The Dive

The Dive

Spinalonga (2011)
Από την Εριφύλη Παναγούλια, 06/09/2011
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Απ' ό,τι δείχνουν τα φαινόμενα, ήρθε η ώρα για την μουσικόφιλη Ελλάδα να ανακαλύψει το grunge. Λίγο ετεροχρονισμένα, θα έλεγα, γιατί αν κοιτάξουμε πίσω, δεν είναι και λίγα τα είκοσι χρόνια καθυστέρησης. Παρ' όλα αυτά έχουν αρχίσει να ξεπηδούν εγχώρια συγκροτήματα, που όντως υπηρετούν το είδος επάξια σε επίπεδο δημιουργικότητας και μουσικής παραγωγής. Λίγο η παρουσία των Monovine στο φετινό Ejekt, λίγο οι «περί ων ο λόγος» The Dive, αποδεικνύουν έμπρακτα ότι μία μικρή φωτιά, που άναψε πριν από χρόνια στο Seattle, καίει ακόμα εδώ. Κι όχι μόνο.

Συνήθως όταν μιλάμε για τις εγχώριες alternative-indie ξεχωριστές κυκλοφορίες αναφερόμαστε σε συγκροτήματα που προέρχονται από την Πάτρα. Οι The Dive, όμως, παραδόξως κατοικοεδρεύουν στην Αθήνα κι αγαπούν τόσο το grunge, ώστε να μοιράζονται το όνομά τους με το ομότιτλο τραγούδι των Nirvana. Άρα ξεπερνάμε τα όρια του τυχαίου και το θετικότερο σε όλο αυτό που προσπαθούν να κτίσουν με το άλμπουμ τους είναι ότι δεν εμμένουν απλά στο να αναπαράγουν χιλιοπαιγμένα riff και άτεχνες παραμορφώσεις, παρόλο που καταπιάνονται με ένα είδος που έχει διαγνωστεί ως νεκρό εδώ και χρόνια. Αντίθετα μάλιστα. Αντλούν την έμπνευσή τους από τις επιρροές τους και περιπλέκουν τις μουσικές τους με το '70s rock, σκληρές stoner μπασογραμμές και αρκετές ηχητικές πινελιές από τις χαρακτηριστικές μουσικές των Tool. Όλα αυτά μαζί κάνουν τους Dive να παρουσιάσουν ένα άλμπουμ ολοκληρωμένο μουσικά, βουτηγμένο στην έμπνευση. Η μίξη του, όπως σημειώνεται και στην αρκετά πρωτότυπη συσκευασία του άλμπουμ, έχει γίνει όπως τον παλιό καλό καιρό. Χωρίς εκατοντάδες track clips, overdubs και εμμονή στην επεξεργασία, οι Dive καταφέρνουν να μεταφέρουν στα αυτιά μας τη γνησιότητα των ήχων τους.

H απαρχή του άλμπουμ γίνεται με το "Fresh Blue Coffee" και τη γεύση που μπορεί να έχει ο καφές μέσα στα λίγα τετραγωνικά ενός κρατητηρίου. Ακουστικά πάντως το κομμάτι έχει τη γεύση του "About A Girl" των πρωτοστατών του Seattle. H συνέχεια μάς διαφυλάσσει μία πιο "Lateralus" και prog πλευρά των Dive, με το μπάσο να συμπρωταγωνιστεί στο βασικό riff και να είναι αυτό που συναινεί και παραπέμπει στη ρυθμική ασυνέχεια, που συνήθως προβάλλεται ως ηχητική σφραγίδα των Tool. Πάντως, μπορεί οι παραπομπές στις επιρροές τους να είναι συχνά εμφανείς, σε καμία περίπτωση όμως δεν έχουμε να κάνουμε με στυγνή αντιγραφή ήχων από το μέρος του αθηναϊκού συγκροτήματος. Πρέπει να συμβιβαστούμε πλέον. Παρθενογένεση στη μουσική είναι πολύ δύσκολο, ως ακατόρθωτο, να υπάρξει. Αυτό που έρχεται καλοδεχούμενο στα αυτιά του ακροατή είναι ο σεβασμός των συγκροτημάτων προς τις επιρροές τους, χωρίς να ευτελίζονται στην απλή επανάληψη και την αντιγραφή. Κι αυτό ακριβώς καταφέρνουν με σχετική άνεση οι The Dive (σχετική, αν αναλογιστεί κανείς ότι το άλμπουμ ηχογραφήθηκε το 2008 και κατάφερε να δει το φως μόλις φέτος). Φαίνεται να έχουν περπατήσει στη σκοτεινή πλευρά του heavy rock, του grunge και του prog και να έχουν αφομοιώσει τα χαρακτηριστικά τους, δημιουργώντας μια ευαίσθητη ισορροπία ανάμεσα σε αυτά μέσα από τη δισκογραφική τους δουλειά. Σκοτεινή σαν την ατμόσφαιρα του "Fabio Fabio...", γραμμένο σε μυστικιστικά λατινογενή ιταλικά, και των παράξενων ονείρων του Holden Caulfield - «Φύλακα Της Σίκαλης», που προφανώς αποτυπώνονται στο "The Field".

Τελικά το άλμπουμ, αν και πρώτο και μοναδικό ως τώρα των The Dive, αποτελεί μια σκιαγράφηση του μουσικού τους ταξιδιού μέσα από τα ακούσματα τους, έχοντας στην παρακαταθήκη τους grunge και garage-punk στοιχεία και πλέοντας με την πυξίδα τους να δείχνει σε πιο prog προορισμούς. Κι όταν όλα αυτά έρχονται από τη μίζερη χώρα και πόλη που ζεις, μόνο ελπίδα μπορούν να σε γεμίσουν όταν τα ακούς.
  • SHARE
  • TWEET