Soft Machine Legend @ Rodeo, 09/11/07

Από τον Κώστα Σακκαλή, 12/11/2007 @ 07:20
Καλά τα μεγάλα φεστιβάλ, ωραίοι οι μεγάλοι συναυλιακοί χώροι, αλλά μερικές φορές η αμεσότητα που σου δημιουργούν τα μικρά στέκια τύπου Rodeo με τον κόσμο να περικυκλώνει τη σκηνή και τους μουσικούς να παίζουν σε απόσταση επαφής, ελάχιστα ψηλότερα από το κοινό, είναι αναντικατάστατη. Ακόμα και αν το εν λόγω συγκρότημα θα άξιζε ίσως και κάτι παραπάνω από τα καμιά κατοστάρα άτομα που αρκούν για να γεμίσουν το συγκεκριμένο μαγαζί.

Η κατοστάρα δεν είχε ακόμα συμπληρωθεί όταν το πρώτο support έκανε την εμφάνισή του. Στην ουσία ήταν μία έκτακτη εμφάνιση μιας παρέας μουσικών αποτελούμενη από τη ρυθμική βάση του «κανονικού» support Chris Stasinopoulos & The Explorers συν ενός κιθαρίστα που τζάμαραν σε jazz ήχους, χωρίς ιδιαίτερη συνοχή, αλλά με ωραίο ήχο, και μας άνοιξαν την όρεξη για τη συνέχεια...

...η οποία ήρθε με τη μορφή του προαναφερόμενου συγκροτήματος να παρουσιάζει ένα χαοτικό σετ, πολύ κοντά στο ύφος της σκηνής του Canterbury, περισσότερο μάλιστα και από τους ίδιους τους Soft Machine που θα ακολουθούσαν. Παίζοντας άλλοτε με δύο πλήκτρα και άλλοτε με δύο drummer παρήγαγαν όμορφες συνθέσεις και αυτοσχεδιασμούς, αν και έδιναν την εντύπωση ότι ξεκινώντας ένα κομμάτι δε γνώριζαν και οι ίδιοι που θα πάει, και πολύ περισσότερο πότε και πώς θα τελειώσει. Σε κάθε περίπτωση πάντως στάθηκε πολύ ταιριαστό και άξιο support.



Όταν ανέβηκαν στη σκηνή οι Soft Machine το Rodeo ήταν πλέον κατάμεστο και η υποδοχή αποθεωτική. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι μουσικοί έδειχναν ξαφνιασμένοι από τις επευφημίες του ελληνικού κοινού που αποδεικνύει ότι έχει τον ίδιο παλμό είτε σε metal είτε σε jazz συναυλίες! Ο John Marshall στα drums και ο τεράστιος Hugh Hopper στο μπάσο δημιουργούσαν τον καμβά πάνω στον οποίο ζωγράφιζαν ο John Etheridge στην κιθάρα και ο Theo Travis στα σαξόφωνα και το φλάουτο. Φανερά οι δύο τελευταίοι είχαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο με εξαιρετικό δέσιμο, ενώ γέμιζαν τον ήχο με τέτοιο τρόπο ώστε η έλλειψη πλήκτρων να μη φανεί ακόμα και στις παλιότερες συνθέσεις όπου τα πλήκτρα πρωταγωνιστούσαν.



Στις επιλογές του setlist βρέθηκαν συνθέσεις από όλες τις περιόδους του συγκροτήματος, με έμφαση όπως ήταν λογικό στις πιο fusion στιγμές τους, αλλά και από το φρέσκο τους cd (που μας προέτρεψαν ευγενικά να αγοράσουμε από την είσοδο, κάτι το οποίο σαφώς και πράξαμε).



Στην τεχνική αρτιότητα των εκτελέσεων παλιών και νέων κομματιών είναι πιστεύω άσκοπο να αναφερθώ. Αρκεί να επισημάνω ότι εναλλάξ και τα τέσσερα μέλη μας εντυπωσίαζαν με το παίξιμό τους, αν και αγαπημένος του κοινού φάνηκε να είναι ο Etheridge που κέρδισε και το περισσότερο χειροκρότημα. Αυτό που προσωπικά με άγγιξε ήταν ο χρόνος που έδιναν στις συνθέσεις για να «αναπνεύσουν», ξεκινώντας διστακτικά, κλιμακώνοντας αργά και κορυφώνοντας αρκετές φορές κατά τη διάρκεια μίας εκτέλεσης.



Όταν μετά από περισσότερο από μιάμιση ώρα αποχώρησαν, μας άφησαν χορτασμένους και με ένα ηλίθιο χαμόγελο στο πρόσωπό μας, απόδειξη μιας ευχάριστης βραδιάς.



Κλείνοντας, μια παρατήρηση για όσους πάνε σε συναυλίες: Αν σας πίνει αντί να το πίνετε, κόφτε το. Δεν αξίζει ούτε εσείς να γίνεστε ρεζίλι, ούτε όσους έχουν έρθει να ακούσουν μουσική να ενοχλείτε, ούτε τους μουσικούς να εκνευρίζετε.



  • SHARE
  • TWEET