Σε διαρκή εξερεύνηση μουσικών που εμπίπτουν στην κατηγορία του "Ηχητικού Εξτρεμισμού". Έχει εισέλθει, οικειοθελώς, στην αιώνια φλόγα της αναζήτησης συναισθήματος στον ακραίο ήχο, πάντα ευγνώμων για...
Panopticon
...And Again Into The Light
Ενδοσκοπικό αλλά προοδευτικό, ακραίο μα συναισθηματικό, περίπλοκο όσο και ευθύ, το νέο βήμα των Panopticon δικαιώνει πανηγυρικά όσους επενδύσουν σε αυτό
Η ανακοίνωση του νέου δίσκου των Panopticon ήταν μια είδηση που με άγχωσε. Ο διπλός δίσκος τους, "The Scars Of Man On The Once Nameless Wilderness I And II", ήταν ένα έργο, που τρία χρόνια τώρα δεν κατάφερα να ξεπεράσω. Για την ακρίβεια, το αποκορύφωμα του οράματος του Austin Lunn, του ανθρώπου πίσω από το πολυσχιδές one man band των Panopticon, ήταν μια κατακλυσμιαία κυκλοφορία που την θεωρώ ως μια από τις κορυφαίες του είδους για την προηγούμενη δεκαετία. Το νέο, δέκατο άλμπουμ του project, ονόματι "…And Again Into The Light", κατέφθασε, και αποδείχθηκε κάτι διαφορετικό από απλά άξιος διάδοχος του δίωρου Appalachian black metal και bluegrass/country έπους.
Η επιστροφή των Panopticon φροντίζει εξαρχής να αφήσει κάθε σύγκριση με τον προκάτοχό της στην άκρη. Ο Lunn δεν επιχειρεί εκ νέου να διαχωρίσει τους δύο ηχητικούς κόσμους του συγκροτήματος. Διατηρεί όμως μια συνέχεια, μιας και το εναρκτήριο ομότιτλο συνεχίζει εκεί που τελείωσε το "..Scars II", προσφέροντας μια συναισθηματική εξοικείωση. Ο στόχος του όμως είναι άλλος αυτή τη φορά. Το διάστημα που μεσολάβησε, ανέδειξε στην επιφάνεια μια σειρά από προσωπικά ζητήματα τα οποία ο μουσικός έκρινε πως για να ξεπεράσει, οφείλει να απευθυνθεί στην προσωπική του, μουσική, τέχνη. Το "…And Again Into The Light", είναι, εν ολίγοις, ο πιο προσωπικός του δίσκος.
Το άλμπουμ εκπέμπει έναν δυναμισμό και μια ένταση, τα οποία ξεπερνούν τις διαστρωματώσεις των συνθέσεων. Δεν είναι ένας αντιδραστικός δίσκος, αλλά ένα ταξίδι, το οποίο, αν αφεθείς στα μονοπάτια του, θα το δεις να μεταλλάσσεται από κατήφορο σε δύσβατη ανάβαση, και από αγχωτικό sprint σε φυσιολατρική πεζοπορία. Η συμπυκνωμένη συναισθηματική του φόρτιση είναι ποιόν μιας εσωτερικής αναζήτησης, η οποία γίνεται εμφανής ήδη από το υποβλητικό κτίσιμο του "Dead Loons", που μετατρέπεται σε ένα μεγαλειώδες δραματικό κρεσέντο post-black metal leads και σόλο, ενώ αλληλοσυμπληρώνονται από τσέλα και βιολιά σε κυρίαρχο πλάνο.
Ο Lunn επιτυγχάνει να συνθέσει τον πιο ατμοσφαιρικό του δίσκο, ο οποίος ταυτόχρονα συνδυάζει αβίαστα όσο ποτέ τα ηχητικά είδη που χαρακτηρίζουν τον ήχο του σχήματος. Ο τίτλος θυμίζει το προ δεκαετίας "…On The Subject Of Mortality", ενώ το εξώφυλλο, όσο και η νοοτροπία των συνθέσεων και φυσιολατρικών αλληγοριών, απηχούν το δυσθεώρητο "Roads To The North". Οι πολιτικοποιημένοι στίχοι έχουν μείνει στο παρελθόν, με το ιστορικό, πλέον, "Kentucky" να αποτελεί την κορωνίδα τους, αλλά οι θεματικές που ξεπροβάλλουν, δεν απέχουν πολύ από την ουσία του μανιφέστου περί ψυχικής υγείας που ήταν το "Social Disservices", το οποίο ρίχνει τη σκιά του ποικιλοτρόπως στον δίσκο. Το νέο άλμπουμ των Panopticon εκπέμπει λευκό, ελπιδοφόρο φως, επειδή αποτελεί τη συμπύκνωση όλων των αποχρώσεων της ζηλευτής δισκογραφίας τους.
