στην Columbia. Το πρώτο άλμπουμ της για την Columbia είχε τον τίτλο ‘Trampin’ και κυκλοφόρησε την άνοιξη του 2004.
Δελτίο Τύπου