Arcade Fire

Everything Now

Columbia (2017)
Από την Βάσω Καραντζάβελου, 04/09/2017
Ο πλέον πολυσυζητημένος δίσκος του 2017 δεν είναι τόσο κακός όσο σου είπαν
Πώς βαθμολογείτε το δίσκο;

Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που τσακώνονται κατά πόσο η rock (ή η rap, η pop κλπ αντίστοιχα) έχει πεθάνει, το ξέρατε; Στην καλύτερη αρκούνται σε μακροσκελή σεντόνια για να στηρίξουν με επιχειρήματα τη θέση τους. Στη χειρότερη χρίζουν τους σωτήρες που θα αναστήσουν το εκάστοτε είδος. Όχι, ο Win Butler και η κολεκτίβα των φίλων-αδελφών-τριτοξάδερφών του δεν είχαν κάποιο φωτεινό σημάδι χαραγμένο στα μέτωπα τους που τους ξεχώριζε από τα υπόλοιπα συγκροτήματα των καιρών μας και ακόμα κι αν έχω κάποια θεωρία για το πώς αυτή η παρέα κατάφερε μέσα σε μία δεκαετία να γίνει η σπουδαιότερη indie μπάντα εκεί έξω, δε θα την αναπτύξω τώρα.

Το "Everything Now" είναι το πέμπτο πολυαναμενόμενο άλμπουμ των Arcade Fire  και πριν ακόμη ανακοινωθεί η ημερομηνία κυκλοφορίας του είχαν ξεσπάσει οι πρώτες διχογνωμίες σχετικά με τη μουσική κατεύθυνση. Μέσα στο Ιανουάριο δημοσιεύτηκε το "I Give You Power" ως αντίδραση στην εκλογή του Donald Trump και φάνηκε πως η post-Afterlife εποχή θα φέρει ακόμα εντονότερη disco αισθητική.

Χρειάστηκαν έξι μήνες για να έρθει το πρώτο single και η αναγγελία της κυκλοφορίας του "Everything Now" με τυμπανοκρουσίες και ειρωνικά promotional tricks, όπως μία σκόπιμα αρνητική «πρόωρη» κριτική και η σύσταση μίας εικονικής πολυεθνικής εταιρίας, της "Everything Now Corp" που εμπορεύεται τα πάντα, από fidget spinners μέχρι δημητριακά, και προφανώς το νέο άλμπουμ του συγκροτήματος. Αν η «παντοδυναμία» της "Everything Now Corp" σου θυμίζει την "E Corp" του Mr. Robot, δεν είσαι μόνος. Αυτά είναι τα πρώτα παρωδιακά ψήγματα ενός δίσκου που πραγματεύεται ως κεντρικό άξονα τον καταιγισμό της πληροφορίας, την αυτοματοποίηση των ανθρώπινων σχέσεων, τη χρήση των social media ως μέσα επιλεκτικής καταγραφής μίας τέλειας πραγματικότητας, την αντικατάσταση της όποιας ποιότητας και ουσίας με το πλήθος και την αμεσότητα. Εν ολίγοις, «τα πάντα, τώρα» είναι το μότο μιας ολόκληρης γενιάς.

Ήδη από την κυκλοφορία του πρώτου και ομώνυμου single ένα αρνητικό κλίμα δημιουργήθηκε στο ίντερνετ. Το "Reflektor" του 2013 γνώρισε αντικρουόμενες κριτικές όσον αφορά το ηλεκτρονικό σύνολο και την τεράστια διάρκεια του, στο τέλος όμως έγινε αρεστό από τους περισσότερους fan των Καναδών, έστω και με κάποιες επιφυλάξεις. Αυτή την καταχωνιασμένη εμπάθεια όσων περίμεναν ένα "Neon Bible #2" γνώρισε το "Everything Now" και με τη σειρά τους και τα υπόλοιπα τρία singles που ακολούθησαν. Πολλοί έκριναν βιαστικά τη δουλειά, της οποίας την άφιξη ευαγγέλιζαν για χρόνια, ως ανάξια του καταλόγου των έργων των Arcade Fire, ως ανέμπνευστη, ως ξεπούλημα (μη ξεχνάτε, είναι το πρώτο μακριά από την ανεξάρτητη δισκογραφική αγκαλιά της Merge) κλπ. Σε όλους αυτούς τους φαφλατάδες απευθύνεται το fake site "Steroyum" και σατιρίζει την αυθαιρεσία των μουσικοκριτικών που προδικάζουν πριν καν ακούσουν το αποτέλεσμα ολοκληρωμένο. Αλλά που να ήξεραν πως οι άσσοι βρισκόταν ακόμα μέσα στα μανίκια τους, σφιχτά κλεισμένοι κάτω από νέον μανικετόκουμπα και τόνους γκλίτερ.

