Rock Werchter Festival 2007, Βέλγιο, 28/06 - 01/07/07

Από τον Μανώλη Γεωργακάκη, 08/07/2007 @ 09:15
Το φεστιβάλ του Werchter (Ουέρχτερ) είναι η περηφάνια των Βέλγων. Μήνες πριν καν ανακοινωθούν όλα τα ονόματα των συμμετεχόντων, σκληροπυρηνικοί μουσικόφιλοι, με τα χαρακτηριστικά εισιτήρια-βραχιόλια των προηγούμενων ετών να στολίζουν ακόμα τον καρπό τους, αγοράζουν σα “ζεστές βάφλες” τα πρώτα εισιτήρια, με αποτέλεσμα το μη-sold out να αποτελεί έκπληξη. Η τριακονταετής ιστορία του φεστιβάλ έφερε τα σημαντικότερα ονόματα της μουσικής βιομηχανίας σ' αυτό το καταπράσινο χωριουδάκι της Φλάνδρας, μόλις 20 λεπτά βενζίνη από τη Λουβένη (Leuven).

Η εμπειρία των διοργανωτών, ο ιδανικός χώρος και η φεστιβαλική παράδοση επιτρέπουν υψηλές προσδοκίες. Τα προβλήματα όπως η μεταφορά, η υποδομή , η ασφάλεια και οι πρώτες βοήθειες αντιμετωπίζονται τόσο αποτελεσματικά, που βελτιώσεις επιδιώκονται πια σε θέματα όπως επί παραδείγματι η οικολογία και η τιμή του εισιτηρίου (75 αργύρια η μέρα και 160 το τετραήμερο).

Ο χώρος είναι απέραντος και αποτελείται από δύο σκηνές (το Main Stage και το, καλυμμένο με πανί, Pyramid Marquee), δεκάδες εμπορικά περίπτερα των χορηγών, καθώς και περίπτερα ανθρωπιστικών οργανώσεων και παιχνιδιών. Αξίζει να σημειωθεί ότι το εισιτήριο επιτρέπει δωρεάν είσοδο σε όλα τα μουσεία του Βελγίου και της Ολλανδίας.

Έχοντας ήδη φιλοξενήσει του Rolling Stones στις 6 Ιουνίου, οι πύλες του Rock Werchter υποδέχτηκαν 80 χιλιάδες θεατές για τέσσερις μέρες γιορτής, με τους θεατές να αναρωτιούνται για την πραγματική έννοια της λέξης “headliner”. Υπόσχομαι να πω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια.

Μέρα πρώτη - Πέμπτη, 28 Ιουνίου

Ήταν εμφανές από το πρώτο αντίκρισμα του κοινού πως ό,τι άλλο εκτός από το να περάσουμε καλά ήταν αδιάφορο. Ήταν δε εμφανές από το ίδιο πρώτο αντίκρισμα πως δεν υπήρχαν ούτε ηλικιακά ούτε μουσικά σύνορα.

Η έναρξη του φεστιβάλ με τους Καναδούς πανκοχαρντκοράδες Billy Talent ήταν ευχάριστη και αναζωογονητική. Ομολογουμένως, ο ενθουσιασμός του κοινού, που ανακάλυπτε το χώρο, τους βοήθησε. Είμαι παρά ταύτα πεπεισμένος πως η αιχμηρή φωνή του τραγουδιστή τους, Benjamin Kowalewicz, παρήγαγε ένα φαινόμενο “Κακοφωνίξ” και προκάλεσε τις βροχές που ακολούθησαν τις επόμενες μέρες.

Ακολούθησε το βελγικό σχήμα Zornik, με ενδιαφέροντα και ρυθμικά riffs και ελαφρο-goth εμφάνιση. Ο απλοϊκός αγγλικός τους στίχος δεν ενόχλησε το κοινό και η εμφάνισή τους εισήγαγε έξυπνα τους πιο δυναμικούς My Chemical Romance. Ο τραγουδιστής τους, Gerard Way, είναι ικανότατος front-man και ελέγχει άψογα τη φωνή του. Το νέο γκρουπ-φαινόμενο κατάφερε να μεταδώσει το κέφι του στο κυρίως εφηβικό κοινό του, αλλά με ώθησε στη δεύτερη σκηνή όπου οι Γάλλοι Air παρουσίαζαν το καινούριο τους άλμπουμ "Pocket Symphony" και προκαλούσαν πρωτότυπες χορευτικές φιγούρες με τα παλιότερα "Kelly Watch the Stars" και "Sexy Boy". Μιλώντας στο κοινό με την χαρακτηριστική ρομποτική φωνή των τραγουδιών, οι δύο κεφαλές των Air προκαλούσαν γέλια πριν ξαναρχίσουν να το ταξίδι για διαστημικούς ήχους.