Θα ήταν άτοπο να περίμενε κανείς/καμιά από τον Lunn στην πιο εσωτερική του στιγμή να μην αξιοποιούσε τα βιώματά του όπως αποτυπώθηκαν στους δίσκους του. Είναι όμως εξίσου αναμενόμενο πως ο δίσκος δεν θα διακατεχόταν από μια στασιμότητα. Εδώ μέσα υπάρχουν μερικές από τις πιο οργισμένες συνθέσεις του, με στιγμές όπως το "Rope Burn Exit" ή τον black/death metal ορυμαγδό του "Moth Eaten Soul", να συνυπάρχουν με ψυχωμένα έπη όπως το δωδεκάλεπτο "A Snowless Winter". Οι πιο τεχνικές, βαριές και επιθετικές στιγμές, μετατρέπονται σε γαλήνια post-rock φινάλε. Οι πιο πληθωρικές μεταβάσεις, θα κοπούν μαχαίρι από νεκρικά black metal riffs. Σε κάθε όμως δευτερόλεπτο, όσο και αν τα προαναφερθέντα έγχορδα και τα πλήκτρα, δίνουν παρόν έντονο όσο ποτέ, η εμπειρία φαντάζει ταυτόχρονα οικεία και άγνωστη. Με εξαίρεση το ομότιτλο και την bluegrass ανάσα του "As Golden Laughter Echoes", οι συνθέσεις διαγράφουν προοδευτικές διακλαδώσεις με καταλήξεις ριζικά διαφορετικές των εκκινήσεων, με τρόπο που δεν είχε επαναλάβει το σχήμα στο παρελθόν.
Οι μεταβάσεις ανάμεσα στα κομμάτια δεν διαταράσσουν την συνοχή. Κάθε τραγούδι αντλεί από τη δυναμική του προηγούμενου, για να προχωρήσει, ως αυτόνομο κεφάλαιο, μια προσωπική ιστορία. Η απόγνωση, η οργή, η ελπίδα και η απογοήτευση, η συγκίνηση και η απάθεια, το σφύξιμο και το βούρκωμα, αλληλοσυμπληρώνονται με σκοπό την αποδοχή. Τα συναισθήματα που μεταδίδει αυτός ο δίσκος δικαιώνονται από την τελική του αίσθηση. Στο πέρας της ακρόασης, το "…And Again Into The Light" έχει να αναμετρηθεί μόνο με τον εαυτό του, αλλά και εσύ με όσα σου «ξύπνησε». Όπως κάθε γνήσιο βίωμα, δεν προσφέρει μεμονωμένες εμπειρίες, αλλά εξατομικευμένες. Ο δίσκος επιτυγχάνει τον στόχο του γιατί πίσω από κάθε έντεχνη ρυθμική εναλλαγή και ευφάνταστη συνθετική πινελιά, μπορείς να διακρίνεις το υπόβαθρο, το πλαίσιο. Αν δε, κρίνεις πως δεν υπάρχει, είναι τόσο πλήρες το έργο που μπορεί να αποτελέσει σκηνικό για τις δικές σου συναισθηματικές περιπλανήσεις.
Μια τέτοια, η πιο κρίσιμη, είναι το κορυφαίο "The Embers At Dawn". Με τη βοήθεια, στα φωνητικά, από τους Erik Moggridge (καθαρά, Aerial Ruin) και Jan Van Berlekom (harsh, Waldgeflüster) με τους οποίους οι Panopticon είχαν κυκλοφορήσει split στο παρελθόν, και με τον Lunn να προσθέτει στην παλέτα pedal steel κιθάρα, η εν λόγω σύνθεση αναδεικνύεται στην πιο ευάλωτη του δίσκου και μια από τις πιο ιδιαίτερες της δισκογραφίας της μπάντας. Το ambient κλείσιμο της, με βηματισμούς στο χιόνι και τους ήχους του κολύμβου, οδηγεί στο καθοριστικό φινάλε. Ονομασμένο από ένα τατουάζ της συζύγου του Lunn, το "Know Hope" βάζει πλώρη για τον ουρανό.
Το τέλος του ταξιδιού πλησιάζει, ο ηχητικός καταιγισμός είναι μια αλληγορία της ανύψωσης. Και τότε, ο ρυθμός πέφτει σταδιακά, το τυμπάνισμα γίνεται εμβατηριακό και η Gee Vaucher των Crass, μέσω ενός sample από συνέντευξή της, δίνει, για ακόμη μια φορά, το στίγμα. Η πηγή, τόσο των προσωπικών μας δεινών, όσο και της έμπνευσης δεν είναι αποκλειστικά ατομική, αλλά απόρροια του κοινωνικού πλαισίου. Η κραυγή "Never give up, never give in", ανασύρει την ιδεαλιστική οργή των πρώτων κυκλοφοριών της μπάντας. Αποτελεί όμως και τον ιδανικό επίλογο σε ένα άλμπουμ που συγκινεί, παρά τη διάρκεια 71 λεπτών του. Οι Panopticon κυκλοφορούν το απαύγασμα της ηχητικής τους ταυτότητας και ένα έργο που όσο δύσκολο είναι να καταταχθεί και να οριοθετηθεί, άλλο τόσο φαντάζει οικείο και συμπαγές. Δεν με απασχολεί αν είναι το magnum opus του σχήματος, αντιθέτως είμαι πεπεισμένος πως αν το ακούσεις, αποκλείεται να μείνεις απαθής καθότι, είναι, μοναδικό.