Sufjan Stevens

The Age Of Adz

Asthmatic Kitty (2010)
Από τον Παντελή Μαραγκό, 29/12/2010
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Ζητώ προκαταβολικά συγγνώμη, διότι, όσο κι αν προσπαθήσω, μου είναι αδύνατον να είμαι αντικειμενικός όταν καλούμαι να γράψω κριτική για τον ογκόλιθο των καιρών μας που ακούει στο όνομα Sufjan Stevens. Θεωρώ ότι οι δίσκοι του -ιδιαίτερα τα "Sufjan Stevens Presents... Greetings From Michigan, The Great Lake State" (2003) και "Sufjan Stevens Invites You To: Come On Feel The Illinoise" (2005)- είναι ό,τι πιο όμορφο και περιπετειώδες είχα την τύχη να ακούσω κατά την περασμένη δεκαετία. Να θυμίσω στο σημείο αυτό πως οι εν λόγω δίσκοι εντάσσονταν στο πλαίσιο ενός από τα πιο φιλόδοξα projects που τόλμησε να αρθρώσει ποτέ μουσικός. Αναφέρομαι στο περίφημο «project των 50 Πολιτειών», το οποίο αφορούσε στη δέσμευση του Stevens να εξακολουθήσει να ασκείται, να τρέφεται υγιεινά και να καταναλώνει όσες βιταμίνες χρειάζεται για να ζήσει μέχρι τα 150, ούτως ώστε να καταφέρει να ηχογραφήσει ένα δίσκο για κάθε μια από τις 50 Πολιτείες των Η.Π.Α.!  

Κακά τα ψέματα όμως, «ars longa, vita brevis» («η τέχνη μακρά, ο βίος βραχύς») και αυτό είναι γνωστό από την εποχή του Ιπποκράτη. Έτσι, μετά την πολύ καλή προσθήκη στο "Illinoise" που ήταν το "The Avalance: Outtakes And Extras From The Illinois Album", ακολούθησαν κάποιες προσωπικές μουσικές περιπλανήσεις που πιθανότατα δεν απευθύνονταν σε κανέναν άλλον, παρά μόνο στον ίδιο τον Sufjan. Έτσι, το υπερφιλόδοξο project σιωπηρά εγκαταλείφθηκε. Φέτος έχουμε επιτέλους να κάνουμε με τον πραγματικό «διάδοχο» του υπέροχου "Illinoise" και αυτό είναι κάτι που σε έναν δίκαιο κόσμο θα έπρεπε να είναι πρωτοσέλιδο.

Όπως συμβαίνει σε όλες τις κυκλοφορίες του, «συνειδητές» ή αμιγώς πειραματικές, έτσι και στο "The Age Of The Adz" (προφέρεται «odds») τολμάει και δοκιμάζει πάρα πολλά πράγματα.  Χωρίς υπερβολή, στο album με το εξώφυλλο που έχει σχεδιαστεί από το σχιζοφρενή καλλιτέχνη Royal Robertson (1936–1997) υπάρχουν περισσότερες ιδέες από όσες συναντάει κανείς σε ολόκληρες δισκογραφίες «φτασμένων» ονομάτων. Ο Stevens το παρακάνει και το ξέρει καλά.  Ιδιαίτερα στο 25λεπτο "Impossible Soul", που καταλαμβάνει το ένα τρίτο της χρονικής διάρκειας και κλείνει το album, τινάζει τη μπάνκα στον αέρα. Υπάρχουν στιγμές που μοιάζει ασυγκράτητος να χαλιναγωγήσει την αστείρευτη (δόξα τω Θεώ) δημιουργικότητά του, η οποία σε συνδυασμό με τη μουσική τoυ κατάρτιση -που είναι έτη φωτός ανώτερη από εκείνη του μέσου μουσικού που έχει την τύχη να κυκλοφορήσει έναν πετυχημένο δίσκο- οδηγεί σε ένα εκρηκτικό μείγμα. Παρ' όλα αυτά, για μια ακόμη φορά, καταφέρνει να γράψει όμορφες μελωδίες, που δε χάνονται, μολονότι είναι καλά καμουφλαρισμένες μέσα σε δαιδαλώδεις ενορχηστρώσεις. Παράλληλα, κάνει το όλο εγχείρημα να ακούγεται εύκολα παραγόμενο και αυτή είναι μια από τις πάγιες αρετές του.