Ενώ η αντιπαλότητα τους είναι γνωστή τοις πάσι, ο Gerard Way κάλεσε το κοινό να υποδεχτεί τον Marilyn Manson στην κεντρική σκηνή. Δε μπορώ να φανταστώ με πόσο σαδισμό κάποιος είχε την ιδέα να προγραμματίσει τους μεν μετά τους δε. Φαντάζομαι όμως με ευκολία την ηθική εκδίκηση του Way όταν στα παρασκήνια άκουγε τον ήχο του Manson. Το πρώτο τεράστιο όνομα του φεστιβάλ εμφανίστηκε με το χαρακτηριστικό μακιγιάζ του, με πάμπολλα κεριά επί σκηνής και ένα επικίνδυνα μεγάλο μαχαίρι στην άκρη του μικροφώνου του. Αντιμετωπίζοντας έντονα προβλήματα ήχου, ο Manson τραγούδησε κάθε λέξη με συγκλονιστικό πάθος και αρρωστημένα σκοτεινή διάθεση, παρά το καταπράσινο και φωτεινό περιβάλλον. Οι διασκευές “Sweet Dreams” και “Τainted Love” προκάλεσαν ντελίριο. Οι διακοπές στον ήχο κατά τη διάρκεια πολλών κομματιών και σχεδόν καθ' όλο το “Beautiful People” προκάλεσαν το μένος του κόσμου, καθώς ο Manson, έχοντας ξεπεράσει τον προγραμματισμένο χρόνο του, έφυγε ξεστομίζοντας απλά “thank you Belgium”.

Υπερπομπώδης και θεαματική, η Björk ξεκίνησε ένα από τα γνωστά παραμυθένια show της, υπνωτίζοντας τους πάντες, τραβώντας μας έναν-έναν από το χέρι και καλώντας μας σ' ένα άλλο σύμπαν, σχεδόν τρομακτικό. Ευτυχώς, μια γουλιά από τη βαρελίσια Stella Artois, στο δεξί μου χέρι, μου θύμισε να τρέξω μακριά, προς το Pyramid Marquee. Εκεί που οι Beastie Boys εκσφενδόνιζαν το πιο βραχώδες hip-hop και όπου ο ρυθμός δεν ερχόταν από τα ηχεία, αλλά από τους σβέρκους μας. Εκεί που η επικοινωνία λειτουργούσε παράλογα και που στους ήχους του “Brass Monkey”, ένας κατάξανθος Φλαμανδός χόρευε τραγουδώντας “πόκι-πόκι”. Φυσικά είναι οι πιο ασπρομάλληδες έφηβοι, φυσικά “αφιέρωσαν” ένα δαιμονισμένο “Sabotage” στον George W. Bush.

Ήδη περασμένα μεσάνυκτα, το αδιαχώρητο. Ο δακρύβρεχτος λυρισμός των Muse συνοδεύεται από τον τελειότερο συναυλιακό ήχο. Μοιάζει απίστευτη η τεχνογνωσία και η δύναμη του τρίο. Ντυμένος με κόκκινο μακρύ σακάκι ο Matthew Bellamy, ανάμεσα σε μια κιθαριστική διαρροή χρωμάτων και ένα λιγωτικά φλύαρο πιάνο, παρέδωσε την πιο ζωτική θλίψη στην πιο φωτεινή νύχτα.

Υπολειπόμενα σχήματα της ημέρας: Milow, Air Traffic, Rufus Wainwright και Dr. Lektroluv.

Ακυρώθηκε: o Mika.

