Brain Tentacles

Brain Tentacles

Relapse (2016)
Από την Ίριδα Κουκουβίνη, 24/10/2016
Ό,τι πιο παρδαλό και περίεργα ευχάριστο
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Δεν είναι λίγες οι φορές που ακούγεται η ατάκα περί έλλειψη δημιουργικότητας και επανάληψη της ίδιας ιδέας επί πλήθος δίσκων. Ε, αυτήν τη φορά δεν υπάρχει τέτοιο θέμα. Πάρε ένα τυπικό κομμάτι metal, κράτα μπάσο και ντραμς και αντικατέστησε τις κιθάρες με σαξόφωνο. Πρακτικά οι Brain Tentacles κάνουν ό,τι πιο αλλοπαρμένο έχεις ακούσει το 2016 και όσο περίεργη και αν ακούγεται η παραπάνω ιδέα, δουλεύει εξαιρετικά καλά.

Αρχικά, για τις συστάσεις να αναφερθεί ότι η τριάδα πίσω από αυτήν την δουλειά έχει την εμπειρία των Bruce Lamont, Dave Witte και Aaron Dallison με καθέναν να έχει κάμποσα ονόματα συγκροτημάτων στο ιστορικό τους συμπεριλαμβανομένων των Yakuza, Burnt By The Sun, Keehaul, τα οποία γενικώς δεν έχουν σημασία να αναφέρουμε, μιας και κανένα από αυτά δεν προϊδεάζει γι' αυτό το jazz και metal συνονθύλευμα. Σημείωση: αν και κάπου υπάρχει η τρέλα της jazz, όπως στο "The Spoiler", δεν είναι σε καμία περίπτωση jazz δίσκος όσο και αν το σαξόφωνο επιμένει για το αντίθετο. Είναι ξεκάθαρα metal δίσκος, προσεγγίζοντας το sludge και όχι μόνο με τον πιο ιδιόμορφο τρόπο.

Ο ήχος της μπάντας με όλη του την παράνοια θα σκάσει στα μούτρα σου με το καλημέρα, ξεκινώντας από το πρώτο κιόλας κομμάτι "Kingda Ka", αλλά προς θεού, αν αισθανθείς ότι κάποιο glitch συνέβη στ' αυτιά σου, δώσ’ του λίγο χρόνο. Η επιλογή του για εισαγωγή στον δίσκο πιθανόν να αποθαρρύνει κόσμο γιατί συμβαίνει ένα τρελό ανακάτεμα μπάσου και σαξόφωνου για το οποίο δύσκολα κάποιος είναι προετοιμασμένος. Όχι ότι το επόμενο κομμάτι έχει λιγότερη τρέλα στο σαξόφωνο, αλλά το γεγονός ότι το "Fruitcake" έχει έναν πιο βαλκανικό, πιασάρικο ρυθμό βοηθά στο να μπεις στην ιδέα του σαξόφωνου και από εκεί και πέρα να σου είναι πιο προσιτός ο ήχος του δίσκου. Το άλμπουμ είναι γεμάτο από εξαιρετικές στιγμές, με κάθε κομμάτι να έχει τον δικό του χαρακτήρα, παρουσιάζοντας ένα σκαμπανέβασμα στις εντάσεις, με κομμάτια μέτριου τέμπου, με κομμάτια που ανεβάζουν τις στροφές και άλλα αργά και ατμοσφαιρικά. Για παράδειγμα το "Cosmic Warriors Girth Curse” με το αργό αυτό χτύπημα από πίσω του σαξοφώνου θυμίζει Melvin-ικό sludge που σταδιακά προχωρά σε πιο ψυχεδελικά μονοπάτια, το "Death Rules" είναι ένα πάντρεμα των εξαιρετικών, επιθετικών, χειμαρώδων ντραμς με ένα σαξόφωνο πλήρως δαιμονισμένο και το "Fata Morgana" κινείται σε πιο σκοτεινούς, ατμοσφαιρικούς ρυθμούς, με το σαξόφωνο όντως να θυμίζει σαξόφωνο και όχι κιθάρα με κρίση ταυτότητας, πατώντας πάνω στο πολύ καλό μπάσο.

Αρκετά από τα κομμάτια είναι γυμνά από τα φωνητικά, αλλά όταν αυτά εμφανίζονται κυμαίνονται σε διάφορα στιλ, από καθαρά που τα φτύνουν με στόμφο και ένταση, ως και τα lo-fi grind φωνητικά του "The Sadist". Ειδικά το τελευταίο, αποτελεί ένα πάντρεμα blast beats και σαξοφώνου έχοντας ένα εξαιρετικό μεταλλικό αποτέλεσμα. Από πλευρά ενορχήστρωσης, η αλήθεια είναι ότι μπορεί το σαξόφωνο να είναι το κερασάκι του δίσκου και αυτό που του δίνει την αίγλη του διαφορετικού, αλλά ένα πολύ μεγάλο βάρος σηκώνουν τα καλοεκτελεσμένα ντραμς και οι μπασογραμμές που του δίνουν το κατάλληλο υπόστρωμα για να πατήσει, καθώς και τα πλήκτρα που γεμίζουν το κενό που αφήνει η κιθάρα όταν το σαξόφωνο δεν είναι αρκετό.

Όλο το άλμπουμ είναι ιδιαιτέρως ευχάριστο, δεδομένου ότι ούτε η μπάντα παίρνει πολύ σοβαρά τον εαυτό της (το "Gassed" από αρχή ως τέλους είναι ένα κομμάτι - παρωδία), ούτε όμως ρίχνει την ποιότητα στις συνθέσεις. Στην αρχή στο άλμπουμ σε κερδίζει η προσπάθεια να κατανοήσεις τι καλά καλά γίνεται και στη συνέχεια μένεις για την ταυτότητα της μπάντας και γι' αυτήν την έκρηξη διαφορετικών ήχων που περιέργως ταιριάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους. Δεν είναι ο καλύτερος δίσκος, αλλά σίγουρα κοντράρει στο να είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες εν έτει 2016.

  • SHARE
  • TWEET