Arctic Monkeys

Tranquility Base Hotel + Casino

Domino (2018)
Από την Βάσω Καραντζάβελου, 14/05/2018
Η lounge sci-fi στροφή που δεν περιμέναμε: μουσική για καζίνο με στόχο το φεγγάρι
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Οι Arctic Monkeys ήταν η μπάντα της γενιάς μου. Την ίδια δήλωση μπορούν να κάνουν πολλοί, κι αυτοί που τους γνώρισαν όταν ήταν ακόμα τα αμούστακα βουτυρόπαιδα της indie. Όσοι βέβαια φάγαμε τα νιάτα και την πρώιμη ενηλικίωση μας στα '10s θυμόμαστε το "Suck It And See" και φυσικά το "AM" σαν μουσικά σοκ, τόσο καλά και τόσο προσβάσιμα ώστε κάθε φορά που έπαιζαν σε δημόσια θέα οι καρδούλες μας ευφραίνονταν. Κι αυτό δεν ήταν καθόλου σπάνιο φαινόμενο.

Παρόμοια πορεία σημείωσαν και διεθνώς. Ευκολοχώνευτη και σαφώς πιο φιλική για τα μεγάλα κοινά, η νέα τους ταυτότητα σημείωσε τιτάνια επιτυχία (θα έψαχνα για κάποια πιο φορτισμένη λέξη αλλά δύσκολα βρίσκεται νομίζω): γέμισε στάδια και αρένες με κάθε λογής νεόκοπο fan που μέχρι τότε δε την έβρισκε με indie μπάντες, αποτέλεσε μουσική επένδυση για σειρές του Netflix, ταξίδεψε και πάλι ως την Angeltown και έριξε άγκυρα. Η επιστροφή των The Last Shadow Puppets δεν έφερε τα αναμενόμενα, γι αυτό η προσοχή του εναλλακτικού -και μη- μουσικού κόσμου στράφηκε προς τα πάλαι πότε φλωράκια από το Sheffield.

Διακριτικά και σιωπηλά οργανώνονταν η επιστροφή των Arctic Monkeys, υιοθετώντας μία -υποτίθεται- αντιεμπορική τακτική που, για να λέμε και του στραβού το δίκιο, πατούσε ολοκληρωτικά πάνω στο hype και σε ορισμένα «παραστρατήματα» της ομάδας παραγωγής. Η σιγή ιχθύος έσπασε μόλις λίγες μέρες πριν την επίσημη κυκλοφορία του "Tranquility Base Hotel + Casino", με το ομώνυμο κομμάτι και το feedback δεν ήταν και το καλύτερο.

Ομολογουμένως είναι οριακά αφελές το να περιμένουμε ένα άλμπουμ όμοιο με το "Humbug" ή τα προγενέστερα αυτού. Έχοντας μεσολαβήσει αρκετά χρόνια και άλλα τόσα ορόσημα στο timeline του συγκροτήματος είναι αναπόφευκτη η εξέλιξη- περισσότερο με όρους διευρυνόμενης περιέργειας παρά με τους αντίστοιχους δαρβινικούς. Το Los Angeles βρήκε πρόσφορο έδαφος στο μυαλό του Turner και έσπειρε τη μεθυστική του ραστώνη, την post-war lounge pop και το star quality που με τη σειρά του μετέδωσε ο ίδιος στα υπόλοιπα μέλη. Η διάθεση του δίσκου διαφαίνεται από τον τίτλο, παίρνει όμως και κάποιες επιπλέον διευκρινίσεις. "Tranquility Base" ονομάζεται το σημείο όπου προσσεληνώθηκε για πρώτη φορά ο άνθρωπος το 1969 κι εδώ βολεύει ιδανικά το στήσιμο ενός resort στο φεγγάρι, μέσα στο οποίο φιλοξενείται το εσωστρεφές χτίσιμο της αφήγησης του Turner, ανατρέχοντας από τα βρετανικά καταγώγια της εφηβείας του μέχρι το λουστραρισμένο ξύλο ενός πιάνου, σε κάποιο ηλιόλουστο καλιφορνέζικο loft.

Οι Monkeys μεγάλωσαν κι όσο γρηγορότερα το δεχτούμε -έστω και με έναν κόμπο στο λαιμό, τόσο το καλύτερο, μιας και θα αδράξουμε κάποιες όμορφες στιγμές από τη νέα τους δουλειά. Το πιάνο έχει πρωταγωνιστικό ρόλο και παίρνει αγκαζέ την jazz και τα soul φωνητικά. Κατά πόδας ακολουθεί η φορτωμένη chamber pop με τα περίλαμπρα synth της, που ξεφεύγουν καμιά φορά για να παίξουν πιο φουτουριστικά, στον -μηδενικής βαρύτητας- προαύλιο χώρο του Tranquility Base Resort. Και στο πίσω μέρος της πολυαναμενόμενης τελετής, η rock, με τη μούρη μέχρι το πάτωμα και την αυτοκατηγοριοποίηση ως μακρινός συγγενής.

Η ιδέα του Alex Turner να δομήσει το concept του μέσα στο συγκεκριμένο χώρο είναι αξιέπαινη (πόσοι φτιάχνουν concept άλμπουμ σήμερα;) κι επιπλέον η απόσταση δίνει άλλη δυναμική στον εσωτερικό του διάλογο με τον έξω κόσμο, το υπαρξιακό άγχος, την ατομική ισοπέδωση, το star quality, τις απαιτήσεις των ΜΜΕ, τους θαυμαστές του, το hype, την αφηρημένη έννοια της φήμης και της τέχνης κλπ κλπ. Γνωστός για την ικανότητα να γράφει εξαιρετικούς στίχους που απηχούσαν στις μετεφηβικές ανησυχίες του κοινού του, εδώ εξαντλεί την ποιητική του σε πιο σύνθετα θέματα, τα οποία δε συγκεκριμενοποιεί αλλά αγγίζει φευγαλέα, λες και όλος ο δίσκος είναι ένα ενιαίο κείμενο, προϊόν ελεύθερης γραφής, κι έπρεπε να σπάσει σε μέρη αναγκαστικά.