Μέρα δεύτερη - Παρασκευή, 29 Ιουνίου

Στη δεύτερη μέρα του φεστιβάλ κυριαρχούσε ένας υγιής ανταγωνισμός μεταξύ της βρετανικής και της αμερικανικής αφρόκρεμας του σύγχρονου ροκ. Υπό γουντστοκικής βροχής, τα τάστα των Kings Of Leon ήταν στοιχειωμένα από τους CCR. Σχεδόν άκαμπτοι, οι βλαστοί της οικογένειας Followill αποκάλυψαν σαν επιδειξίες την αποτελεσματικότητα της μουσικής τους συνταγής. Βαριεστημένα νευρικοί, λυτρωτικά βασανισμένοι, οι ήχοι τους πάλευαν με τη νοσηρή χροιά της φωνής του Caleb Followill. Δεν ξεδιψά το κοινό, όσο κι αν βρέχει και για να πεισθούμε πως το show φτάνει στο τέλος, ο Eddie Vedder τους κάνει την τιμή για ένα ντουέτο στο "Slow Night, So Long" (βίντεο στο YouTube). Τρέχουν ιδρωμένοι γλωσσολόγοι για να βρουν νέο ορισμό για τη λέξη ρυθμός και η βροχή σταματά.

Οι Kaiser Chiefs αντιμετωπίζουν έντονο πρόβλημα. Δε βρίσουν τρόπο να γράψουν τραγούδια που να μην εντυπώνονται άμεσα στον ουρανίσκο των ακροατών. Κέφι και καταπληκτική επικοινωνία με το κοινό χαρακτηρίζουν τον πιο ραμονώδη ήχο της νέας σκηνής. Μισείστε τους, αλλά μην παρεκτρέπεστε. Αυτή η μπάντα έχει ψυχή και η ακινησία είναι αδιανόητη. “Rock is deader than dead” ούρλιαζε ο Marilyn Manson την προηγούμενη. Αμ δε.

Πιο βρετανός από τη βασίλισσα, ο Kele Okereke υποδέχτηκε το κοινό στον ιδιαίτερο κόσμο των Bloc Party. Δυστυχώς, κατά την ταπεινή μου σιγουριά, η επικοινωνία με τη μουσική τους άποψη θα εδραιωνόταν αποτελεσματικότερα σε κλειστό χώρο. Καθώς η βροχή επέστρεφε, χαμογελώντας όσο κανείς, ο Okereke συνέστησε να χρησιμοποιήσουμε “Umbrella-ella” (sic). Έχοντας απολαύσει το μνημειώδες “Banquet”, κατέφυγα στην προστασία της σκεπής του Pyramid Marquee για να απολαύσω τη λιγωτική παρουσία της Lilly Allen. (Όχι εμφανώς) Μεθυσμένη, η αγγλίδα αφαίρεσε τη ροκιά από την κοινή διάθεση, καθώς παρέσυρε όλους τους παρόντες με άνεση, σε μία σειρά από τις πασίγνωστες επιτυχίες της. Ευχάριστη έκπληξη η διασκευή του “Oh My God” των Kaiser Chiefs, μόλις δυο ώρες αφότου έσβησε η ηχώ του αυθεντικού.

Ανέτοιμος, επέστρεψα στην κεντρική σκηνή για να δεχτώ πια αναιδή ηχητική επίθεση από τους εκτός συναγωνισμού Queens Of The Stone Age. Έμπειροι και ακριβείς, ανελέητα groovy και σπασμωδικά heavy, οι Αμερικανοί χαρντροκάδες εξαπέλυσαν κύματα ξηρής ενέργειας. Είδα με τα μάτια μου το βυνητραφές χορτάρι του Werchter να ξεραίνεται, υπό την επήρεια της ψυχής του desert rock. Εντυπωσιακότατος, ο μανιασμένος Joey Castillo σφυρηλατούσε κατευθείαν τα χιλιάδες μέτωπα που τον αντίκριζαν. Τέλεια ρυθμομηχανή για τον riff-άρχη Josh Homme. “Θα παίξουμε ένα τραγούδι που δεν έχουμε ξαναπαίξει ποτέ” και ακολουθεί ένα νευρικό και όσο-πιο-γρήγορο-γίνεται “No One Knows”. “Και εμένα δεν κατάφεραν να με πάνε για Rehab” είπε ειρωνευόμενος την Amy Winehouse. “Αν αυτό το κορίτσι έπινε όσο εγώ... Θα ήταν ένα νεκρό κορίτσι”.