Σε επίπεδο ερμηνείας, τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει σημαντικά, εκτός από ένα σημείο. Εάν ανέκαθεν ακουγόταν υποτονικός στις ερμηνείες του, εδώ ακούγεται υπερβολικά εύθραυστος και εσωστρεφής. Κι αυτό υπερτονίζεται από την επιλογή του να «περικυκλωθεί» από πομπώδεις ενορχηστρώσεις, μέσα στις οποίες η φωνή του κυριολεκτικά χάνεται. Την τελευταία διετία ταλαιπωρήθηκε από έναν ιό που του προκαλούσε επίμονους πόνους, επηρέασε το νευρικό του σύστημα και εν τέλει τον κράτησε μακριά από τις ηχογραφήσεις για αρκετούς μήνες. Σύμφωνα με τον ίδιο, το "The Age Of The Adz", πέρα και πάνω από οτιδήποτε άλλο, αποτελεί περιγραφή της ενδοσκοπικής προσπάθειας που κατέβαλε για να αντιπαρέλθει την κατάσταση αυτή και να συνεχίσει να εργάζεται μέσα από προβλήματα υγείας. Έτσι, το ζήτημα της θνητότητας ρίχνει βαριά τη σκιά του, όπως και η συνειδητοποίηση της αδυναμίας του ατόμου έναντι των μεγάλων, ανίκητων καταστάσεων. Πολλές φορές δείχνει να τον έχει πάρει από κάτω. «I've lost the will to fight» ψελλίζει στο εντυπωσιακότατο ομότιτλο track. Προσωπικά τον αντιλαμβάνομαι ως φύσει αισιόδοξο άνθρωπο, οπότε αυτός δε μπορεί παρά να είναι στιγμιαίος λυγισμός.

Σε κάθε περίπτωση, ποτέ πριν δεν είχε καταφύγει σε τόσο δραματικό ύφος. Ακούγεται σα να περιπλανιέται μόνος και χαμένος μέσα σε ένα αφιλόξενο ηχητικό δάσος, όπου όλων των ειδών τα μουσικά όργανα μοιάζουν να του επιτίθενται συνεπικουρούμενα από παιχνιδιάρικα ηλεκτρονικά βοηθήματα. Με μοναδικό εφόδιο τη φωνή του και τη χαμηλά παιγμένη ακουστική κιθάρα του (έχει εγκαταλείψει το πάλαι ποτέ αγαπημένο του banjo), περισσότερο «αντιμάχεται», παρά συνοδεύεται από φλάουτα και oboe που στροβιλίζονται, ενώ έγχορδα και πνευστά (απίστευτες τρομπέτες, κόρνα και τρομπόνια) «βροντούν» εκκωφαντικά σα βηματισμοί δεινοσαύρων. Παράλληλα,  ευφάνταστα ηλεκτρονικά effects και εκτεταμένη χρήση του reverb υπερτονίζουν τη μάχη που βρίσκεται σε εξέλιξη. Ωστόσο, κάτω από όλα αυτά, εξακολουθούν να υπάρχουν αυτούσιες οι υπέροχες μελωδίες που ανέκαθεν μας χάριζε ο Stevens. Στο πλαίσιο αυτό, το ομότιτλο κομμάτι του δίσκου είναι πραγματικά εντυπωσιακό. Κατά τα πρότυπα του επικού "Yoshimi Battles The Pink Robots" (2002) των Flaming Lips, το album θα μπορούσε κάλλιστα να ονομάζεται "Sufjan Battles The Natural Elements (Tsunamis, Tornadoes, Erupting Volcanoes etc.)". Στις επιρροές πρέπει οπωσδήποτε να αναφέρουμε και το «δύσκολο» "Kid A" (2000) των Radiohead.  Ιδιαίτερα, από τα 03:49 και μέχρι το τέλος του πολύ καλού "I Want To Be Well" τραγουδάει «I'm not fucking around» με τρόπο σχεδόν απειλητικό, που θυμίζει υπέρ το δέον τον μεγάλο Thom Yorke.  

Χωρίς αμφιβολία, πρόκειται για έναν ακόμη εξαιρετικό δίσκο. Ωστόσο, όταν κάποιος έχει κυκλοφορήσει τόσο σπουδαία album στο παρελθόν, οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες. Έτσι, παρακάμπτοντας τις ενδιάμεσες κυκλοφορίες από το "Illinoise" -οι οποίες, μπορεί να μην απευθύνονται στο ευρύ κοινό, δεν παύουν ωστόσο να αποτελούν τα βήματα που προοδευτικά οδήγησαν στον τωρινό του ήχο- δε μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε ότι σε αντίθεση με εκείνο το αριστούργημα πάνω στο οποίο ορκίζονται πάρα πολλοί, με τούτο εδώ είναι απείρως πιο δύσκολο για κάποιον να δεθεί. Ίσως πάλι να θέλει απλά το χρόνο του. Σε κάθε περίπτωση, αξίζει να του διαθέσετε το χρόνο σας.
  • SHARE
  • TWEET