Amenra

De Doorn

Relapse (2021)
Από τον Αντώνη Καλαμούτσο, 22/06/2021
Οι Amenra επιχειρούν μερική αλλαγή πλεύσης και, χωρίς να φτάνουν στα επίπεδα των αριστουργημάτων τους, παραδίδουν ένα ακόμα άλμπουμ-βίωμα
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Όσοι γνωρίζουν κάποια βασικά γύρω από την ψυχοθεραπεία, ίσως έχουν υπόψη τους τη σχέση έρωτα που καλλιεργείται εντέχνως ανάμεσα στον θεραπευόμενο και τον θεραπευτή, με μόνο φυσικά διακύβευμα την τελική θεραπεία-κάθαρση. Λίγες μπάντες στον χώρο του metal έχουν χτίσει μια τόσο έντονη ψυχολογική σχέση με τους οπαδούς τους όσο οι Amenra. Κάτω από τον βαρύγδουπο παλμό της μουσικής τους, ο πόνος ενώνει τις ψυχές και τις οδηγεί στη λύτρωση. Οι φίλοι των Amenra εμπιστεύονται τυφλά αυτήν τη διαδικασία και το ίδιο θα πράξουν και τώρα, ακόμα κι αν το έβδομο full length της κολεκτίβας από το Kortrijk του Βελγίου σηματοδοτεί κάποιες αλλαγές στην τέχνη τους.

Αυτός είναι ο πρώτος δίσκος των Amenra που δεν αποτελεί μια Λειτουργία (Mass). Στη θέση της, θα βρούμε ένα αγκάθι (De Doorn), λέξη που χρησιμοποιείται εδώ από την μπάντα απογυμνωμένη από τους θρησκευτικούς της συνειρμούς. Λένε λοιπόν οι ενδείξεις ότι η πνευματικότητα ίσως και να αποκόπτεται από τη μουσική τους; Θα βρει κανείς στη θέση της ένα σκληρότερο ρεαλισμό, κάτω από τον ορισμό και το σκήπτρο του πόνου; Η απάντηση δεν είναι απλή και η δεύτερη μεγάλη διαφοροποίηση του "De Doorn" από το παρελθόν προσθέτει μια νέα διάσταση: όντας το πρώτο τους άλμπουμ με στίχους αποκλειστικά στη μητρική φλαμανδική τους γλώσσα, ο δίσκος στοχεύει προφανώς σε κάτι πιο φυσικό, ρεαλιστικό και ποιητικό ταυτόχρονα.

Νομίζω πως η ποιητικότητα είναι η λέξη-κλειδί. Είναι η λέξη που επεξηγεί καλύτερα, όχι μόνο το γεγονός ότι οι Amenra ακούγονται λιγότερο extreme από ποτέ, αλλά και τις αιτιάσεις πίσω από αυτή την αλλαγή. Πιστεύω ότι η κολεκτίβα αισθάνεται ότι μετά από τα έξι Mass άλμπουμ της, ο κύκλος της σφοδρής σκληρότητας ίσως έκλεισε κι ότι πρέπει να επέλθει μια ανανέωση/αναχώρηση. Κρατώντας πολλά από τα χαρακτηριστικά τους ακέραια, οι Amenra μοιάζουν να βάζουν πλώρη για νέους, πιο αφηγηματικούς και ατμοσφαιρικούς ορίζοντες. Πάντα να επαινείς αυτούς που τολμούν να αναχωρούν.

Φυσικά, η μουσική παραμένει πρωτίστως βαριά και βλοσυρή. Τα ξεσκισμένα φωνητικά του Colin H. Van Eeckhout είναι ακόμα ικανά να σου ματώσουν την ψυχή και να σου στεγνώσουν το στόμα, στο άλμπουμ όμως υπάρχουν και μια σειρά από εκτεταμένες, σχεδόν κινηματογραφικές απαγγελίες, συχνά πατώντας σε μέρη που φλερτάρουν με ambient τεχνοτροπίες. Αυτό το στοιχείο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αρκετά από τα riffs είναι μπολιασμένα με γερή μελωδικότητα - είναι εμφανές ότι οι πρόσφατες ακουστικές τους αναζητήσεις έχουν αφήσει το στίγμα τους - κάνουν τους Amenra να ακούγονται πιο post metal από ποτέ. Ένα post-metal που όμως δεν μοιάζει να σκορπιέται σε ρομαντικά ονειρέματα αλλά να φαντάζεται ξανά τον κόσμο σαν να είναι ασπρόμαυρο πλάνο του Bela Tarr ή εξώκοσμο ποίημα του Tarkovsky.