Σημεία των καιρών. Όχι. Καιροί των Arctic Monkeys. Οι τέσσερις υπερ-πετυχημένοι έφηβοι ζουν ένα ροκ όνειρο, αλλά το μοιράζονται μαζί μας. Εξυψωμένοι με το δημοκρατικότερο τρόπο στον Όλυμπο της παγκόσμιας σκηνής, σέρνουν την ακμή τους σε ατελείωτες περιοδείες και σπέρνουν Beatl-ικό πανικό σε κάθε τους εμφάνιση. Ξέρουν τι θέλουμε και θα το κάνουν. Συνθέσεις μικρές, δομές απλές, ύφος τελείως προσωπικό. Η μπογιά της ερασιτεχνικότητας έχει αρχίσει να ξεφτίζει, αλλά δε θα φύγει. Καθένα από τα τραγούδια τους μοιάζει με δώρο. Μιλούν πιο πολύ μεταξύ τους παρά με το κοινό. Καθώς παίζουν, στα μάτια τους εμφανίζεται ένα βλέμμα στρογγυλό, μια παιδική απορία. Παραδόξως το ίδιο βλέμμα έχουν και όλοι οι θεατές. Στο τέλος του “Teddy Picker”, ο Αlex Turner τραγουδάει σπασμωδικά “Who 'd want to be man of the people, when there's people like...” και σταματά. Χιλιάδες χέρια τον δείχνουν και χιλιάδες φωνές συμπληρώνουν “Υou”. Χαμογελάει. Λέει “No... You!”.

Πολλά σημαντικά ονόματα για μία μέρα. Πολλή κούραση. Πολλή μουσική. (Πολλή μπύρα.) Αλλά κανένας δεν ξέχασε, ούτε για λίγο, ότι το πρόγραμμα θα έκλεινε με τους αειθαλείς Pearl Jam. Πανευτυχές το κοινό υποδέχτηκε θερμά τους δημοφιλέστερους (ζωντανούς) πυρήνες του grunge. Ο ήχος ήταν ασύλληπτος και ο Eddie Vedder υποβλητικά χαρισματικός. Πραγματικά ζωντανός, με τραγική φιγούρα και με το αυστηρό μάτι που έχουν οι δίκαιοι. Τα κλασσικά τους τραγούδια έδεσαν τέλεια με τις καινούριες συνθέσεις, όπως το “Worldwide Suicide”. Έντονες μομφές κατά της αμερικανικής κυβέρνησης, “We ’ll go to the White House and take out the trash”, ακολουθούμενες από το συγκλονιστικό αντιπολεμικό “No More”. Η μπάντα τα δίνει όλα, πλησιάζει έναν-έναν τους θεατές και του χαρίζει απλόχερα κάθε νότα. Το θλιβερό γεγονός του 2000 στη Δανία, όπου δύο οπαδοί έχασαν τη ζωή τους, σίγουρα αποτελεί βαθιά πληγή για τους Pearl Jam και έχει δημιουργήσει μια ψυχολογικά έντονη σχέση με την Ευρώπη. Σπάνια βλέπει κανείς τόσο ειλικρινείς εκδηλώσεις αγάπης προς το κοινό. Το πάθος ξεχειλίζει και ο Vedder ομολογεί τη χαρά του να συμμετέχει σ' αυτή τη γιορτή. Προς το κλείσιμο, εξουθενωμένος, σχεδόν μονολογεί. “Αν ποτέ σας προτείνει ένα χαπάκι ο Josh Homme, μην το πάρετε! Ή απλά πάρτε το μισό. Πιστέψτε με!”. H εμφάνιση τελείωσε με ένα αρρωστημένο jam βασισμένο στο Baba O'Riley των The Who, με καλεσμένο τον ένοχο Josh Homme.

Υπολειπόμενα σχήματα της ημέρας: The Van Jets, Enter Shikari, Jason Mraz, Oi Va Voi, Joan as Police Woman, Sioen, Admiral Freebee, Satelite Party και Gabriel Rios.

Μέρα τρίτη - Σάββατο, 30 Ιουνίου

Το Werchter με νίκησε. Υπολογίζοντας τις δυνάμεις μου μετά από 20 ώρες συναυλιών σε δύο μέρες και με την ιδέα της εξοικονόμησης ενέργειας για την τέταρτη μέρα, αποφάσισα να θυσιάσω τη μισή τρίτη μέρα. Ο Γιάννης συμφώνησε.

