Κομπιούτερς, αριθμοί και μουσικές. Προτιμά το ροκ του σκοτεινό και έξυπνο. (Συνήθως.) Εκτιμά εξίσου ιδιότροπες και πιασάρικες μελωδίες. Πιστεύει ότι η ιδανική ακρόαση δίσκου γίνεται συνοδεία booklet....

Για όλα τα εμπορικά «πρέπει» που κρέμονται πάνω από τον σύγχρονο επίγειο μουσικό κόσμο και όλη τη στρυφνάδα που κουβαλάει η βιομηχανία, κάποιες από τις αρχαίες αξίες κρατάνε ακόμα τη δύναμη τους. Μία πραγματικά καλή φωνή θα ξεχωρίσει από το σωρό. Ένα δυνατό hook δύσκολα θα περάσει απαρατήρητο. Μία καλογραμμένη ιστορία παρομοίως. Ένας συνδυασμός των παραπάνω, πρακτικά δεν μπορεί να χάσει. Αναμφίβολα, κάπου στα ψιλά γράμματα υπάρχουν κρυμμένες σημειώσεις για το μέγεθος ή το αντίκρισμα της όποιας νίκης, αυτή όμως είναι μία διαφορετική συζήτηση για κάποιον άλλο χώρο. Στο παρόν πλαίσιο, η επιτυχία του "Labour" και όλες οι πόρτες που αυτό άνοιξε για τη δημιουργό του, συνοψίζουν ιδανικά του λόγου το αληθές.
Η εκτόξευση της Paris Paloma, μέσα σε διάστημα μηνών, από ένα εκ των σχεδόν αμέτρητων υποσχόμενων ονομάτων του indie/εναλλακτικού χώρου στις μπροστινές γραμμές δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο για το είδος. Ο τρόπος που διαχειρίστηκε την όλη κατάσταση η Βρετανίδα τραγουδοποιός από την άλλη, έσβησε με συνοπτικές τους όποιους σκεπτικισμούς περί στοχευμένης προώθησης ή ενδεχόμενου one hit wonder. Για κάτι παραπάνω από πενήντα λεπτά, το ντεμπούτο της ξεχειλίζει από ηλιόλουστες μελωδίες, αφηγήσεις που κουβαλάνε μυθική μαγεία, και γνήσια δημιουργικότητα. Κι αν σε στιγμές φέρει στο μυαλό την αγαπημένη Florence και λοιπές σύγχρονες θεές της σκηνής, αφενός αυτό συμβαίνει περισσότερο συνειρμικά, κι αφετέρου γιατί όχι;
Όσοι πόνταραν σε δέκα παραλλαγές στο θέμα του μεγάλου σουξέ, θα φύγουν με το κεφάλι σκυφτό. Το ίδιο κι όσοι περίμεναν μία εκ του ασφαλούς, νερωμένη στροφή για τα pop ακροατήρια. Από μόνη της, η αναφορά του μέγιστου Stephen Fry ως επιρροή για το στιχουργικό μέρος, αρκεί για να καρφιτσωθεί σαν παράσημο στο πέτο. Οι προσγειωμένες, οργανικές ενορχηστρώσεις λάμπουν μέσα στην απλότητά τους. Κάθε ένα από τα τραγούδια έχει κάτι να προσθέσει στο σύνολο, ακόμα κι αν απολύτως φυσικά κάποια ξεχωρίζουν περισσότερο. Από τις εισαγωγικές αρμονίες του "My Mind" μέχρι τα ολόγλυκα 3/4 του "Drywall" κι από εκεί στο απίθανο σερί των "Knitting Song", "As Good A Reason" & "Triassic Love Song", η ατμόσφαιρα κυριαρχεί. Για το δε "Bones On The Beach", τα λόγια ωχριούν.
Στην ολότητά του, το "Cacophony" παίζει σαν ένας όχι-ακριβώς-μικρός θρίαμβος. Το υλικό του σφύζει από προσωπικότητα, καρδιά και συνθέσεις που μοιάζουν ικανές να ξεφύγουν από τους λιγότερο ή περισσότερο στενούς κύκλους του όποιου ιδιώματος, για όλους τους σωστούς λόγους. Οι αλήθειες του μπορούν να φωτίσουν ακόμα και τις σκοτεινότερες μέρες. Τα πόδια κρατάνε σταθερά επαφή με το έδαφος, ακόμα κι αν τα μάτια χάνονται στα σύννεφα. Οι, γνωστές αλλά συνήθως υπερβολικά δύσκολες για να αποφευχθούν, παγίδες των προσδοκιών εξαφανίζονται από το κάδρο. Η συμμετοχή στο σύμπαν του Άρχοντα Των Δαχτυλιδιών και το παράλογα υποτιμημένο "The War Of The Rohirrim" με το "The Rider", ήρθε σαν πανάξια κερδισμένο encore και υπόσχεση για το μέλλον.