Volbeat

Rewind, Replay, Rebound

Universal (2019)
Από τον Χρήστο Καραδημήτρη, 05/08/2019
Στο έβδομο άλμπουμ τους οι Volbeat συνεχίζουν να εστιάζουν στη μελωδική πλευρά τους, γράφοντας τραγούδια που υποστηρίζουν εξαιρετικά τη μουσική τους εξέλιξη
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Όταν είχα την ευκαιρία να ρωτήσω τον Michael Poulsen αν η εστίαση στην πιο μελωδική/εμπορική τους πλευρά, στο "Seal The Deal & Let's Boogie" ήταν μια συνειδητή απόφαση ή κάτι που προέκυψε κατά τη συνθετική διαδικασία, η απάντησή του κινούταν μεταξύ ήπιου εκνευρισμού και μιας απορίας «τι με ρωτάει αυτός τώρα;», σαν να μην αποδεχόταν ότι αυτό ισχύει. Ακούγοντας πλέον το "Rewind, Replay, Rebound", αφού πρώτα επιβεβαιώνεται η εστίαση αυτή, καταλήγω στο συμπέρασμα πως η απάντηση είναι «και τα δυο». Ας ξεκινήσουμε, όμως, με μερικά δεδομένα, που αξίζει να έχει κάποιος κατά νου πριν προσεγγίσει τη νέα δουλειά των Δανών.

Οι Volbeat έχουν χτίσει και καθιερώσει έναν σαφή και διακριτό χαρακτήρα αναμιγνύοντας τους Metallica με τον Johnny Cash και προσθέτοντας ενίοτε τζούρες από Elvis και Social Distortion, έχοντας όμως πάντα μια γενικότερη μεταλλική επικάλυψη στον ήχο τους. Παρόλο που το σύνολο των σύγχρονων συγκροτημάτων θα πούλαγε την ψυχή του στον έξωαποδω για να αποκτήσει τόσο προσωπικό και άμεσα αναγνωρίσιμο ήχο, την ίδια στιγμή αυτό το πλεονέκτημα γίνεται κάποια στιγμή αυτοπεριοριστικό. Δομές, μελωδίες και ιδέες αναπόφευκτα επαναλαμβάνονται από ένα σημείο και μετά, κάτι που στην περίπτωση των Volbeat έγινε πιο διακριτό στο προηγούμενο άλμπουμ της μπάντας. Με ό,τι θετικό ή αρνητικό συνεπάγεται αυτό...

Επίσης, οι Volbeat είναι από τα μετρημένα στα δάχτυλα του ενός (άντε ενάμιση) χεριού σύγχρονα σχήματα στη metal μουσική που έχουν καταφέρει να κάνουν ένα ουσιαστικό εμπορικό breakthrough, γεμίζοντας αρένες στις Η.Π.Α. και παίζοντας ως headliners σε μεγάλα φεστιβάλ της Ευρώπης. Κοινώς, έχουν αρχίσει να γίνονται ένα household όνομα, που από πίσω του δημιουργεί όλο και περισσότερες «επιχειρηματικές» ευθύνες. Αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό για το καλλιτεχνικό κομμάτι της μπάντας, αλλά απαιτεί περισσότερη προσοχή στις ισορροπίες και κρύβει «παγίδες». Διότι, από τη μια είναι λογικό θέλουν να διατηρήσουν ή και να αυξήσουν τα μεγέθη των κοινών στις συναυλίες, όμως από την άλλη κάθε κίνηση και επιλογή θα είναι εύκολα κρινόμενη ως προϊόν «ξεπουλήματος».

Με βάση τα παραπάνω δεδομένα και την πορεία που έχουν αρχίσει να διαγράφουν ήδη από το "Outlaw Gentlemen & Shady Ladies", το έβδομο στούντιο άλμπουμ τους μοιάζει μια φυσική συνέχεια της μουσικής των Volbeat. Ως εκ τούτου, το ζήτημα είναι να κριθεί για αυτό που είναι και όχι για αυτό που δεν είναι ή για αυτό που θα ήθελαν κάποιοι άλλοι πέραν των δημιουργών του να είναι. Και για αυτό που είναι, το "Rewind, Replay, Rebound" θεωρώ ότι στέκεται παραπάνω από αξιοπρεπώς, εκπροσωπώντας καλύτερα τον σημερινό χαρακτήρα της μπάντας σε σχέση με τον προκάτοχό του.