Το "Everything Now" ρέπει ξεκάθαρα προς την dance rock, μπορούμε άρα να βρούμε πιο τρανταχτό παράδειγμα από το εναρκτήριο και ομώνυμο κομμάτι; Φλερτάροντας αναίσχυντα με την disco που δόξασαν οι ΑΒΒΑ και η Eurovision των ‘80s, τις φορτωμένες ενορχηστρώσεις και την υπερβολή του χορωδιακού μέρους στο τέλος, δημιουργείται μία ανεβαστική διάθεση που έρχεται σε αντίθεση με τους στυφούς και κυνικούς στίχους. Σε παρόμοιο μήκος κύματος βρίσκεται και το "Signs Of Life", πιο μυστηριώδες χάρη στην στρωτή groovy μπασογραμμή του και τις κοελικές κοινοτυπίες τύπου "Love is hard, sex is easy”. Η πρώτη τριάδα της  tracklist συμπληρώνεται με το "Creature Comfort", ένα κομμάτι που επιτέλους θυμίζει κάτι από Arcade Fire και αποτελεί ένα από τα καλύτερα του δίσκου, με βαρύ synth και εθιστικά drums, σε μία ερμηνευτική εναλλαγή ανάμεσα στον Win Butler και τη Regine, καταλήγοντας σε ένα εκρηκτικό sing along ρεφρέν.

Δε θέλω να είμαι αφοριστική, τα πρώτα κομμάτια του νέου δίσκου είναι μέτρια προς ικανοποιητικά, όχι αυτό που ιδανικά περίμενε ο μέσος ακροατής αλλά άνετα θα μπορούσαν να τρυπώσουν στη setlist κάποιας μελλοντικής συναυλίας του συγκροτήματος, χωρίς μεγάλες αξιώσεις όσον αφορά την αποδοχή από το κοινό. Από την άλλη, εδώ υπάρχουν κακές, πολύ κακές στιγμές ("Peter Pan", "Chemistry"), δεν είναι στο επίπεδο του "Month Of May" του "Suburbs" το οποίο -ας ομολογήσουμε- όλοι προσπερνούσαμε λόγω της νυσταλέας προβλεψιμότητας του (σε αυτή την κατηγορία μπαίνει το "Good God Damn"). Μιλάμε για fillers που δεν είναι ούτε μισοτελειωμένα ούτε αδιάφορα, είναι απλά κακά!

Ενδιαφέρον έχει το δίπτυχο "Infinite Content" και "Infinite_Content", με το πρώτο μέρος να μοιάζει με jamming κάποιας punk rock μπάντας που όμως εξαντλείται μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, ενώ το δεύτερο κυμαίνεται σε πιο laid-back folk ήχο απ’ ό,τι ακούσαμε μέχρι αυτή τη στιγμή. Το κλειδί στο συγκεκριμένο σημείο βρίσκεται στους ίδιους στίχους που μοιράζονται τα δύο κομμάτια: το πρώτο είναι κάτι σαν protest song, φρίττει για την εποχή που ορίζει το "infinite content" ως κύριο χαρακτηριστικό των "infinitely content" people. Είναι η πρώτη -και μόνη;- rock έκλαμψη του "Everything Now" και ουσιαστικά το δεύτερο μέρος, όσο ανιαρό κι αν είναι, φανερώνει όλο το νόημα. Από τη μία ο πιο νευρικός τόνος κι από την άλλη η χαλαρότητα, πλαισιωμένοι από τις ίδιες λέξεις, κάνουν το "Infinite_Content" να ξεχειλίζει από το σαρκασμό που κυριαρχεί σε όλα τα 47 λεπτά του δίσκου, κι αυτή η χαζοχαρούμενη ουδετερότητα με την οποία δεχόμαστε τα καταναλωτικά σινιάλα μας υπενθυμίζει ότι τελικά δε μοιάζουμε λιγότερο παρανοϊκοί από τα χαμογελαστά καρτούν κοτοπουλάκια στις συσκευασίες με κοτομπουκιές.