Η ιδέα της μελλοντικής ξεκούρασης με έφερε ορεξάτο μπροστά στην κεντρική σκηνή με τους χορταστικούς Razorlight. Οι νεαροί Αγγλο-Σουηδοί ροκάδες δεν είναι απλά το συγκρότημα του ραδιοφωνικού “America”. Η μουσική τους κουβαλά την παράδοση του ροκ και της προσδίδει μια φρεσκάδα σπάνια. Αν και ο ήχος τους δεν ξεχωρίζει όσο σε άλλους, η παρουσία τους στη σκηνή είναι σβέλτη και εκρηκτική. Αντιπροσωπεύουν τίμια τη νέα γενιά του ροκ και είναι ανίκανοι να δυσαρεστήσουν τον ακροατή. Οι βόλτες μέσα στο κοινό και η ζωηρή νωχελικότητα της φωνής του Johnny Borrell απέδωσαν και ικανοποίησαν τους απανταχού χορεύοντες παρόντες.

Πραγματικός εξωγήινος για τη σημερινή μουσική, η Amy Winehouse ήταν μια από τις πιο ενδιαφέρουσες παρουσίες της ημέρας. H trash diva έκανε τον κόσμο να ανυπομονεί. Εμφανίστηκε ανάμεσα σε μια εξαμελή soul / jazz / R&B ορχήστρα, της οποίας το ύφος έφερνε στο νου κάποια δεκαετία από τις πρώτες που συνοδεύτηκαν με απόστροφο και τελικό σίγμα. Εμφανέστατα μεθυσμένη και δη χαρωπή (εμ, δεν πήγε για Rehab!), μάγεψε με τη φωνή της και το σκέρτσο της. Τι κι αν τα βλέφαρά της έγερναν από τη ζάλη, το βλέμμα της είναι υποβλητικό και κτηνώδες. Η Κυρία δεν επιδιώκει το επιτηδευμένο groove. Προτιμά τη μελωδία και έχει δίκιο. Προσωπική λατρεία για το “My Tears Dry On Their Own”, ενώ εκείνη χαμογελά παιχνιδιάρικα στον “μικρό” που ήρθε να αλλάξει το άδειο της ποτήρι.

Λαχανιασμένος σαν άλλος Λούης, μοίρασα το χρόνο μεταξύ Klaxons και Snow Patrol. Οι μεν αποδίδουν έξοχα ένα μάλλον πιο γυναικείο χορευτικό pop / rock - όμως εγώ δεν κατάφερα να μπω στο νόημα. Πιο σκοτεινοί απ' ότι θα περίμενα, αλλά λιγότερο “μυστηριώδεις” απ' ότι στα clip τους. Δεν επέμεινα και αν έκανα λάθος, κακό δικό μου. Οι δε Ιρλανδο-Σκοτσέζοι αμαξοκυνηγοί Snow Patrol ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Λουσμένοι με τη χύτρα του αγγλοσαξονικού indie, ξετρέλαναν το κοινό με τις εύπεπτες εναλλακτικές συνθέσεις τους, δίνοντας μία αίσθηση χειμάρρου σε slow motion. O Gary Lightbody έπαιξε πολύ με το κοινό. Η φωνή του αναθεώρησε την έννοια της βαρύτητας. Οι μεγατόνοι συναισθήματος, που εναπόθετε σε χιλιάδες ώμους, προκαλούσαν στιγμιαίες αργές απογειώσεις, λίγα εκατοστά πάνω από το έδαφος. Περιέργως, μου δημιούργησε μια έντονη δίψα για πολλή μπύρα, την οποία δεν παρέλειψα να ικανοποιήσω.

Με τα βίας πρόλαβα να ανακαλύψω τους δυναμικότατους Βέλγους electro-rockers Goose. Η ευχάριστη electro πλευρά τους αναμειγνύεται ξεσηκωτικά με το ροκ στοιχείο, αλλά κάποιο λάκκο έχει η φάβα. Αργότερα, ένας Φλαμανδός φίλος μου αποκάλυψε πως ξεκίνησαν την καριέρα τους ως AC/DC cover band.

