Kiss

Monster

Universal (2012)
Από τον Χρυσόστομο Μπάρμπα, 29/10/2012
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;
Όταν φτάνεις στην κορυφή πρέπει να 'σαι έτοιμος να αντέξεις το υψόμετρο. Οι Kiss είναι μία απ' τις μπάντες που γνώρισαν τεράστια επιτυχία και γεύτηκαν για τα καλά, τόσο τη γλύκα όσο και την πίκρα της. Όπως είναι φυσικό, αυτή η μεγάλη επιτυχία τούς έδωσε μια ξεχωριστή θέση στη Βίβλο του rock & roll και ταυτόχρονα κατέστησε το brand name «Kiss» ως ένα εκ των πλέον αναγνωρίσιμων στη μουσική βιομηχανία. Έτσι, μιας και είναι γνωστό πως τα πολλά λεφτά έρχονται πακέτο με την επιθυμία για περισσότερα λεφτά, οι διασημότεροι μασκαράδες της rock κατηγορήθηκαν ουκ ολίγες φορές πως έπεσαν θύματα της ίδιας τους της απήχησης, κάνοντας κινήσεις κατά καιρούς που -για πολλούς- είχαν ως βάση την απληστία.

Όσους επικριτές κι αν έχουν, όμως, οι Kiss δεν δείχνουν να πτοούνται, αφού συνεχίζουν την «αναγέννησή» τους στον 21ο αιώνα. Το "Sonic Boom" του 2009 σήμανε τη μεγάλη τους επιστροφή στη δισκογραφία (παρά τα όποια farewell...), η οποία αν μη τι άλλο δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. Το άλμπουμ είχε πλασαριστεί ως μια επιστροφή στις ρίζες και όπως ήταν αναμενόμενο ικανοποίησε τους οπαδούς, προκάλεσε αποστροφή στους de facto επικριτές και άφησε ανάμικτα συναισθήματα στο υπόλοιπο κοινό.

Τρία χρόνια μετά, οι Stanley, Simmons, Thayer και Singer δηλώνουν εκ νέου παρόντες στη σύγχρονη μουσική σκηνή, προσθέτοντας τον εικοστό δίσκο στο παλμαρέ των Kiss, ο οποίος φέρει τον τίτλο "Monster". Απ' το εξώφυλλο κιόλας, κάποιος εύκολα καταλαβαίνει τι θα φτάσει στα αυτιά του. Kiss. Απλά, ξεκάθαρα, χωρίς καινοτομίες, πειραματισμούς και εκμοντερνισμούς. Το πρώτο single, "Hell Or Hallelujah", που ανοίγει το άλμπουμ, αφήνει πολύ καλές εντυπώσεις, με ένα καθαρόαιμα 70s κιθαριστικό riff και ένα φασαριόζικο ρεφρέν, τα οποία ταιριάζουν γάντι στο στυλ της σύνθεσης. Και φυσικά, όπως στο "Sonic Boom" το "Russian Roulette" διαδεχόταν το "Modern Day Delilah", έτσι κι εδώ το "Wall Of Sound", με το βαρύτερο riff, κρατάει το ενδιαφέρον. Με λίγα λόγια, οι Kiss φαίνεται πως ξέρουν καλά πως η αρχή είναι το ήμισυ του παντός και δεν χάνουν την ευκαιρία να πετάξουν τους άσσους που έχουν στο μανίκι απ' την αρχή της παρτίδας. Νικάνε όμως στο τέλος ή καταλήγουν να ζητούν δανεικά;

Εκτός από το δυναμικό ξεκίνημα -που το 'χουν τα παιδιά και μπράβο τους- η συνέχεια είναι κι αυτή εξίσου σημαντική για την όλη εμπειρία της ακρόασης ενός δίσκου. Για να αναφερθούμε σε αυτή, λοιπόν, τα "Freak" και "Back To The Stone Age" ακροβατούν ανάμεσα στο skip και στο replay, αφού παρά τους άκρως αναχρονιστικούς και μετριότατους στίχους τους, τα ρεφρέν τους δύσκολα σε αφήνουν ασυγκίνητο, καθιστώντας τα guilty pleasure. Τα ρεφρέν όμως δε γίνεται να σε σώζουν πάντα και όταν αυτό δεν γίνεται, τότε η μετριότητα της σύνθεσης αναπόφευκτα ξεμπροστιάζεται. Τα "Long Way Down", "All For The Love Of Rock & Roll" και "Last Chance", για παράδειγμα, δεν προσφέρουν κάτι το ιδιαίτερο στο σύνολο του υλικού, αφήνοντας παγερά αδιάφορο τον ακροατή, καθώς μετά από δυο-τρεις συνολικές ακροάσεις του άλμπουμ, πολύ δύσκολα κάποιος θα επιστρέψει σε συνθέσεις σαν κι αυτές. Τα αρνητικά, όμως, δεν θα μπορούσα να πω πως εντέλει υπερτερούν των θετικών. Υπάρχει πιστεύω ισορροπία. Αν και συναντάμε κομμάτια όπως τα παραπάνω, υπάρχουν και στιγμές άξιες προσοχής, όπως ο εξ' από δω μέσα στον Gene Simmons ("The Devil Is Me"), το παρεΐστικο κλίμα του "Eat Your Heart Out", το μεταφορικό κλείσιμο του ματιού στο "Take Me Down Below" αλλά και ο ήχος της κιθάρας στο "Shout Mercy".

Ακόμα, αξίζει να αναφερθούμε και στο κομμάτι της παραγωγής, η οποία αν και παρέμεινε στα χέρια των Paul Stanley και Greg Collins, παρουσιάζει ωστόσο διαφορά από αυτή του προηγούμενου δίσκου. Αυτή τη φορά, η διαδικασία της ηχογράφησης έγινε αναλογικά, ούτως ώστε να παραχθεί ένα πιο γήινο αποτέλεσμα. Δεν μπορώ να διαφωνήσω με αυτή την πρόθεση και γενικότερα θεωρώ πως είναι ακριβώς αυτό που αρμόζει σε μια hard rock δουλειά, αλλά στην προκειμένη περίπτωση ο ήχος δεν είναι απόλυτα ικανοποιητικός. Συγκεκριμένα, μου μοιάζει απλά να έχει επιλεχθεί μια πιο ηχηρή προσέγγιση, η οποία ναι μεν δίνει όγκο στο υλικό, αλλά αποτυγχάνει να τονίσει το κάθε όργανο ξεχωριστά και έτσι όπως του αρμόζει, αφού το σύνολο τους μπλέκεται λανθασμένα σε ένα ηχητικό μίγμα.

Συνοψίζοντας, το "Monster" δίνει στους οπαδούς της μπάντας «τόσο όσο». Ούτε λιγότερο ούτε όμως και περισσότερο. Έτσι, το εικοστό άλμπουμ των Kiss έρχεται να αποδείξει πως όσα χρόνια κι αν περάσουν και όσες επικριτικές φωνές κι αν υπάρχουν, οι Kiss θα είναι για πάντα οι Kiss: δυνατά τραγούδια, «μεγάλα» ρεφρέν, κλισέ στίχοι και γεμάτο αυτοπεποίθηση attitude. Μέχρι την επόμενη αποχαιρετιστήρια περιοδεία λοιπόν...
  • SHARE
  • TWEET