Duff McKagan

Lighthouse

RockaRolla (2023)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 15/11/2023
Ένα παιδί από το Seattle που μεγάλωσε ακούγοντας punk rock
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Οι περισσότεροι αναγνώστες αυτού του site πιθανότατα κάτι θα έχουν διαβάσει ή θα έχουν ακούσει σχετικά την ιστορία που ένα ταλαντούχο, αλλά και ιδιαίτερο παιδί από την πολιτεία της Indiana κι ένας punk rocker από το Seattle βρέθηκαν με κάτι άλλα ρεμάλια κάπου στο Los Angeles, κι έφτιαξαν μια μπάντα που άλλαξε το ρου της rock μουσικής. Αν και το μεγαλύτερο επίτευγμά τους ήταν μάλλον ότι κατάφεραν να παραμείνουν ζωντανοί…

Στις σελίδες αυτής της ιστορίας μπορεί το περισσότερο μελάνι να έχει σπαταληθεί για τον Axl ή τον Slash, αλλά όλοι όσοι έχουν ασχοληθεί έστω και στοιχειωδώς με τους Guns N’ Roses γνωρίζουν πόσο σημαντικός και κομβικός υπήρχε πάντα ο ρόλος του ξανθού μπασίστα από το Seattle, του τύπου που έβαζε το punk στοιχείο στην εξίσωση της μπάντας.

Τα πεπραγμένα του με τους Guns N’ Roses είναι γνωστά, όμως ο Duff κατά την 23ετή απουσία του από αυτούς έχει δημιουργήσει κι έχει συμμετάσχει σε πάμπολλα project. Με εξαίρεση τους Velvet Revolver που φαντάζομαι οι περισσότεροι αναγνωρίζουν, οι πιο δημοφιλείς του δουλειές αφορούν στους Loaded και στους Walking Papers, οπότε είναι αντιληπτό ότι δεν ήταν το εμπορικό κριτήριο η βασική του προτεραιότητα. Διότι, μπορεί κάποιος να πει ότι είναι ένας ζάμπλουτος rock star, αλλά ποτέ δεν έδωσε δικαίωμα καλλιτεχνικά να αμφισβητηθεί ότι ήταν πάντα ένας punk rocker στην καρδιά…

Ανάμεσα στα διάφορα project, ο Duff έχει κυκλοφορήσει και δυο προσωπικά άλμπουμ, ένα το μακρινό 1993 ("Believe In Me") κι ένα το κοντινό 2019 ("Tenderness") χωρίς κάποιο από τα δυο να καταφέρει να ακουστεί πολύ έξω από τον κύκλο των οπαδών που τον ακολουθούν πιστά ανά τα χρόνια. Με το "Tenderness" φάνηκε πιο ξεκάθαρα ότι σκοπεύει να χρησιμοποιήσει το solo project του ως όχημα προσωπικής έκφρασης, μουσικά και στιχουργικά, με τραγούδια που έχουν ως ραχοκοκαλιά την συνήθως γρεζαρισμένη, χαρακτηριστική φωνή του και την ακουστική του κιθάρα. Και σε αυτό το μονοπάτι συνεχίζει με το "Lighthouse".

Ο πάντα αγαπητός Duff πρωτίστως θέλει να μιλήσει για τα θέματα στα οποία έχει κατασταλάξει ότι είναι σημαντικά για αυτόν, είτε σε προσωπικό επίπεδο ("Lighthouse", "I Just Don’t Know"), είτε τον ενοχλούν γύρω του ("I Saw God On 10th St.") και το κάνει άλλοτε με πιο χαλαρή κι αφηγηματική διάθεση κι άλλοτε πιο ηλεκτρισμένα, πιο punkικα αν μπορούμε να το πούμε έτσι. Και αρκετά συχνά κινείται κάπου ενδιάμεσα, θυμίζοντας ότι είναι απλά ένα παιδί από το Seattle που μεγάλωσε ακούγοντας punk rock…