Επιστρέφοντας στην κεντρική σκηνή τη βρήκα ειδικά διαμορφωμένη, στολισμένη με πολλά λουλούδια και μια τεράστια επιγραφή: Killers. Πριν προλάβω να ειρωνευτώ, ξεχύθηκαν στη σκηνή σαν ψυχοπαθείς οι τέσσερις πιο Βρετανοί των Αμερικανών. Εμφανώς ο ενδυματολόγος τους είναι ναρκομανής. Η έναρξη λύνει τους μυες των σιαγώνων για πολλή ώρα. Τα τραγούδια τους ξετρελαίνουν το πλήθος. Το μάτι του τραγουδιστή Brandon Flowers γυαλίζει διεστραμμένα και οι εναλλαγές στην ένταση είναι αποτελεσματικότατες. Παρά τις δύο μικρές διακοπές στον ήχο, η γιορτή συνεχίζεται. Ο Flowers επιτίθεται μελωδικά με κάθε τρόπο, στο συνθεσάιζερ, στο πιάνο, ακόμα και στο (δεύτερο) μπάσο στο “For Reasons Unknown”. Τόσα πολλά δυνάμει singles σε δύο μόνο άλμπουμ δημιουργούν την υποψία για μια υπέρλαμπρη μελλοντική εξέλιξη, αν η τρέλα τους δεν τους κάψει.

(Τα πολλά) Υπολειπόμενα σχήματα της ημέρας: Peter Gabriel, Keane, The Chemical Brothers, The Bravery, The Hold Steady, Blonde Redhead, Arno, The Good, the Bad and the Queen, LCD Soundsystem και Heideroosjes.

Μέρα τέταρτη - Κυριακή, 1 Ιουλίου

Με την αίσθηση ότι πέρασα μήνες στο χώρο του φεστιβάλ, η τελευταία μέρα του αποτελεί πρόκληση για την αντοχή μου, δεδομένης της πλούσιας αφίσας της. Η εμφάνιση των !!! (επικρατούσα προφορά: “τσκ-τσκ-τσκ”) σημαδεύεται από ένα ατύχημα, καθώς η βάση του μικρόφωνου τραυμάτισε ένα μέλος της ασφάλειας. Παρά τα αίματα και την ανησυχία, το σετ ήταν ευχάριστο και ενδιαφέρον, καθότι το πρωτοποριακά χαώδες funky ύφος τους προκαλούσε χορευτικές διαθέσεις στον υπερμαστοφόρο πληθυσμό. Το πέρασμα στη μικρή σκηνή με τους Cold War Kids ήρθε χωρίς σοκ, αλλά η εμφάνισή τους ήταν μάλλον άοσμη και σίγουρα καταλληλότερη, για να αποδώσει, υπό τη χτιστή σκεπή ενός κλαμπ.

Το σοκ ήρθε από την επιστροφή στην κεντρική σκηνή για τους σκληρόπετσους Mastodon. Με αρκετά καλό ήχο (επιτέλους!) επέβαλαν ασήκωτα riffs και τζαζοτραφείς τυμπανοκρουσίες στους επί το πλείστον ανύποπτους φεστιβαλιστές. Η πολυπλοκότητα ακούγεται αβίαστη. Έντονοι μορφασμοί σκιαγραφούν το πάθος.

Στο Pyramid Marquee οι Άγγλοι Maximo Park εξαπολύουν έναν από τους πιο ισορροπημένους ήχους του σύγχρονου indie. Έχουν τη μαγική ικανότητα να σου δίνουν την αίσθηση ότι παίζουν σε κλειστό χώρο. Ντυμένος στα μαύρα και φορώντας bowler καπέλο, ο Paul Smith είναι cult φιγούρα και καταφέρνει να πλησιάζει πραγματικά τους ακροατές. Δεν θα ορκιζόμουν ποτέ πως οι Maxïmo Park θα μπορέσουν φτάσουν στην κορυφή, αλλά σίγουρα είναι από τις αξιοπρεπέστερες μπάντες.

Εν συνεχεία, οι πιο ροκάδες της αγγλικής indie σκηνής, οι ελπιδοφόροι The Kooks έχουν την τύχη να κατευθύνονται από τον υπνωτικά hip νεαρό κύριο Luke Pritchard. H μουσική τους είναι λυτή, αλλά πλούσια. Περιφέρεται μεταξύ νευρικού εναλλακτικού κύματος και ισοπεδωμένου ροκ, με απρόσμενα ηφαίστεια seventies και την πιο εφηβική φωνή. Όμως, ο ηλεκτρισμός γειώνεται από σκόρπιες ομάδες του κοινού. Ο Pritchard θα πει “My God! What a shitty crowd!”.