Δεν κρύβω ότι αρχικά το άλμπουμ δεν με έπεισε κι ότι άργησε να με αγγίξει. Κι αν το εκπληκτικό "De Evenmens" με είχε γραπώσει από την αρχή, με την ωραία του ανάπτυξη, τα μελωδικά φωνητικά και της βόρειας φυσιογνωμίας ανάταση που επιφυλάσσει στο φινάλε, στο υπόλοιπο άλμπουμ εντόπιζα ζητήματα ροής. Τα "Het Gloren" και "Voor Immer", τα δύο δηλαδή δωδεκάλεπτα tracks που ολοκληρώνουν το άλμπουμ, έχουν περίεργα - για την μπάντα - σκαμπανεβάσματα κι όχι καθαρά συναισθηματικά κρεσέντο. Το δε "De Dood In Bloei", τοποθετημένο δεύτερο στον δίσκο, είναι λίγο καλύτερο από ατόπημα: δεν είναι άσχημο ως ένα ambient track με μια απλή απαγγελία αλλά, ας μην κοροϊδευόμαστε, αν ψάχνεις ambient και ποίηση υπάρχουν άπειρες και πολύ πιο κατάλληλες μπάντες από τους Amenra.

Αρκετές ακροάσεις μετά όμως, το "De Doorn" άρχισε να γίνεται πιο καθαρό ως προς τους σκοπούς του: ο κύκλος από τον πόνο ως τη λύτρωση δεν ολοκληρώνεται εδώ σε κάθε σύνθεση ξεχωριστά αλλά μάλλον στην ολότητα του άλμπουμ. Ένας κύκλος που ξεκινάει αργά από το αντιπολεμικό "Ogentroost" - track με ιδιαίτερα αργό βηματισμό κι έναν πολύ εσωστρεφή σπαραγμό - και ολοκληρώνεται στο εμβατηριακό groove στο τέλος του "Voor Immer". Τα πραγματικά βαριά riffs του προαναφερθέντος και του "Het Gloren" δεν αποτελούν κορυφώσεις των τραγουδιών αλλά ολόκληρου του δίσκου. Υπάρχει λοιπόν μια θεματική κι αισθητική συνοχή που γίνεται περισσότερο αντιληπτή καθώς βλέπεις το "De Doorn" στη μεγάλη του εικόνα, και αν το αντιληφθείς έτσι τότε το άλμπουμ μοιάζει σχεδόν σύντομο, σαν να υπάρχουν ακόμα πολλά να ειπωθούν.

Κι αν το μόνο πραγματικό κριτήριο για το αν ένα άλμπουμ είναι πολύ καλό είναι το αν συνοδεύεται από ανατριχίλες τότε, ναι, το "De Doorn" είναι ένα πολύ καλό άλμπουμ. Μπορεί οι ανατριχίλες του να έχουν μικρότερη ένταση και διάρκεια από προηγούμενα αριστουργήματα των Amenra όμως υπάρχουν, μαζί με μια νεογέννητη (σχετική) πολυχρωμία, αντίστοιχη των μεγάλων Φλαμανδών δασκάλων της ζωγραφικής. Πολλά στηρίζονται πάνω στους ώμους του απρόσμενου αστεριού του άλμπουμ, της Caro Tanghe των Oathbreaker, η φωνή της οποίας βρίσκεται διασκορπισμένη σε όλα τα tracks και υψώνει μη-φανερές αντιθέσεις με την ψυχωμένη ερμηνεία του Colin. Αφουγκραστείτε αυτόν τον διάλογο ανάμεσα στις φωνές, είναι κλειδί για την απόλαυση του "De Doorn".

Είναι ασφαλές να πούμε ότι το "De Doorn" δεν θα θεωρηθεί το καλύτερο άλμπουμ των Amenra. Είναι όμως ένα ακόμα εξαιρετικό άλμπουμ, το έβδομο στη σειρά, από ένα γκρουπ που δείχνει τη διάθεση να κάνει ένα βήμα μπροστά, προσπαθώντας ταυτόχρονα να διατηρήσει τα βασικότερα αισθητικά του κεκτημένα. Θεωρώ ότι τα καταφέρνει, ανοίγοντας ταυτόχρονα έναν πλατύτερο δρόμο για το μέλλον τους, ένα μέλλον στο οποίο η κάθαρση μπορεί να εμπεριέχει και στοργή. Κι αν δεν φουντώνει παραπάνω, ο έρωτας ανάμεσα σε εμάς και τους Amenra δεν κινδυνεύει από το "De Doorn".

Bandcamp 

  • SHARE
  • TWEET