Βλέπεις, η χροιά της φωνής του και ο ερμηνευτικός του τρόπος δεν αφήνουν περιθώρια αμφισβήτησης για τις μουσικές καταβολές του, αλλά την ίδια στιγμή η εσωστρέφεια και η μελαγχολία που βγάζουν οι συνθέσεις του μαρτυρούν και την καταγωγή του. Για παράδειγμα, από τη μέση και μετά το εναρκτήριο, ομότιτλο τραγούδι θα μπορούσε να έχει γραφτεί από τον παλιόφιλο και συντοπίτη του Jerry Cantrell. Αλλά θα φτάσουμε και σε αυτόν πιο μετά…

Το πρώτο πράγμα που κατάφερε στο τρίτο προσωπικό του άλμπουμ ο Duff είναι να γράψει καλύτερα τραγούδια ή μάλλον να επιλέξει τα καλύτερα από αυτά που έγραψε για να συνθέσουν τη νέα του δουλειά. Τραγούδια σαν το "Longfeather" και το "Holy Water" είναι απτές αποδείξεις του παραπάνω ισχυρισμού, παντρεύοντας την εσωστρέφεια της ιδιαίτερης πατρίδας του και εκείνη την punk αισθητική που συνεισέφερε τόσο επιτυχημένα σε πολλά τραγούδια των GNR. Την ίδια στιγμή, όταν ηλεκτρίζει περισσότερο τον ήχο του, στις πιο ξεκάθαρα punk rock στιγμές των "I Saw God On 10th St." και "Just Another Shakedown" μοιράζεται κάτι κοινό με τον τρόπο με τον οποίο αφηγούνται τις δικές τους ιστορίες οι Rancid, πιθανότατα γιατί μοιράζονται και τις ίδιες επιρροές σε μεγάλο βαθμό. Κυρίως, όμως βγάζει μια φυσικότητα που κερδίζει τον ακροατή.

Το δεύτερο στοιχείο που λειτουργεί καλά έχει να κάνει με την επιλογή του Martin Feveryear (Mark Lanegan) στην θέση του παραγωγού, ο οποίος έχει δώσει πολύ ωραίο ηχητικό χαρακτήρα στις συνθέσεις, επιτρέποντας και στις up-tempo συνθέσεις να βγάλουν δυναμισμό, αλλά και στις (επικρατούσες) laid back στιγμές να δίνουν την αίσθηση μιας πιο οργανικής προσέγγισης που ταιριάζει στον μουσικό χαρακτήρα του Duff.

Το κερασάκι στην τούρτα έχει να κάνει με την επιλογή του να επιστρατεύσει κάποιος καλούς του φίλους και μουσικούς συνοδοιπόρους του και μάλιστα να τους αξιοποιήσει στο τελείωμα του άλμπουμ, πιθανότατα όχι τυχαία. Έτσι στο ηλεκτρισμένο "Hope" βρίσκουμε τον drummer του Paul McCartney, τον Abe Laboriel Jr. και κυρίως βρίσκουμε το φιλαράκι του το Slash να ηλεκτρίζει το τραγούδι και να κάνει τη διαφορά άμεσα με το παίξιμό του. Και στα καπάκια, έχουμε το υπέροχο "I Just Don’t Know" στο οποίο τον Duff συνοδεύει με την ακουστική του κιθάρα ο Jerry Cantrell των Alice In Chains. Αμφότερα είναι τραγούδια που μονομιάς ξεχωρίζουν. Και για το τέλος υπάρχει ένα outro/reprise του εναρκτήριου τραγουδιού στο οποίο δανείζει την φωνή του κάποιος Iggy Pop, έστω κι αν απλά μόνο μιλάει για λίγο.

Εν τέλει, ο Duff καταφέρνει με το τρίτο προσωπικό του άλμπουμ να προσφέρει μια από τις καλύτερες (προσωπικές) δουλειές του, εξελίσσοντας και βελτιώνοντας αυτό που ξεκίνησε πριν τρία χρόνια με το "Tenderness". Με τις όποιες ιδιαιτερότητες φέρει η ερμηνευτική του προσέγγιση, εδώ κερδίζει τις εντυπώσεις όχι μόνο με την αμεσότητα και την ειλικρίνεια που ούτως ή άλλως πάντα τον χαρακτήριζαν ως καλλιτέχνη, αλλά και με την συνθετική του ικανότητα, καθιστώντας το "Lighthouse" ως κι ευχάριστη έκπληξη.

  • SHARE
  • TWEET