PÅGÅ

The Evil Year

Svart (2020)
Από τον Αποστόλη Ζαμπάρα, 25/11/2020
Το πνεύμα των In Solitude κατέφυγε στα δάση και όταν επέστρεψε, παρουσίασε ένα παγανιστικό και ανέλπιστα εξωτικό προσωπείο
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Θεωρώ το "Sister" των In Solitude έναν από τους πιο εντυπωσιακούς heavy metal δίσκους των τελευταίων, πολλών, ετών. Εν πολλοίς, πιστεύω πως ευθύνεται για την, εκ νέου, εισαγωγή post-punk στοιχείων στον πυρήνα του παραδοσιακού heavy metal, σε μια εποχή μάλιστα, που το ιδίωμα παρουσίαζε τη δική του "revival" τάση. Βέβαια, η συνέχεια της μπάντας δεν ήταν η αναμενόμενη, αφού διαλύθηκαν, αν και ο σπόρος που φύτεψε η συνομοταξία τους ακόμη ανθίζει, όπως αποδείχθηκε περίτρανα με τον πρόσφατο εκπληκτικό δίσκο των Rope Sect.

Η δισκογραφική επιστροφή των αδερφών Åhman, πυλώνων της μπάντας, ήταν ιδιαίτερα απρόσμενη. Συγκεκριμένα, ο ίδιος ο Kvohst, του οποίου το στίγμα με το ντεμπούτο των Beastmilk αποτελεί κομβική στιγμή της δεκαετίας για το underground, επέλεξε προσωπικά να κυκλοφορήσει το ντεμπούτο των PÅGÅ μέσω της Svart. Το όνομα της μπάντας είναι παρμένο από τα αρχικά των αδερφών Pelle και Gottfrid, ενώ γίνεται άμεσα αντιληπτό πως δημιουργεί και έναν συνειρμό με τον όρο "pagan". Μάλιστα, στο ίδιο μοτίβο, η Svart, αν και ανέκαθεν εκλεκτική και πειραματική εταιρεία, έχει επενδύσει σε επανακυκλοφορίες τοπικών post-punk διαμαντιών.

Το "The Evil Year" όμως δεν είναι ένας συμβατικός δίσκος, ακόμη και για τα δεδομένα του post-punk. Τα 39 λεπτά που διαρκεί αυτή η εμπειρία, γιατί, περί τέτοιας πρόκειται, δεν είναι ιδιαίτερα εύκολο να προσδιοριστούν ηχητικά με τρόπο άμεσο και συνεκτικό, αν και ο ίδιος ο Kvohst περιγράφει τον ήχο του δίσκου ως εξής: «Post-punk παράνοια, ωσάν ο Nick Cave εποχής Birthday Party, συναντούσε το avant-garde του David Bowie, μαζί με το σκοτάδι και τον πειραματισμό των Coil, με μια μοναδική καλλιτεχνική επίγευση η οποία βρίσκεται σε έναν εντελώς δικό της κόσμο». Η αλήθεια όμως είναι πως αυτή η περιγραφή, που σε κομμάτια όπως το μεθυστικό "Enter" βρίσκει ηχητική ενσάρκωση, δεν δίνει την πλήρη εικόνα.

Το μπάσο του Gottfrid, αποτελεί τον έγχορδο σκελετό του δίσκου. Οι κιθάρες είναι διατηρημένες σε ένα μινιμαλιστικό επίπεδο, με τα κρουστά άλλοτε να ελέγχουν με τη συντονισμένη τους πολυμορφικότητα τις συνθέσεις, και άλλοτε να απουσιάζουν εντελώς. Οι συχνά kraut δομές, τα folk περάσματα και οι no-wave πινελιές, εμφανίζονται ωσάν πνεύματα στις σκιές, συνταράσσουν για μερικά λεπτά και έπειτα χάνονται στο δάσος. Το οποίο δάσος, είναι αυτό στο οποίο θεωρώ οφείλει να επικεντρωθεί κανείς αν αποφασίσει να εισέλθει στον κόσμο των PÅGÅ. Οι εννέα συνθέσεις του δίσκου, πέραν της απάρνησης ενιαίας ηχητικής ταυτότητας, επικεντρώνονται στη δόμηση μιας ιστορίας, μιας, τελετής. Η εναλλαγή των ορχηστρικών περασμάτων με ολιγόλεπτα τραγούδια, είναι τόσο στρατηγική, ώστε να είναι δύσκολο να αποκοπεί μια σύνθεση ως ανώτερη και αντιπροσωπευτική. Στην τελική, κανένα στάδιο μιας ολοκληρωμένης τελετής δεν είναι υπεράνω των υπολοίπων.