Όπως αναμενόταν, οι ακουστικές κιθάρες και τα αυξημένα γυναικεία φωνητικά που σε δευτερεύον ρόλο πλαισιώνουν την εξαιρετική φωνή του Poulsen συνεχίζουν να «γλυκαίνουν» τον ήχο της μπάντας και να τον κάνουν ολοένα πιο αρεστό στα γούστα του κοινού της απέναντι όχθης του Ατλαντικού, αλλά τουλάχιστον το αποτέλεσμα είναι καλοφτιαγμένο. Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι το εναρκτήριο "Last Day Under The Sun" και το κλείσιμο του "7:24" όπου αμφότερα, χωρίς να είναι κάτι το ιδιαίτερο, έχουν τα φόντα να κλέψουν λίγο παραπάνω airplay και να μεγαλώσουν ακόμα περισσότερο το status της μπάντας.

Γενικότερα, η μελωδίες και τα δυνατά ρεφρέν αποτελούν προτεραιότητα για τις συνθέσεις του άλμπουμ, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως τα δυνατά riff εκλείπουν. Απλά, σε πολλές συνθέσεις έχουν έναν ρόλο «γέφυρας», τοποθετημένα πολύ μαεστρικά κάπου στη μέση του τραγουδιού, όπως για παράδειγμα το Maidenικό πέρασμα στο καταπληκτικό “When We Were Kids” και το Metallicό πέρασμα του γαμάτου "Sorry Sack Of Bones". Αυτά τα δυο τραγούδια μαζί με το χορευτικό, ροκενρολάδικο "Die To Live" (με την πολύ ταιριαστή συμμετοχή του Neil Fallon των Clutch), αλλά και το μελωδικό/μελαγχολικό "Rewind The Exit" αποτελούν υπέροχα τραγούδια, τα καλύτερα του άλμπουμ, και ενδεικτικά της συνθετικής ποιότητας των σημερινών Volbeat.

Παράλληλα, θετικό πρόσημο δίνουν κάποιες ακόμα συνθέσεις, σαν το "Cloud 9" (που έχει κι αυτό ένα πολύ δυνατό μεσαίο σημείο), το αφιερωμένο στο Peaky Blinders, "Cheapside Sloggers" (με συμμετοχή του Gary Holt των Slayer και Exodus) και φυσικά το ένα και μοναδικό τόσο heavy/Metallica τραγούδι του άλμπουμ, το "The Everlasting" που αποδεικνύει ότι η μπάντα κακώς δεν συνεχίζει να επενδύει περισσότερο σε αυτή την πλευρά της. Επίσης, θεωρώ ότι αξίζει να γίνει αναφορά στα εξαιρετικά lead που συνεισφέρει στις περισσότερες συνθέσεις ο Rob Caggiano, καθώς είναι και tasty και ακριβώς αυτό που χρειάζεται.

Στις δεκατέσσερις συνθέσεις του άλμπουμ είναι σχεδόν αναπόφευκτο να μην υπάρχουν και κάποιες που δεν προσωπικά δεν με συγκινούν ιδιαίτερα ("Leviathan", "The Awakening Of Bonnie Parker" ή τα άκυρα 38 δευτερόλεπτα του "Parasite") χωρίς να τις βρίσκω ενοχλητικές ή κακές, κάτι που δεν μπορώ να ισχυριστώ για το "Pelvis On Fire" που μου φαίνεται αχρείαστο αναμάσημα/ξεπατίκωμα ιδεών (Elvis και "Sad Man’s Tongue") και όντας δεύτερο κομμάτι του άλμπουμ θεωρώ πως κάνει κακό στη ροή του. Αλλά, εν τέλει δεν καταφέρνουν να αλλοιώσουν τη θετική γεύση που αφήνει συνολικά το άλμπουμ.

Έχοντας την επίγνωση ότι στη χώρα μας μεγάλη μερίδα των rock/metal οπαδών δεν συμμερίζεται την άποψη που έχει ο υπόλοιπος κόσμος για την αξία των Volbeat και πως με την κατεύθυνση που έχουν ακολουθήσει έχουν ξενερώσει ένα ποσοστό των «παλιών» οπαδών τους, η εύκολη και σχετικά επιφανειακή ετυμηγορία για το "Rewind, Replay, Rebound" θα ήταν να χαρακτηρισθεί ως «απογοητευτικό» ή «μέτριο». Ακούγοντας, όμως, το άλμπουμ και εκτιμώντας το για αυτό που είναι, δεν μπορώ να συμμεριστώ αυτή την άποψη, αλλά αντιθέτως, μπορώ να πω ότι βρίσκω κάμποσα εξαιρετικά τραγούδια και εν τέλει δηλώνω πλήρως ικανοποιημένος, έστω κι αν οι Volbeat δεν πιάνουν πλέον τα standard των άλμπουμ που τους καθιέρωσαν.

  • SHARE
  • TWEET