Η επαφή με το κοινό επανακτάται από τους Αμερικανούς Interpol, πρωτεργάτες του garage rock revival της νέας χιλιετίας. Ομολογώ πως η τζοϋντιβιζιονοσύνη του ήχου τους δεν με σκλαβώνει, παρά ταύτα ο ενθουσιασμός του κόσμου είναι δικαιολογημένος. Παράλληλα, στη δεύτερη σκηνή, ο μελιστάλακτος θρύλος της R&B John Legend, σε παραδοσιακό soul crooner ύφος, ξυπνούσε ζωώδεις πηγές ορμονών στο θηλυκό μερίδιο του πλήθους και ακόμη πιο ζωώδεις διαθέσεις στους επίδοξους “καβαλιέρους”.

Οι Καλιφορνέζοι Incubus ξεκίνησαν το σετ τους με δυνατά τραγούδια και κάτω από δυνατή βροχή. Ο λείος αμερικανικός ήχος του ροκ τους ήταν αποδοτικός, ενώ ο γιγάντιος χώρος του φεστιβάλ είχε γεμίσει ασφυκτικά και περισσότερο από κάθε άλλη μέρα. Η φωνή του Brandon Boyd παρείχε κάτι από Cornell, χωρίς όμως να ξεχωρίζει από το κοινότυπο υπερατλαντικό στυλ. Στη συνέχεια της εμφάνισης το τέμπο έπεσε και συνειδητοποίησα έκπληκτος πως η ηλιοκαμένη ραδιοφωνίζουσα ατμοσφαιρικότητα ταιριάζει περισσότερο στο βροχερό καιρό, παρά στο πολιτειακό κλήμα προελεύσεως. Τι να πεις...

Ο τεράστιος Ιρλανδός μουσικοσυνθέτης Damien Rice κατέλαβε το Pyramid Marquee, καθηλώνοντας τους παρόντες. Η συγκλονιστική φωνή του και το ονειρικό του πιάνο γεννούσαν μια θηριώδη μοναξιά. Το τραγούδι των γύρω γινόταν μακρινή βοή και απαλές παρωπίδες ανεδείκνυαν τον πιο ανθρώπινο εγωκεντρισμό. Είχα πιει και κάτι μπύρες. Τα αναμενόμενα ακουστικά κομμάτια με κιθάρα δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από τα έντονα ξεσπάσματα. Σαν χρυσός, λιβάνι και σμύρνα, το μεγαλειώδες “The Blower's Daughter” εμπλουτίστηκε από ένα αρκετά εκτενές και άριστα ερμηνευμένο πέρασμα του “Creep” των Radiohead.

Δεκάδες χιλιάδες μπλουζάκια με την ίδια λέξη. Δεκάδες τατουάζ της ίδιας λέξης. Άγνωστοι σηκώνουν το δείκτη και τον μικρό και φωνάζουν ο ένας στον άλλο την ίδια και αυτή λέξη. Κι ενώ αντηχεί το “Ecstasy Of Gold”, ούτε βουδιστής μοναχός δε θα ρωτούσε τι συμβαίνει. Οι Metallica είναι οι αυτοκράτορες του heavy metal και η ψυχή του rock 'n' roll. Πιο πιστοί κι από τους ντόπιους φεστιβαλιστές, εμφανίστηκαν για έκτη φορά στο Rock Werchter (δεύτερη για τον Robert Trujillo), υποσχόμενοι πως αυτή θα είναι η καλύτερη.

