Biffy Clyro

Opposites

Warner / 14th Floor (2013)
Από τον Ιάσονα Τσιμπλάκο, 04/02/2013
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Διπλός δίσκος. Είναι αυτό το βήμα στην καριέρα μιας μπάντας που νιώθει πως πρέπει ντε και καλά να αποδείξει την αξία της, να κάνει τη διαφορά και να ξεπεράσει αυτή την, καλλιτεχνικά δυσπρόσιτη, αυτοεπιβαλλόμενη πρόκληση. Να είμαι ειλικρινής δυσκολεύομαι να το καταλάβω, και φαίνεται πως τις περισσότερες φορές ούτε οι ίδιοι οι μουσικοί καταλαβαίνουν, καθώς δεν συνηθίζεται να είναι επιτυχημένο εγχείρημα. Οι αγαπημένοι μου σκωτσέζοι, Biffy Clyro, με το εκτό τους LP κοιτούν το τέρας κατάματα και το βομβαρδίζουν με 20 (+2) κομμάτια σε δύο αντίθετους δίσκους.

"The Sand At The Core Of Our Bones"

Το πρώτο μισό του "Opposites", θεματικά τουλάχιστον, είναι ένα σκοτεινό κολάζ εμπειριών που μάζεψε η μπάντα κατά τη διάρκεια της πολύχρονης προώθησης του "Only Revolutions". Απομόνωση και αποξένωση, εύθραυστες σχέσεις μεταξύ αγαπημένων ανθρώπων, όλη αυτή η γκρίζα, γλιτσιασμένη σκουριά που πηγάζει από να είσαι μακριά από το μέρος που θες πραγματικά να είσαι, θέματα με τα οποία δεν είναι σπάνιο να καταπιάστει μία μπάντα στα ντουζένια της, ιδίως σε διπλής έκτασης δίσκους (wink, wink).

Εν αντιθέσει με το "Only Revolutions", εδώ έχουμε ένα εξαιρετικό opener με το "Different People". Το αργό του πρώτο μέρος, στρωμένο παντού με τη πρόσφατη αδυναμία τους στα πλήκτρα, έρχεται να δέσει με τις πιο upbeat riffάτες κιθάρες του δεύτερου, συνοψίζοντας σε πέντε λεπτά την γενικότερη αντιφατική εικόνα που παρουσίαζει το "Opposites". Ακολουθεί καμαρωτά το lead single του δίσκου, "Black Chandelier", δεινό παράδειγμα του πώς έχουν μαστορεύσει οι Biffy Clyro την τέχνη του να γράφεις υπερχιτάκι, κρατώντας ψηλά το κεφάλι και την ταυτότητά σου σαν μπάντα.

Η μαγεία του "Sand..." βρίσκεται στην τρέλα που κουβαλά, θυμίζοντας εποχές πριν την απήχηση του 2007 με το "Puzzle". Οι αντισυμβατικές δομές και τα progοειδή μουσικά σημεία σε κομμάτια όπως τα "Joke's On Us" και "Little Hospitals", δεν νοείται να βρίσκονται σε δίσκο που την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του πούλησε τετραπλάσιους δίσκους από τον ανάλογο του Justin Bieber (UK). Έχεις μετά και, κατά την ταπεινή μου αποψάρα, την καλύτερη στιγμή του δίσκου, με το "A Girl And His Cat", του οποίου ο ρυθμός σε παρασέρνει δίχως έλεος. Ο συνδυασμός της φρενήρους μουσικής του κομματιού με τη γενικότερη αποστροφή που πηγάζει από τους στίχους δημιουργεί μία ιδιαίτερη δυναμική που δεν συναντάς συχνά σε κομμάτια των Biffy, καθώς είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεις προσβάσιμο σημείο αναφοράς σε πολλές από τις αόριστες μεν, τελείως προσωπικές δε, στιχουργικές προσπάθειες του Simon Neil.

"The Land At The End Of Our Toes"

Η δεύτερη πλευρά του "Opposites" προσπαθεί να κοιτάξει τα πράματα με πιο θετικό φακό, αναμένοντας το μέλλον και όλα όσα μπορεί να προσφέρει. Αν μπω στην αναπόφευκτη διαδικασία να το συγκρίνω με το "Sand...", είναι γεγονός πως χάνει στα σημεία, αλλά αυτό οφείλεται κυρίως στην εξαιρετική συλλογή κομματιών του πρώτου μισού και στην ομολουγουμένως απρόσμενη πολυσυλλεκτικότητα των διάφορων κομματιών που απαρτίζουν το δεύτερο.