Κι ενώ η στιχουργική δεινότητα του Turner επιστρέφει με έμπνευση και σαγήνη, η μελωδικότητα και το ρετρό στοιχείο έρχονται απευθείας από το 2017 και το "Everything You Come To Expect", τι κι αν στρωνόταν αργά και σταθερά ο δρόμος από την αυγή της δεκαετίας. Όλα τα κομμάτια διατηρούν την ένταση σε χαμηλά επίπεδα, πλησιάζοντας την ταμπέλα του lounge ενώ παράλληλα μοιράζονται έναν σκελετό, ο οποίος δε αφήνει και πολλά περιθώρια ανάπτυξης στο κάθε τραγούδι. Και τα έντεκα κομμάτια μοιάζουν μεταξύ τους ακραία πολύ, μάλλον για να δοθεί έμφαση στους στίχους, με τις κιθάρες να έχουν σπάνιες, guest εκλάμψεις. Όμως λίγο η επανάληψη, λίγο η μονοτονία, λίγο η έλλειψη μίας κλιμάκωσης, η ρετρό γαλήνη δεν αργεί να μετατραπεί σε ανία.

Το σημαντικότερο αρνητικό στοιχείο του όλου εγχειρήματος δεν είναι η ριζική μεταβολή στον ήχο. Είναι τουλάχιστον εγωιστικό να απαιτούμε το έργο ενός μουσικού να ανταποκρίνεται σώνει και καλά στις απαιτήσεις των θαυμαστών του. Εκεί εξάλλου βασίζεται και η ειρωνεία που χαρακτηρίζει τους μουσικόφιλους: από τη μία απαιτούμε αυθεντικότητα κι από την άλλη τσινάμε μόλις βγούμε από την μελωδική comfort zone μας. Λοιπόν, για να περάσω στο κυρίως θέμα, είναι αμήχανο να παρακολουθούμε τρεις εξαιρετικούς μουσικούς να γίνονται απλοί εκτελεστές των ακουστικών γούστων του Turner. Είναι ηλίου φαεινότερων πως ο frontman με τη μακριά χαίτη και το αποτυχημένο goatee κινεί τα νήματα των Monkeys εξαιτίας της υπερσυγκεντρωτικής ιδιοσυγκρασίας τους. Όμως η μηδενική συνεισφορά των υπολοίπων είναι μία θλιβερή προέκταση του ναρκισσισμού του Turner που μετατρέπει τους φίλους του σε μουσικές μαριονέτες στα Νερώνεια σχέδια του.

Συνολικά το "Tranquility Base Hotel + Casino" δεν είναι ένας κακός δίσκος αλλά ένας πολύ, πολύ, μα πολύ μέτριος. Τολμάει μία στροφή που απαιτεί κότσια και κουράγιο, προσπερνά την εγγυημένη επιτυχία για τα τσαχπίνικα μάτια της καλλιτεχνικής περιέργειας αλλά καταντά ανιαρός. Σε αυτή την τρύπα θα μπορούσε να κουμπώσει η ενέργεια των πρώτων άλμπουμ, αν δε την είχε αποτινάξει όλη ο Alex, με αντάλλαγμα το άγγιγμα κάποιας αυστηρής, αλαβάστρινης Μούσας.

Παρόλη τη συνειρμική στοχαστική του τάση, ο Turner δε φτιάχνει τον προσωπικό του «Μεγάλο Ανατολικό», αφού αυτό είναι ένα άλμπουμ που δεν θα σοκάρει ούτε θα προσβάλλει κανέναν. Μάλλον εξυπηρετεί τον ίδιο τον εμπνευστή του ώστε να βγάλει πικρία, βρετανικό φλέγμα, συνθετικά απωθημένα. Όσο κι αν μισούμε να αγαπάμε τον φαφλατά μπροστάρη των Arctic Monkeys, το συναυλιακό ραντεβού μας δύσκολα χάνεται, αναμένοντας τον καθηλωτικό performer και την παρέα του να δώσουν νέα πνοή στα νέα μετριοπαθή τους πονήματα.

Live το νέο άλμπουμ έχει ζουμί. Κρίνοντας από τη studio εκτέλεση, θυμίζει μουσική από καζίνο. Η βιομηχανία του τζόγου έχει εφεύρει τρελά κόλπα για να κρατήσει τα πολύτιμα πελατάκιά της όσο το δυνατόν περισσότερο κοντά στα τραπέζια και δύο από τα γνωστότερα τρικ είναι η έλλειψη παραθύρων και η χρήση υπνωτιστικής χαλαρής μουσικής ώστε η επανάληψη να επηρεάζει τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και την χωροχρονική αίσθηση των παικτών. Κάπου εδώ οι Arctic Monkeys προσπαθούν να μας μαγέψουν με τις sci-fi-lounge-soul μηχανορραφίες τους, χωρίς σημαντική επιτυχία. Βάζουν στόχο το φεγγάρι αλλά το πολύ πολύ να φτάσουν μέχρι την παρακμάζουσα ακτογραμμή του Atlantic City ή στα καζίνο-μανιτάρια των αγγλικών επαρχιακών πόλεων.

  • SHARE
  • TWEET