Σκαστοί από το στούντιο ηχογράφησής τους, δεν είχαν νέα τραγούδια να παρουσιάσουν. Όπως και στην υπόλοιπη περιοδεία τους, ανέπτυξαν ένα σετ στηριγμένο κυρίως στα πέντε πρώτα άλμπουμ. Ξεκίνησαν με το “Creeping Death”, από το οποίο δε θυμάμαι τίποτα, εξαιτίας μιας στιγμιαίας απώλειας πνευματικής υγείας. Η αντίδραση του κόσμου ήταν άμεση και βροντερή. “For Whom The Bell Tolls”, και η κόλαση αγάλλεται. “Ride The Lightning” και “Disposable Heroes” και αγωνίζομαι να πιστέψω πως είμαι ξύπνιος. “Welcome Home (Sanitarium)” κι όσοι έχουν στόμα τραγουδούν. Οι Metallica φεύγουν από τη σκηνή και ακούγεται ηχογραφημένη η εισαγωγή του "...And Justice For All". Στο πρώτο συμπαγές riff τα φώτα ανάβουν και οι αγαπημένοι αλητάμπουρες είναι εκεί και δημιουργούν ένα μανιώδες τικ σε όλο το κοινό. Πίσω το κεφάλι - μπρος το κεφάλι, επαναλάβατε. Μες στο ρυθμό παρακαλώ. Aκολουθεί το πιο πρόσφατο (ναι, αισίως δεκαετές) "The Memory Remains". Ενώ χιλιάδες βαρεμένοι γύρω μου τραγουδούν κάθε λέξη, σ' αντίθεση με το αντίστοιχο ελληνικό κοινό, αυτοί εδώ μου επιτρέπουν να ακούω και τους Metallica - πράγμα για το οποίο πλήρωσα. "Τhe Four Horsemen" με αδυσώπητη λύσσα στο riff. “Orion” και χειροκρότημα για τον Trujillo, που αποδεικνύει πως δε βρέθηκε τυχαία σ' αυτή τη σκηνή. Ο James Hetfield μονολογεί «God bless Cliff Burton». “Fade To Black” και “Master Οf Puppets” και ο Hetfield φωνάζει με αμίμητη αμερικανική προφορά: “Hoo-Rah”. Σιωπή ενός δευτερολέπτου και σείεται η γη καθώς ορδές Φλαμανδών βαρβάρων απαντούν “Ου-ρρρρρα”. Μάλιστα! Αυτοί εκεί πάνω και αυτοί εδώ κάτω γνωρίζονται καλά. Ταχύτατο “Whiplash” και το κυρίως σετ τελειώνει.

Επιστροφή με “Sad But True” και όλοι ξέρουν πως αύριο θα είναι πιασμένοι. Εξαιρετικό “Nothing Else Matters” και σεισμικό “One” με τα γνωστά εκρηκτικά εφέ. “Enter Sandman” και οι Metallica αποχαιρετούν. Ο προγραμματισμένος χρόνος τους έχει τελειώσει, αλλά ο πελάτης θέλει κι άλλο. Οι τέσσερις πρωταγωνιστές επιστρέφουν με εμφανή συγκίνηση, αλλά παίζουν με τα νεύρα του κόσμου. “Δε μπορείτε να μαντέψετε τι θα παίξουμε τώρα. Εγώ όμως ξέρω! Δεν είναι καταπληκτική αυτή η στιγμή;” κι ακολουθούν κολασμένα τα “Last Caress” και “Seek And Destroy”. Φεύγοντας, ο Hetfield δηλώνει πως θα ξανάρθουν με νέο άλμπουμ και πως θα ήθελε να πάρει αυτό το κοινό μαζί του στο επόμενο gig. Τραγική ειρωνεία, γιατί δεν φανταζόταν τι τον περιμένει στο Rockwave.

Το πρόγραμμα του Pyramid Marquee κλείνει με τη συναρπαστική παρουσία της Tori Amos. Γυναίκα όσο η Εύα. Μουσική φλογερή, διεγερτικά ατμοσφαιρική. Καθισμένη στο πιάνο όπως κανένας άλλος, δεν επιχειρηματολογεί. Κρατάει τα ηνία εκείνη και 'μεις σαν υπνωτισμένοι απλά κινούμαστε ρυθμικά.

Το φεστιβάλ φτάνει στο τέλος του και η κοινή διάθεση έχει μετατρέψει τη συναυλία σε πάρτι. Αδιαμφισβήτητα καταλληλότεροι γι' αυτό το ρόλο οι αριστοτέχνες της dance Faithless. Ακούσματα γεννημένα από αληθινά όργανα και ρυθμική εισβολή χαρισμένη απλόχερα από αληθινούς καλλιτέχνες. Γύρω μου, χιλιάδες φεστιβαλιστές -ακόμα κι όσοι φορούσαν τα ιδρωμένα μπλουζάκια των Metallica- χορεύουν σαν ανδρείκελα. Ο Maxi Jazz καλεί τον κόσμο να τραγουδήσει στο “We Come 1” σηκώνοντας το δείκτη. Αυτή είναι η γλυκιά γεύση που αφήνει το Werchter. Γινόμαστε “ένα”. Όλη η μουσική είναι “ένα”.

Υπολειπόμενα σχήματα της ημέρας: Stijn, Frank Black και The Australian Pink Floyd Show.

  • SHARE
  • TWEET