Jack White

Blunderbuss

XL Recordings/Columbia (2012)
Από την Εριφύλη Παναγούλια, 24/04/2012
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Ιδιαίτερες συστάσεις για τον Jack White δεν νομίζω να χρειάζονται. Το βιογραφικό του απαριθμεί έξι άλμπουμ ως κυρίαρχη λωρίδα στους White Stripes,  βασικό αφηγητή στα δύο άλμπουμ με τους The Raconteurs, και βροχοποιό στους Dead Weather. Οι συνεργασίες του πολυάριθμες και οι συνεργάτες του κορυφαίοι, σε βαθμό που τα δύο side project του μοιραία ήταν supergroup. Πριν έναν χρόνο και δύο μήνες, σήμανε το σφύριγμα της λήξης για τους White Stripes, περνώντας τους οριστικά στην ιστορία και δηλώνοντας ανοικτά, ότι  μόνο σε περίπτωση σοβαρού οικονομικού προβλήματος θα επανενώνονταν. Τέτοιος κίνδυνος δεν νομίζω να υπάρχει προ των πυλών για τον Jack, οπότε η απόφαση του είναι τελεσίδικη. Έναν χρόνο και δύο μήνες μετά όμως, έρχεται για να μας καταθέσει το προσωπικό, μουσικό μανιφέστο, αποδεικνύοντας απλά και χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, τις ικανότητες του ως μουσικός.

Στα κοσμικά τώρα, στα μέσα του 2011 ο White έλυσε τα δεσμά του γάμου του με την Karen Elson, γεγονός που όπως αποδείχτηκε, τον σημάδεψε βαθιά. Άλλοι σε παρόμοιες καταστάσεις αγοράζουν ένα γρήγορο αμάξι. Άλλοι πάνε ένα μακρινό ταξίδι. Άλλοι επιδίδονται σε έκπτωτη ζωή γεμάτη sex και αλκοόλ, ή σέρνονται στα πατώματα στην τελευταία υποστάθμη αυτοεκτίμησης. Ο Jack White αντιστοίχως βρίσκει διαφυγή στο “Blunderbuss”. Φυσικά και δεν θα περιμέναμε τίποτα λιγότερο από έναν καλλιτέχνη που τον διακρίνει η εκκεντρικότητα του επιπέδου του, αλλά το γεγονός το ότι βάζει την πρώην σύζυγο του να τραγουδά δευτέρα φωνητικά σε τρία κομμάτια του άλμπουμ, που φέρουν για πρώτη φορά καθαρά και ξάστερα την υπογραφή του, αρχίζει να ξεπερνά τα όρια. Ιδιαίτερα όταν μέσα σε αυτό στιχουργικά βγάζει όλα του τα απωθημένα από την ζωή και τις σχέσεις του με τις γυναίκες και τον τρόπο που βιώνει την αγάπη και τον πόνο της. Εξάλλου το δηλώνει ανοικτά ότι όταν του δοθεί η ευκαιρία, μπορεί να γίνει έρμαιό της, στο “Hip (Eponymous) Poor Boy”. To αποδεικνύει στο πρώτο single του άλμπουμ, “Love Interruption”, κάνοντας την «Διακήρυξη της Αγάπης» κατά Jack White, απαριθμώντας τις απαιτήσεις του (ή μη) από αυτήν συνοδευόμενος από την soul-jazz φωνή της Ruby Amafu σε πρότυπα διφωνίας a la White Stripes, με την (μάταιη) δέσμευση να μην πληγωθεί ποτέ ξανά.  Γίνεται κυματοθραύστης στο ίδιο του το πάθος στο “Freedom At 21”, με σημάδια στο σώμα από δωδεκάποντα ψηλοτάκουνα να τσαλαπατούν τον εγωισμό του και την ανδρική του αξιοπρέπεια και τα πρωτότυπα ρυθμικά μέρη των drums να επικροτούν. Αυτό το τελευταίο, το είχε απωθημένο από τις μέρες επαγγελματικής και όχι μόνο συμβίωσης με την «αδερφή» του Meg, αλλά τώρα ήρθε η στιγμή να τα βγάλει όλα στην φόρα. Θέλει να ξύσει λίγο ακόμα τις πληγές του και να ρίξει αλάτι, όχι μία, αλλά δεκαέξι φορές. Θυμάται λίγο τις μέρες του με αυτήν στο “Sixteen Saltines”, παρουσιάζοντας εκ νέου το “The Hardest Button To Button”, αναγεννημένο και μουσικά εμπλουτισμένο με την χρήση, πλέον, πέρα  του ενός ταμπούρου στo drumkit και περισσότερη διαύγεια στον ήχο της κιθάρας. Κάπου στα ενδιάμεσα του άλμπουμ ο White παίρνει λίγο τα πάνω του και μεταμορφώνεται σε “Thrash Tongue Talker”, δείχνει να ξεσπά σε υβριστικό παραλήρημα υπό την υπόκρουση ξεχασμένων blues της Louisiana, ρίχνοντας το φταίξιμο για τα δεινά του στους πάντες. Ακόμη και στην πρώην πεθερά του. Κι εκεί στο τέλος, έρχεται επιτέλους η εξιλέωση, τυλιγμένη σε δώρο-έκπληξη για τον ακροατή. Εξάλλου χρόνια πριν, υπήρχαν δείγματα ότι εκτός των  garage-rock-Americana ήχων στο μυαλό του, γύριζε η country παρέα με την jazz και κάπου έπρεπε να τις χωρέσει κι αυτές. Ειδικά στην περίπτωση “Take Me With You When You Go”, του τελευταίου  κομματιού του “Blunderbuss”, εισάγονται χορωδιακά μέρη και μια μικρή «ορχήστρα» από πιάνο, hammond, ηλεκτρικές κιθάρες (που είναι πολύ πιθανό να του τις κούρδισε ο Jimmy Page στα παρασκήνια του “It Might Get Loud”)  και λοιπά έγχορδα,  να την συνοδεύουν, συμπεριλαμβανομένου και του βιολιού.

Και κάπως έτσι, τελειώνει το άλμπουμ χωρισμού του Jack White. Ενός μουσικού, που όπως ο ίδιος αποδεικνύει στην πρώτη του, αυστηρά προσωπική δισκογραφική δουλειά, δεν χρειάζεται να κάτσει κάτω από την ταμπέλα κανενός μουσικού σχήματος για να μπορέσει να γράψει καλή μουσική. Ο λόγος είναι ότι ο ίδιος αποτελεί την πηγή έμπνευσης και την κινητήρια δύναμη σε όλες τις περιπτώσεις κι όσο κι αν προσπαθούν οι άλλοι, κανείς τους δεν του μοιάζει. Εξ ου και το “Blunderbuss”. Ένα άλμπουμ που ακούγεται από την αρχή μέχρι το τέλος με αμείωτο το ενδιαφέρον και κερδίζει την συμπάθεια με την πρώτη ακρόαση, είναι μια τρανή απόδειξη για όλα τα παραπάνω. Λογικό λοιπόν να αγωνιώ για τους καρπούς και της επόμενης αποτυχημένης του σχέσης.

  • SHARE
  • TWEET