Στο "Land..." η πειραματική διάθεση του συγκροτήματος είναι πιο φανερή από ποτέ εισάγοντας καινούργια όργανα αλλά και δοκιμάζοντες νέα στυλιστικά παιξίματα στις συνθέσεις του. Tο "Stingin' Belle", αν και πέφτει στα μάτια μου εξαιτίας του συγκριτικά αδύναμου refrain του, έχει μάλλον το καλύτερο και πιο πωρωτικό κλείσιμο σε κομμάτι τους που έχουν συνθέσει, συμπεριλαμβάνοντας και το "Golden Rule". Τo build-up με τις γκάιντες σε πρώτο πλάνο, όργανο που πεθαίναμε να ακούσουμε σε κομμάτι τους γιατί είμαστε τέρμα γραφικοί, είναι φανταστικό και ειλικρινά πιστεύω πως θα υποστήριζε πιο πολύ τη δυναμική του συνόλου αν το είχαν επιλέξει για instrumental intro ή outro του δίσκου. Έπειτα περνάς στο "Spanish Radio", κομμάτι που στηρίζεται πάνε σε mariachi ρυθμούς και ενορχηστρώσεις, πράγμα που δεν περίμενες ποτέ να ακούσεις, και όλως παραδόξως καταφέρνουν και το οικειοποιούνται επιτυχέστατα κατατάσσοντάς το σαν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της κυκλοφορίας.

Ειδική μνεία πρέπει να γίνει στο "Pocket", κομμάτι που ξεφεύγει τελείως από τις παραδοσιακές φόρμες που μας έχουν συνηθίσει οι Σκωτσέζοι. Δεν είναι τίποτε άλλο από ενα απλό, feel-good, rock κομμάτι, αλλά και εξαιρετικά εθιστικό. Για τους πιο μυημένους οπαδούς της μπάντας, το κομμάτι έχει τον δικό του μύθο, καθώς κυκλοφορεί στις ακουστικές ζωντανές εμφανίσεις των Biffy εδώ και τουλάχιστον μια πενταετία χωρίς ποτέ να γίνεται λόγος για το πότε θα ακουστεί η studio version. Oπότε να τη, και είμαστε όλοι χαρούμενοι.

Αν με ρωτάς λοιπόν αν οι Biffy δάμασαν το τέρας και κατάφεραν να βγουν ασπροπρόσωποι από αυτή την κυκλοφορία, δεν θα ξέρω ακριβώς να σου πω, γιατί αυτό θα το δείξει μόνο η επίδρασή της μακροπρόθεσμα. Αυτό που ξέρω σίγουρα είναι πως άμα τους είχαν αναγκάσει να κυκλοφορήσουν μονάχα τη μονή βερσιόν, γιατί υπάρχει και αυτή, οι ελλείψεις του θα ήταν τραγικές και θα μιλάγαμε για έναν τελείως διαφορετικό δίσκο.

Καταλαβαίνω όμως και αυτόν που προβληματίζεται με την κυκλοφορία αυτή, γιατί πολύ απλά είναι πολύ Biffy, ό,τι κι αν αυτό σημαίνει. Έχεις κομμάτια σαν το "Τhe Fog" που εξερευνά μονοπάτια που δεν έχουν ακολουθήσει ποτέ σαν μπάντα, και στο οποίο επικαλούνται τις μινιμαλιστικές δεξιότητες του πολύ Clint Mansell (γνωστός από τα soundtrack των "The Fountain" και "Requiem For A Dream"), φτάνοντας σε ambient κορυφώσεις. Ενώ από την άλλη, έχεις larger than life stadium rock anthems, όπως το "Biblical", και upbeat -σχεδόν χορευτικά- κομμάτια σαν το "Picture A Knife Fight", που όλα μαζί μπορούν πολύ εύκολα να σου φανούν χαώδη και δυσπρόσιτα.

Προσωπικά, και τα ογδόντα λεπτά του δίσκου περνάνε νεράκι καθώς παίζει, και δεν έχω καμία αμφιβολία πως πρόκειται για μία εξαιρετική κυκλοφορία από μία μπάντα που συνεχίζει και εξελίσσεται μουσικά, κρατώντας πάντα την ταυτότητα και το ήθος της. Προς το παρόν έχουν το έξι στα έξι, και το "Opposites" έχει το potential να τους οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερες κορυφές. Είναι εμφανές πως η ελευθερία που τους προσέφερε ο διπλός δίσκος τούς άφησε να πειραματιστούν αλλά και να λυθούν, καθώς πιάνεις συχνά αναλαμπές από τος πιο underground εποχές των "Vertigo Of Bliss" και "Infinity Land", ενώ κομμάτια που θα ενθουσιάσουν τους "Many Of Horror"-ικούς οπαδούς της μπάντας σίγουρα έχουν βρει την -απαραίτητη- θέση τους στον δίσκο (βλ. "Opposites"). Τίποτα δεν φαίνεται να τους σταματά, και είναι με περίσσιο καμάρι που ζω από πρώτο χέρι τη γιγάντωση αυτής της μπάντας, γιατί δεν μπορώ να σκεφτώ πραγματικά άλλο συγκρότημα που να το αξίζει περισσότερο.

  • SHARE
  • TWEET