Σε αυτό το σημείο εμφανίζεται άλλη μια ηχητική ιδιομορφία. Η εναρκτήρια σύνθεση, "Stellar Vermin", διαρκεί δέκα λεπτά και παρουσιάζει μια αισθητή διαφοροποίηση από τις υπόλοιπες οκτώ που κινούνται ανάμεσα στα τρία με έξι. Οι PÅGÅ, όπως δηλώνουν, επιθυμούν να «αντιμετωπίσουν με μεγάλη λαγνεία, και να εξερευνήσουν οριακές καταστάσεις, με ένα δίσκο αφιερωμένο στο Μεγάλο Επαναστατικό Πνεύμα». Η ολιστική προσέγγιση τους, θα μεταβεί, μέσω της αριστεράς οδού, από εφιάλτες σε ονειρική συντροφιά, και από ένα αίσθημα οικειότητας στον τρόμο για τον άγνωστο. Το προαναφερθέν "Stellar Vermin", με τους εξωτικούς ρυθμούς που μπλέκει, οι οποίοι ισορροπούν πάνω σε κομβικά αρπίσματα και leads, φροντίζει να ορίσει επιβλητικά το στίγμα του δίσκου.

Ένα από τα στοιχεία του δίσκου που του επιτρέπουν να μετατρέπει τις λεπτομερείς και στοχευμένες ηχητικές προσμείξεις σε μια δραματική εμπειρία, είναι τα φωνητικά του Pelle. Αν περιμένετε τις καταραμένες ερμηνείες που παρέδωσε στο "Sister", τότε, αφαιρέστε όλες τις heavy metal καταβολές τους, και φανταστείτε τους Joy Division, να έχουν επιστρέψει με μια χρονομηχανή, στη Σκανδιναβία της εποχής του Σιδήρου. Η χροιά είναι παρούσα, μπουκωμένη και υπό μια κατάσταση παραζάλης, αν και στον τομέα συμμετέχει ενεργά και ο Gottfrid. Πέραν όμως των συμβατικών οργάνων, τα synths καθώς και διάφορα εφέ, είτε από τσέλα είτε από ήχους της φύσης, συνδιαμορφώνουν το αποτέλεσμα.

Το ζήτημα όμως το οποίο καλούνται να αντιμετωπίσουν οι PÅGÅ, είναι να μετουσιώσουν, σε μια εποχή που η αποδόμηση είναι εύκολη, το ιδιαίτερο αυτό cocktail, σε μια ρηξικέλευθη εμπειρία. Όσο οικεία και να θεωρείτε, ή να υποθέτετε, πως μπορούν να ακουστούν τα επιμέρους, η σύνθεσή τους δύσκολα θα απαντηθεί έστω και σε παρεμφερή βαθμό. Η πειραματική φύση του δίσκου, θνητή, θα θυσιαστεί και αυτή στον βωμό της πνευματικότητας, στις βασικές παγανιστικές αξίες που δίνουν τροφή στους εφιάλτες που προκαλούνται από τα ταμπού που ακόμη επικρατούν.