Ουσιαστικά μπορούμε να μιλάμε για δύο μέρη τα οποία διαχωρίζονται από το "Infinite Content" δίδυμο, μοιράζονται τα ίδια θέματα (πχ το "Good God Damn" φαίνεται να είναι η διήγηση της κοπέλας που αυτοκτονεί στο "Creature Comfort"), έχουν παρόμοιο μουσικό ύφος ενώ κλείνουν με τα δύο καλύτερα κομμάτια του άλμπουμ, "Put Your Money On Me" και "We Don’t Deserve Love", λίγο πριν τραβήξουν προς την επανάληψη, με το καταληκτικό και εναρκτήριο sample του "Everything Now" να συμπληρώνουν την κυκλική δομή. Ποιος ο λόγος για το απίστευτο κράξιμο του τελευταίου μήνα;

Όντως οι στίχοι είναι πολύ πιο απλοί συγκριτικά με αυτούς των πρώτων άλμπουμ, κάποιοι μοιάζουν άκομψοι και ατσούμπαλοι. Δεν υπάρχει πλέον η σκοτείνια του "Neon Bible", ούτε η μίξη μουσικής από την Καραϊβική με χορευτικά κλαμπατσίμπανα της Δύσης. Το κεντρικό θέμα δεν είναι κάποιος μύθος ή κάποια γλυκόπικρη ωδή στην καθημερινότητα των προαστίων. Το "Everything Now" είναι ένας χορευτικός δίσκος και δε προσπαθεί να το κρύψει κάτω από δύσκολες συνθέσεις και εκλεκτικά μέρη για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις του μουσικού πεδίου. Είναι μία γενική σάτιρα της έννοιας του American prosperity, που έβαλε τον άνθρωπο στη γραμμή παραγωγής, τον αποξένωσε από τη δημιουργία και γέμισε ασύδοτα τα κενά του με κάθε λογής άχρηστα πράγματα και άπειρη ανούσια πληροφορία. Τόση πολλή που αν είχε χρησιμοποιηθεί γραφική ύλη θα χρειαζόταν χιλιάδες -αν όχι εκατομμύρια- βιβλιοθήκες για να αρχειοθετηθούν όλοι αυτοί οι τόνοι ηλεκτρονικού περιεχομένου. Το πραγματικό όμως ερώτημα είναι ποια προϊόντα θα άξιζε να εκτεθούν και, γιατί όχι, να σημειωθούν ως πολιτιστικά σημαντικά, ώστε να αξίζει να προφυλαχθούν.

Το "Everything Now" δεν φιλοδοξεί να γίνει ένα από αυτά. Είναι πράγματι η λιγότερο καλή κυκλοφορία του συγκροτήματος που δεν έφερε απλά την indie στα μεγάλα στάδια, αλλά έστρεψε τη μαζικότητα στην ανεξάρτητη μουσική, σε καμία περίπτωση όμως δε τη λες κακή. Δίνοντας του χρόνο ξεδιπλώνει πολλές χάρες και κομμάτια που θα σε στοιχειώνουν για καιρό, τι κι αν χάνει σε συνοχή και στιχουργικό βάθος.

Το απόλυτα χορευτικό disco προσωπείο των Arcade Fire του 2017 στρέφεται σε radio friendly ήχο κάνοντας εκπληκτικό κοντράστ με την τον κυνισμό των στίχων- δε θα αργήσει η μέρα που χαμογελαστά πρόσωπα θα τραγουδάνε ρυθμικά "God make me famous/ If you can’t just make it painless" ενώ λίγα λεπτά πριν είχαν διαφημίσει την άψογη ζωή τους σε stories στο Instagram. Αυτός είναι ίσως ο απώτερος στόχος ενός concept άλμπουμ που δε μπαίνει σε hall of fame, αντίθετα, επιβεβαιώνει μία ενεργητική διάθεση για αναζήτηση, ακόμα κι αν οι καρποί αυτής δε θυμίζουν σε τίποτα τις πρώτες μεγάλες μας αγάπες που βαθιά μέσα μας ελπίζουμε πως κάπου κάποτε θα ξαναβρούμε.

  • SHARE
  • TWEET