Τα αδέρφια Åhman, αναλαμβάνουν τον ρόλο του σαμάνου. Αυτού, που εκεί που νομίζεις πως λειτουργεί ως επικεφαλής και καθοδηγεί τη διαδικασία, κυριεύεται και γίνεται σκεύος εξωγενών δυνάμεων, όπως ακριβώς η διαδοχή του "Enter" από το "By Ends Great Glitter", ένα από τα τρία ορχηστρικά κομμάτια που δημιουργούν ένα υποβλητικό, κατανυκτικό, κλίμα. Η επιστροφή στην πραγματικότητα, βρίσκει, το, με την αξιοποίηση εκκλησιαστικού οργάνου, "Wholly Gone", να θρηνεί. Τα σποραδικά πλήκτρα, μου δημιούργησαν έναν αισθητικό συνειρμό με εκείνα τα ανυπέρβλητα δυόμισι λεπτά του (outro) "To Swarm Deserted Away" από τη μυθική δισκάρα, επαναφέροντας στο τραπέζι την επιρροή των Coil.

Το "Wet Star", μια σύνθεση που φέρνει τον Tom Waits σε διάλογο με το neofolk, επιβάλλει τη σχεδόν ολοκληρωτική έλλειψη ευκολομνημόνευτων σημείων. Το δεύτερο μισό του, ηχεί ως σεκάνς ταινίας τρόμου του '60, ενώ ακολουθείται από το ακόμη πιο υποτονικό "Meshes In The Wild Lock", αποδεικνύοντας πόσο καλά έχουν μελετήσει τον ρόλο του soundtrack οι PÅGÅ. Τα δύο λεπτά του "Water Strider" παρέχουν το άσυλο που επιθυμεί ο ακροατής για να συνέλθει από την απόκοσμη καταβύθιση σε καταστάσεις ξένες. Ακόμη και αν αυτό το άσυλο είναι στα βράχια δίπλα σε μια θάλασσα. Εκεί όπου ξεκίνησε η παρτίδα σκάκι με τον Θεριστή στην «Έβδομη Σφραγίδα», της οποίας τη συγκλονιστική λιτανεία θυμίζει το "Olili".

Το κλείσιμο του δίσκου με το "Storm", ηχεί ταυτόχρονα θρηνητικό αλλά και λυτρωτικό. Οι σουηδικοί στίχοι ενισχύουν το εξωτικό συναίσθημα, και επιφέρουν μια ανακούφιση που η εμπειρία, ολοκληρώθηκε, χωρίς να εγκαταλείψει το ανθρώπινο προσωπείο της. Το "The Evil Year" είναι μια ηχητική πρόταση που προσδίδει ανιμιστικές ιδιότητες στον φυσικό περίγυρο, που μετατρέπει το περιβάλλον σε ενεργό συμμέτοχο της εμπειρίας, αφού το παιχνίδισμα με τους ετερόκλητους και ανομοιόμορφους ήχους χρωματίζει την ατμόσφαιρα, όντας ο ήχος που μετουσιώνει τις διαστάσεις και την ύλη σε φόβο. Το άγνωστο κρύβεται σε κάθε ηχητική στροφή, ενώ οι επαναλαμβανόμενες ακροάσεις ηχούν εν μέρει αποκρουστικές, γιατί σε βρίσκουν να εξοικειώνεσαι με μια ξένη ατμόσφαιρα.

Οι PÅGÅ πέτυχαν αυτό που απεύχεται όποιος χαθεί σε ένα δάσος. Να βρεθεί, άθελά του, στο επίκεντρο μιας επίκλησης σε δυνάμεις υπέρτερες, σε πνεύματα που έχουν ξεχάσει τι εστί χρόνος και ανθρωπιά. Το "The Evil Year", ακόμη και αν εν τέλει δεν βρει πρόσφορο έδαφος στις καρδιές όσων εισέλθουν σε αυτό, θα μείνει στη μνήμη ως ένας δίσκος που τόλμησε να βάλει τη «τέχνη» σε δεύτερη μοίρα, επιλέγοντας να στοιχειώσει τις ακροάσεις. Οι PÅGÅ εκκινούν το ταξίδι τους ως μουσικοί, για να καταλήξουν να είναι αυτές οι φιγούρες που δεν θα θέλαμε ποτέ να αποδειχθούν αληθινές, όσο και αν στην πραγματικότητα αναζητούσαμε διακαώς την αλήθεια τους.

Bandcamp

  • SHARE
  • TWEET